Scroll Top

Aurora Luque, Spain

Enter your text here …

The Poems

I Talk to Sappho

Come, help up, Sappho,
can you bring me some wings; Two pairs:
some for my back (Are they nailed on? Will they hurt me?)
and others lighter like a bee’s
for every word.
Bring some of your own honey, the bitter kind.
These ancient things
-honey, sandals, dew,
the sea carpets of the moon,
hiding the coveted death,
the violent flaps that make the heart jump
like a fish on the sand,
the aspiration for salacity.
Tasting the memories
or liking the skin that came back
to enjoy the darkness of the waves,
the freshly harvested honey,
the grass to lie down at high noon,
the roses that haven’t been hybridized.
Your objects not as foreign to us.
Only that one has to stop.
Ask you for them.
Remove the loud noise.
Well, there is little time left
before we are dead.
Bring me, Sappho, wings,
wings, wings, dew,
silence, arms,
wings.

(Aurora Luque, Gavieras, 2019)

(Translation: Eleni Kazoglou)

*

Ομιλώ στην Σαπφώ

Έλα, βοήθησε με, Σαπφώ,
μου φέρεις μερικά φτερά; Δύο ζευγάρια:
κάποια για την πλάτη μου
(Καρφώνονται; Θα με πληγιάσουν;)
και άλλα ελαφριά της μέλισσας
για κάθε λέξη.
Φέρε απ’ το δικό σου μέλι, το πικρό.
Αυτά τα αρχαία πράγματα
-μέλι, σανδάλια, δροσιά,
τα θαλασσινά κιλίμια του φεγγαριού,
που κρύβουν τον ποθητό θάνατο,
τα βίαιά φτεροκοπήματα που κάνουν να αναπηδά,
σαν ψάρι πάνω στην άμμο, η καρδιά,
μια φιλοδοξία των φιληδονιών.
Να γεύεσαι αναμνήσεις
ή να γλείφεις ένα δέρμα που γύρισε
να απολαύσει το έρεβος από τα κύματα,
το φρεσκοσυλλεγμένο μέλι,
την χλόη για να πλαγιάσει καταμεσήμερα,
τα τριαντάφυλλα δίχως υβριδίωση.
Δεν μας είναι τόσο ξένα τα αντικείμενά σου.
Μόνο που πρέπει κανείς να σταματήσει.
Να σου τα ζητήσει.
Να απομακρύνει την τόση οχλοβοή.
Λοιπόν, μας μένει πολύ λίγο
για να είμαστε νεκρές.
Φέρε μου, Σαπφώ, φτερά
φτερά, φτερά, δροσιά,
σιωπή, χέρια,
φτερά.

( Αουρόρα Λούκε, Γαμπιέρηδες, 2019)

(Μετάφραση: Αικατερίνη Τσερκέ)

*

Hablo a Safo

Ven en mi ayuda, Safo,
¿me traes unas alas? Dos juegos:
Unas para mi espalda
(¿Se clavan? ¿Me harán daño?)
y unas leves de abeja
para cada palabra.
Trae miel de la tuya, de la amarga.
Esas cosas antiguas
–miel, sandalias, frescor,
las alfombras marinas de la luna
que esconden a la muerte deseante,
aletazos violentos que ponen a saltar,
como pez en la arena, al corazón,
una ambición de voluptuosidades.
Paladear recuerdos
o lamer una piel que ha regresado
de gozar la negrura de las olas,
miel recién fabricada,
hierbas para acostarse a mediodía,
rosas sin hibridar.
No nos son tan ajenos tus objetos.
Sólo hay que detenerse.
Pedírtelos.
Apartar tanto ruido.
Pues nos falta muy poco
para estar muertas.
Tráeme, Safo, alas,
alas, alas, frescor,
silencio, brazos,
alas.

(De Aurora Luque, Gavieras, 2019)

* * *

NEODANAIDS

It is now understood that Sisyphus is the absurd hero. And yes indeed he is, for both his passions and his torture […] Sisyphus,
the proletarian of the Gods, powerless and rebellious, knows the magnitude of his poor condition […] Homer
also narrates how Sisyphus has chained Death.
Albert Camus

Punished. The eternally punished. The ones born in
punishment.
To fill the buckets, the bathtubs,
the cleaning pails, the fine flagon,
the children’s pool and the wash basin,
the tank, the kitchen sink, the cistern and the bidet,
the milk jar, the bowl and the pot.
To carry without ever stopping the water for the day
And refill the never full amphoras,
the pitcher, the bowl, the well,
the perfume bottle,
the saline solution bottle at the clinic
with their own whispers of encouragement,
the watering can for animals.
We, the punished ones, Neil’s granddaughters,
the finders of springs and streams,
who opened eternally flowing wells
who crowned with water lilies
the arid abandoned Argos.
We, Melanippides, the ones you talked to in Syria,
neither women nor men – you did not know what we were,
with pure elusive freedom –
riding in sunny forests
hunting for our enjoyment, collecting dates,
cinnamon and incense tears.
We, the punished ones. The sieve, the broken watering can,
the ruined cauldron. The water is running from us
And it is no longer ours.
Because we tied Death, like Sisyphus.
And put bridles on our own.

 

*

Νεοδαναΐδες

Είναι πλέον καταληπτό πως ο Σίσυφος είναι ο παράλογος ήρωας. Και ναι είναι, τόσο για τα πάθη του, όσο και για το μαρτύριό του.[…] Ο Σίσυφος,
ο προλετάριος των Θεών, ανήμπορος και επαναστάτης, γνωρίζει όλο το μέγεθος της δύσμοιρης κατάστασής του […] Ο Όμηρος
επίσης μας διηγείται πως ο Σίσυφος είχε αλυσοδέσει τον Θάνατο.
Αλμπέρ Καμύ

Τιμωρημένες. Οι αιώνια τιμωρημένες. Γεννιούνται για την τιμωρία.
Για να γεμίζουν τα δοχεία, τους λουτήρες,
τους κουβάδες καθαρισμού, την κομψή κούπα,
την παιδική πισίνα και την δεξαμενή,
το λαγήνι, τον νεροχύτη, το καζανάκι και τον μπιντέ,
την γαλατιέρα, την γαβάθα, την χύτρα.
Να μεταφέρουν χωρίς σταματημό το νερό της κάθε ημέρας
και να ξαναγεμίζουνε τους ουδέποτε γεμάτους αμφορείς,
την στάμνα, την σκάφη, την στέρνα,
το φιαλίδιο αρώματος,
το μπουκάλι ορού της κλινικής
με το δικό τους ψίθυρο εμψύχωσης,
την ποτίστρα για τα ζώα.
Εμείς, τιμωρημένες, οι εγγονές του ποταμού Νείλου,
υδροσκόποι των πηγών, των ρυακίων,
που ανοίξαμε αείροα πηγάδια,
που κάναμε να στεφανωθεί με νερομάνες
το αφημένο πολιδίψιον Άργος.
Εμείς, Μελανιππίδε, με τις οποίες στην Συρία συνομίλησες,
μήτε γυναίκες μήτε άνδρες – δεν ήξερες τι ήμασταν,
από καθαρή ασύλληπτη ελευθερία –
στα δάση λιοπερίχυτα ιππεύαμε,
κυνηγούσαμε για την απόλαυσή μας, μαζεύαμε τους χουρμάδες,
και την κάσια και τα δάκρυα λιβάνι.
Εμείς τιμωρημένες. Το κόσκινο, το σπασμένο ποτιστήρι,
το τετρημένον πίθον. Μας ξεφεύγει το νερό
και πλέον δεν είναι δικό μας.
Επειδή δέσαμε τον θάνατο, όπως ο Σίσυφος.
Στον δικό μας θάνατο βάλαμε χαλινάρι.

(Μετάφραση: Αικατερίνη Τσερκέ)

*

NEODANAIDES

Se ha comprendido ya que Sísifo es el héroe absurdo. Lo es
tanto por sus pasiones como por su tormento. […] Sísifo,
proletario de los dioses, impotente y rebelde, conoce toda la
magnitud de su condición miserable […] Homero nos cuenta
también que Sísifo había encadenado a la Muerte.
Albert Camus

Castigadas. Las siempre castigadas. Nacer para el castigo.
Para llenar los cuencos, las bañeras,
los cubos de fregar, la fina copa,
la piscina infantil y la cisterna,
la zafa, el fregadero, las tazas y el bidé,
la lechera, la jícara, la olla.
Acarrear sin pausa las aguas de los días
y reponer las nunca llenas ánforas,
el cántaro, el lebrillo, los aljibes,
el frasco de perfume,
la botella de suero de la clínica
con su rumor de ánimas,
el bebedero de los animales.
Nosotras, castigadas, las nietas del río Nilo,
halladoras de fuentes, de regatos,
que perforamos rezumantes pozos,
que hicimos coronar de manantiales
a la árida Argos desahuciada.
Nosotras, Melanípides, las que entreviste en Siria,
ni mujeres ni hombres —no supiste qué éramos,
de pura libertad inconcebible—
cabalgando por bosques soleados,
cazando a su placer, recogiendo los dátiles
y la casia y las lágrimas de incienso.
Nosotras, castigadas. El cedazo, la rota regadera,
los calderos en ruina. El agua se nos va
y ya no es nuestra.
Porque a la Muerte atamos, como Sísifo.
A nuestra muerte le pusimos bridas.

The Poet

Aurora Luque: Poeta, filóloga clásica y traductora (Almería, 1962). Es autora de los poemarios Gavieras (premio Loewe, 2019); Personal & político (2015); La siesta de Epicuro (2008); Camaradas de Ícaro (2003, traducido al griego por ed. Gavrielidis, Atenas, 2015); Transitoria (1998); Carpe noctem (1994) y Problemas de doblaje (Accésit Adonais, 1990). Sus libros se han traducido al inglés, italiano, francés y griego. Ha publicado traducciones de Safo, de las poetas grecorromanas, de Anne Carson, Louise Labé, Catulo, Renée Vivien y Maria Lainá, así como de poesía griega erótica y de tema marino. Ha editado a la dramaturga ilustrada del siglo XVIII MaríaRosa de Gálvez.