The Square
Who are these people marching at noontide?
Why do we hear these beating drums?
What are the pigeons looking for on fluttering banners?
What are the scattered words that stain the air?
Sweat soaks the square
Shadows the faces in the haze of smoke
And a boy
a sobbing boy
breaks his heart
locks up the future in his fist
transforming it into resistance
In this square
the paving stones inhale
thousands of breaths
thousands of breaths remain
take root
stir up a storm as backdrop
Winter’s cruel when
the wind whistles laments and solitudes
In the flames all hopes are burnt to cinders
and graffiti on the walls the longings
No angel brought the widow bread
Her throat is an open sepulchre
We sink into the mud without a saviour
Our mother resigned to a ruined life
Her heart a broken vessel
We seek the code
“They told us we would conquer with submission
We submitted and found ashes”
In false prosperity they laid their traps
They taught us injustice
Now thrown down dead
Forgotten we are broken vases
Let not our enemies rejoice over us
neither let them wink with the eye
nor open their mouth wide against us
and say, Aha, our eyes have seen it
O nothing that created me
into nothing I return
And I shall be like a tree
planted by the rivers of water
I am like the chaff which the wind driveth away
My grave was dug
by treachery
Today a beggar
I spread my hand upon the emptiness
How doth the city sit solitary
How is she become as a widow
How is she become a vassal
The sombre nation
suffocating in the smog
Narcissus is beauty
at cafés a whore
her flesh decayed
in gaudy makeup
Sweat soaks the square
Shadows the faces in the haze of smoke
They return return again
George Paul and Stratis
terror is lightning
a thunder that oppresses
They return return again
with punches and with kicks
with faces bloodied
Nick and Luke and Costas
and it’s October seedtime
everything written in verse
like a witness or a testimony
on record players and on paper
Day is breaking
Let’s wait for the Reaper
……………………………………………………..
Who are these people marching at noontide?
Why do we hear these beating drums?
(Translated by Pat Snidvongs)
Published in the “WORLD LITERATURE TODAY” January-February 2018
(Biblical quotations are drawn from the KJV, with occasional modifications and omissions)
Trans. Pat Snidvongs
Pat Snidvongs has studied comparative literature for his PHD in the universities of Harvard, Princeton and Oxford.
Η Πλατεία
Ποιοι είναι αυτοί που προχωρούν καταμεσήμερο;
Γιατί νότες ακούγονται τυμπάνων;
Τα περιστέρια τι ζητούν πάνω απ’ τα πανό που κυματίζουν;
Ποιες είναι οι λέξεις που σκορπούν και τον αέρα βάφουν;
Ιδρώτας υγραίνει την πλατεία
Σκιές τα πρόσωπα στην ομίχλη των καπνών
κι’ ένα παιδί
παιδί που με λυγμούς
ραγίζει την καρδιά του
κλείνει το μέλλον σε γροθιά
αντίσταση το κάνει
Σ’ αυτή την πλατεία
οι πλάκες ανασαίνουν
χίλιες πνοές
χίλιες πνοές μένουν εκεί
ριζώνουνε
υψώνουν φόντο καταιγίδας
Είναι σκληρός ο Χειμώνας όταν
ο άνεμος σφυρίζει θρήνο κι ερημιά
Στις φλόγες καρβουνιάζουν οι ελπίδες
γκράφιτι κοσμούν τις μάντρες
Άγγελος στη χήρα δεν έφερε ψωμί
τα λαρύγγια θάβουν προσδοκίες[1]
Βουλιάζουμε σε βάλτους χωρίς σωτήρα
Παραδομένη μάνα μας σε μια ζωή χαμένη
καρδιά σκεύος θρυμματισμένο[2]
τον κώδικα γυρεύουμε
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη[3]
Σε σκηνικό ευημερίας στήσανε παγίδες[4]
με τέχνη δίδαξαν την ανομία μας
Και τώρα σπασμένο βάζο είμαστε[5]
με νεκρούς μοιάζουμε που ξεχαστήκαν
Ας μη χαίρονται για μας όσοι είναι εχθροί μας
ας πάψουν με τα μάτια τα νοήματα
ας πάψουν να μιλούν να λένε:[6]
Είδαμε τι κάνατε
Τίποτε που μ’ έφτιαξες
στο τίποτε γυρνώ
Δένδρο που γεννήθηκα
σ’ ένα ρυάκι δίπλα[7]
σαν άχυρο σκορπίστηκα[8]
Τάφο μου ετοίμασε
η πονηριά
Επαίτης στο παρόν
το χέρι απλώνω στο κενό
γιατί κάθισε μόνη η πόλις
κατέστη ως χήρα
έγινε υποτελής[9]
Α πολιτεία σκοτεινή
μες στην καπνιά πνιγμένη
Νάρκισσος είναι η ομορφιά
πόρνη στα καφενεία
και σάπισε η σάρκα της
στα έντονα φκιασίδια
Ιδρώτας υγραίνει την πλατεία
Σκιές τα πρόσωπα
στην ομίχλη των καπνών
Γυρνούν ξαναγυρνούν
Ο Γιώργος ο Παύλος ο Στρατής
κι ο τρόμος είναι αστραπή
βροντή που δυναστεύει
Γυρνούν ξαναγυρνούν
να με γροθιές να με κλωτσιές
με πρόσωπα που είναι ματωμένα
Ο Κώστας ο Νίκος ο Λουκάς
και είναι Οκτώβρης της σποράς
όσα σε στίχους έχουνε γραφτεί
σαν μια κατάθεση ή μαρτυρία
σε φωνογράφο σε χαρτί
Χαράζει
Ας περιμένουμε τον θεριστή.
………………………………………………………………………………….
Ποιοι είναι αυτοί που προχωρούν καταμεσήμερο;
Γιατί νότες ακούγονται τυμπάνων;
[1] (Ψαλμοί Ε’9)
[2] Ψαλμός ΔΑ12
[3] (Σεφέρης, Αντρας σ.120)
[4] Ψαλμοί 38 [37] (13)
[5] 31[30]( 13)
[6] 35[34] (19-21)
[7] Ψαλμοί Α.3
[8] Ψαλμοί Α 4
[9] Θρήνοι του Ιερεμίου Κεφ. Α’ 1