“Correspondence”
At night the train passes by
and some stations are -you know- empty
no one is getting on
and you drag them stitched on the temples
like beads
and if the beads crack
like frosted glass
without meaning
the hat is still funny
no matter how you wear it
and if you whistle
to pause
to burn
to unpick the stations
to brake somewhere with a bit of light
you don’t stop
and how could you
when you are validated for the terminal?
“Ανταπόκριση”
Τη νύχτα το τρένο περνά
και κάποιοι σταθμοί είναι –ξέρεις– άδειοι
δεν ανεβαίνει κανείς
κι εσύ τους σέρνεις ραμμένους στους κροτάφους
σαν χάντρες
και αν ραγίσουν οι χάντρες
σαν γυαλί θαμπό
χωρίς νόημα
το καπέλο παραμένει αστείο
όπως και να το φοράς
και αν σφυράς
για στάση
καύση
ξήλωμα σταθμών
κάπου με λίγο φως να σε φρενάρεις
δεν σταματάς
και πώς να σταματήσεις
όταν είσαι τρυπημένος για τέρμα;
“snafu”
Βουίζω ανάσκελα πλάι στα σκαθάρια
η γάτα ξεκοιλιάζει τα αλεξανδρινά
σφήκες βαφτίζουν το κεντρί στ’ απόνερα της βρύσης.
Σπαρμένη η αυλή αντίκτυπο και προδοσία
και ο έρμος ο τοίχος
που τρία καλοκαίρια στη σειρά ψευδίζει τον σοβά του
πήρε να γέρνει τόσο
που σκιάζει τα φυτά.
Μονάχα ο κάκτος συνθηκολογεί
και ανθίζει επιτέλους
μα πώς να τον εμπιστευτώ που έναν χρόνο με τσιμπάει;
Φόρα τα αγκάθια σου σφιχτά
τα κοίλα κρύψε
γιατί γυρνώ απ’ την καλή
και άι σιχτίρ
με τις εκεχειρίες.
“snafu”
On my back, buzzing next to the beetles
the cat disembowels the poinsettias
wasps baptize their needles in the faucet’s puddle
this yard is sown with impact and treachery
and the good ol’ wall
that for three straight summers was lisping to its plaster
is now leaning so much
that shadows the flowers.
Only the cactus makes a treaty
and finally blooms
but how could I trust it, when it’s been stinging me for a year?
Wear your needles tight
hide your hollows
for I am standing up
and piss off
with truces