OF THE NAMELESS BIRDS
And tomorrow,
tomorrow what will become of the faces
I invented to look for me,
of the words I couldn´t
imagine in my presence.
Tomorrow, I ask,
what will become of the earth
where the araucaria pines rain down
and of the nameless bird
that pecked at plums
beyond cement and barbed wire.
Tomorrow,
what will become of the refuge
where I think among the lindens,
the ones that waited so long
for someone to return.
What will become of the kiss
they left tangled in violets
and still blinks there
like a secret we share.
And tomorrow,
what will become of the rain
that warmed the apple trees
when the eyes come back.
Will life be
and endless dusk, perhaps,
and the street
a great, immobile mirror?
Για τα πουλιά δίχως όνομα
Κι αύριο,
τί θα απογίνουν αύριο τα πρόσωπα
που επινόησα για να με αναζητήσω,
οι λέξεις που δεν μπόρεσα
να φανταστώ παρουσία μου.
Αύριο, ρωτάω,
τί θα απογίνει η γη
πλημμυρισμένη αροκάριες
και το πουλί δίχως όνομα
που δάγκωνε τις δαμασκηνιές
πιο πέρα απ’ το τσιμέντο και τα καλώδια.
Αύριο,
τί θα απογίνει το καταφύγιο περισυλλογής
ανάμεσα στις φιλύρες,
εκείνοι που ανέμεναν πολύ
κάποιον γυρισμό,
τί θα απογίνει
το φιλί που άφησαν
τυλιγμένο μέσα στις βιολέτες
και τρεμοσβήνει ακόμη
σαν ένα μυστικό ανάμεσά μας.
Κι αύριο
τί θα απογίνει η βροχή
που ζέσταινε τις μηλιές
στο γύρισμα των ματιών.
Θα είναι, άραγε, η ζωή
ένα ατελείωτο λυκόφως,
κι ο δρόμος
ένας τεράστιος ακίνητος καθρέφτης;
(Μετάφραση: Yuli Perivolari)
De las aves sin nombre
Y mañana,
qué será mañana de los rostros
que inventé para buscarme,
de las palabras que no pude
imaginar en mi presencia.
Mañana, pregunto,
que será de la tierra
llovida de araucarias
y del ave sin nombre
que mordía los ciruelos
más allá del cemento y los alambres.
Mañana,
qué será el refugio pensativo
entre los tilos,
aquellos que esperaban tanto
algún regreso,
qué será
del beso que dejaron
envuelto en las violetas
y parpadea todavía
como un secreto entre nosotros.
Y mañana
qué será de la lluvia
que entibiaba los manzanos
a la vuelta de los ojos.
¿Sera la vida, tal vez,
un crepúsculo infinito,
y la calle
un inmenso espejo inmóvil?
CODE OF WATERS
The rain,
disconsolate,
devoted itself
to raining.
It brought a lost song
cradled underground.
It came, wounding
the red rooftops of the years,
the knees of a child.
With unblinking eyes
it drank from our conscience.
Later it will form tunnels,
flow across brick
and the water
will hide in the earth
like the dead.
Κωδικός υδάτων
Η βροχή
αφοσιώθηκε στο να βρέχει
απαρηγόρητη.
Έφερε ένα χαμένο τραγούδι
νανουρισμένο στα υπόγεια.
Ήρθε λαβώνοντας
τα κεραμίδια των χρόνων
τα γόνατα ενός παιδιού,
με βλέμμα σταθερό
κατάφερε να πιεί απ’ τη συνείδηση.
Μετά θα σχηματίσει σήραγγες,
θα μεγαλώσει πάνω απ’ το τούβλο
και το νερό
θα κρυφτεί στη γη
όπως οι νεκροί.
(Μετάφραση: Yuli Perivolari)
Código de aguas
La lluvia
se dedicó a llover
desconsolada.
Trajo un canto perdido
acunado en subterráneos.
Vino hiriendo
las tejas de los años,
las rodillas de un niño,
con ojos fijos
llegó a beber en la conciencia.
Después formará túneles,
crecerá por encima del ladrillo
y el agua
se esconderá en la tierra
como los muertos.