Scroll Top

Fernando Pensa | Italy

Η ποίηση είναι κώδικας ζωής, είναι οι σκέψεις που αναπνέουν και οι λέξεις που πυρπολούν τον βίο.

“Τι θα ήταν η ζωή χωρίς την ποίηση;
Τι θα ήταν η ποίηση χωρίς τις τρανές της γλώσσας οδοιπορίες;”
Το Culture Book συνομιλεί μέσω του Patras Word Poetry Festival με ποιητές και ποιήτριες που δημιουργούν ανά τον κόσμο. Η παρουσίαση, η καταγραφή, η μελέτη και αυτών των ποιητών και ποιητριών είναι από εκείνα που οφείλουμε στην τέχνη της ποιήσεως.
Η καταγραφή χωρίς μεγέθυνση των αληθινών διαστάσεων του μεγαλείου της ζωής, που είμαστε έτοιμοι να την καταστρέψουμε, μέσα και από τις κειμενικές αξίες των σύγχρονων ποιητών και ποιητριών, διαμορφώνει και την καθημερινότητα της σύγχρονης λογοτεχνίας.
 

 UN POSTO NEL CUORE

Ho lasciato il silenzio senza fare rumore
posato nel porto la follia del mio cuore
ho lasciato la luna impazzire gioiosa
la magia, la paura,…ho lasciato ogni cosa.

In quell’angolo piccolo pieno di sole
lascerò tutto ciò che potresti cambiare
vestiti, capelli, l’umore che appare
carezze la storia che all’altro puoi dare.

Ho lasciato morire l’autunno a settembre
l’abbraccio dell’ombra che mi torna ogni sera
il sentiero nascosto sulla pelle dorata
il rincorrere l’ora, la magia, la giornata.

Sotto un sole cocente che sbadiglia sul mare
ho lasciato il tuo labbro accennare al sorriso
ho lasciato quel viso che mi appare sereno
ho lasciato l’ardore che pulsava nel seno.

Ho vissuto sul fondo dove il mare è più nero
per trovare i tuoi occhi, rivedere il colore
in quell’angolo piccolo in quel vuoto, nel cuore
ho riempito ogni spazio,…lascerò il mio dolore.

Castrignano de’ Greci, 27/01/2020

ΜΙΑ ΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ

Άφησα κάτω τη σιωπή χωρίς να κάνω ήχο
και στο λιμάνι ακούμπησα την τρέλα της καρδιάς μου
τ’ άφησα να παραφρονεί εύθυμο το φεγγάρι
άφησα εκεί το καθετί, το φόβο, τη μαγεία.

Σ’ εκείνη τη μικρή γωνιά που λούζεται απ’ τον ήλιο
θα αφήσω εκεί το καθετί που να μπορείς να αλλάξεις
ρούχα, μαλλιά και διάθεση που φαίνεται και δείχνει
χάδια στον άλλον, που μπορείς να δώσεις, η ιστορία.

Και να χαθούνε τ’ άφησα φθινόπωρο, Σεπτέμβρη
του ίσκηου αυτή την αγκαλιά που μου γυρνά τα βράδυα
το μονοπάτι το κρυφό στο δέρμα από χρυσάφι
της ώρας το κυνηγητό, της μέρας, της μαγείας.

Κάτω από ‘να ήλιο καυτό που όλο χασμουριέται
εκεί άφησα τα χείλη σου χαμόγελο να γνέφουν
‘κεινο το πρόσωπο άφησα που μου ‘μοιαζε γαλήνιο
άφησα την παραφορά στο στήθος που παλλόταν.

Έζησα κάτω στου βυθού τη θάλασσα τη μαύρη
για να βρω εκεί τα μάτια σου, να ξαναδώ το χρώμα
σ’ εκείνη τη μικρή γωνιά, μες στην καρδιά, στο άδειο
που γέμισα κάθε κενό, …τον πόνο μου θ’ αφήσω.

Καστρινιάνο ντέι Γκρέτσι, 27/01/2020

MESSOLONGHI

Arrivi e partenze senza meta ne sogno
lambendo Ioannina tra monti e pianure
sei a Messolonghi e non sai che c’è il mare
ignori il suo nome, il suo tempo, il suo stare.

Sembri sospeso in un vuoto apparente
con gli occhi scrutando davanti all’hotel
era un mistero senza luce e biancore
non è qui la Grecia che d’estate ti appare.

Messolonghi è la voce, un canto fraterno
note nell’aria che ti fanno tornare
io l’ho vissuto con la fiera sul porto
e tengo il ricordo della luna sul mare.

Posta all’imbocco del lungo canale
guarda le navi che la ignorano stanche
perché per Patrasso manca poco a sbarcare
e tutto svanisce sulla terra, sul mare.

Messolonghi dal mare sembra quasi sparire
ha i monti alle spalle che contrastano i venti
non si piega al meltemi e neppure al maestrale
quando giocano e sferzano un amore autunnale.

La laguna si oppone, ha la quiete del sonno
la squarcia feroce una lama che fende
una lunga ferita che ti gela guardando
lungo il cammino che insegue quel mondo.

Nel suo scintillare ondulato è lucente
si ode il rumore di auto sfrecciare
si posano aironi intenti a guardare
planano uccelli il ronzio di zanzare.

Sono curioso del quieto ammirare
vorrei esser solo e non sentirmi morire
nella chiesa smarrirmi nel dolce candore
con le case specchiarmi, sull’acqua sfumare.

Silenzio fuggente, ti avvolge il mistero
lenzuolo d’argento dove sei con la luna
si chiama Tourlida questo senso di pace
trascini il tuo sogno nell’aurora che tace.

Il porto incatena la terra sul mare
ha moli pontili per chi arriva e non parte
è il silenzio, l’attesa, l’ombra intenta a pescare
qualche barca, un veliero e il canto del cuore.

Nell’immenso piazzale sotto il sole cocente
al tramonto le ombre si rifugiano a sera
si perde la notte di canti e parole
un sogno, un addio, il rimorso che appare.

Chiamala luna come amore perduto
questo vento che passa senza forza e paura
perché questa luna ha un nome diverso
è gioia che muore in un canto, in un verso.

Messolonghi è l’Europa rapita dal dio
è la donna che sfida col suo seno il nemico
per non essere turca tolse al figlio il sorriso
ha difeso i poeti, gli eroi, il suo tempo.

Ha un pensiero la gente, non vuole morire
vuole dare alle strade bouganville e colore
vuole al mattino la luce sul mare
lasciare alla mente la poesia di sognare.

In quel parco, in quel verde, vive solo speranza
non alberga tristezza, non vuol darti dolore
tra le steli c’è gioia, puoi parlare pensare
qui si è chiusa una storia
puoi lasciare il tuo cuore.

Castrignano de’ Greci, 20/11/2019

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Δίχως σκοπό και όνειρο όλο έρχεσαι και φεύγεις
αφήνοντας τα γιάννενα μες σε βουνά και κάμπους
στο Μεσολόγγι βρίσκεσαι τη θάλασσα δεν ξέρεις
το όνομά της αγνοείς, το είναι, τον ρυθμό της.

Μες σ’ ένα ψεύτικο κενό μοιάζεις σταματημένος
με μάτια που κοιτάζουνε μπρος στο ξενοδοχείο
ήταν ένα μυστήριο χωρίς φως ούτ’ ασπράδα
δεν είναι η Ελλάδα εδώ που ζεις το καλοκαίρι.

Το Μεσολόγγι είναι φωνή κι αδελφικό τραγούδι
νότες είναι στον άνεμο που θέλουν να επιστρέψεις
στο πανηγύρι το ‘ζησα που ‘γινε στο λιμάνι
την θύμηση του φεγγαριού στην θάλασσα κρατάω.

Μπρος στου μεγάλου καναλιού την πύλη ακουμπισμένη
τα πλοία που την αγνοούν κοιτάει κουρασμένη
λίγος ο χρόνος που ‘μεινε στην Πάτρα για να φτάσουν
κι όλα στη θάλασσα, στη γη σβήνονται ένα ένα.

Το Μεσολόγγι φαίνεται απ’ τη θάλασσα κρυμμένο
πίσω του έχει τα βουνά ανέμους να εμποδίζουν
μελτέμια δεν το κάμπτουνε ούτε και μαϊστράλια
μια αγάπη φθινοπωρινή σαν παίζουν και χτυπούνε.

Κόντρα η λιμνοθάλασσα του ύπνου τη γαλήνη
έχει, τη σκίζει άγρια μια λάμα που διασχίζει
πληγή μεγάλη και βαθιά βλέπεις και σε παγώνει
στο μονοπάτι που αυτόν τον κόσμο κυνηγάει.

Στ’ αστραφτερό σπινθήρισμα που παίζει σαν το κύμα
ακούγεται ο θόρυβος των αμαξιών που τρέχουν
ερωδιοί που στέκονται με χάρη να θαυμάσουν
το πώς χορεύουν τα πουλιά τον ήχο των εντόμων.

Με τρώει η περιέργεια ήσυχα να θαυμάσω
μονάχος να ‘μαι θα ‘θελα, θάνατο να μη νοιώθω
στην εκκλησία να χαθώ και στο γλυκό λευκό της
στα σπίτια να καθρεφτιστώ και στο νερό να σβήσω.

Άπιαστη απατηλή σιωπή, μυστήριο σε τυλίγει
σεντόνι από άργυρο που είσαι με το φεγγάρι
Τουρλίδα αποκαλούν αυτή την αίσθηση γαλήνης
μες στη σιωπή της χαραυγής το όνειρό σου σέρνεις.

Την γη πάνω στη θάλασσα με αλυσίδες δένει
και μόλους για όσους φτάνουνε μα που ποτέ δεν φεύγουν
είν’ η σιωπή η αναμονή, η σκιά που όλο ψαρεύει
ένα τραγούδι της καρδιάς και βάρκες, στο λιμάνι.

Κάτω απ’ τον ήλιο τον καυτό, σε μια αχανή πλατεία
βρίσκουν παρηγοριά οι σκιές καθώς πέφτει το βράδυ
και χάνεται των τραγουδιών, των λέξεων η νύχτα
ένα όνειρο, ένα αντίο, ο ερχομός μιας τύψης.

Χαμένη αγάπη ονόμασε τ’ ολόγιομο φεγγάρι
και τον αέρα που περνά χωρίς ορμή και φόβο
γιατί έχει άλλο όνομα ετούτο το φεγγάρι
σ’ ένα τραγούδι, μια στροφή είν’ η χαρά που σβήνει.

Η Ευρώπη που άρπαξε ο θεός είναι το Μεσολόγγι
γυναίκα είν’ που στον εχθρό τα στήθη της προτάσσει
στέρησε το χαμόγελο απ’ το γυιο, μη γίνει Τούρκα,
προστάτεψε τους ποιητές, τους ήρωες, τον καιρό της.

Έχουν μια σκέψη οι άνθρωποι δεν θέλουν να πεθάνουν
χρώμα να δώσουν θέλουνε στους δρόμους βουκαμβίλιες
θέλει το φως στη θάλασσα καθώς θα ξημερώνει
να αφήνει θέλει στο μυαλό την ποίηση του ονείρου.

Στο πάρκο αυτό, στο πράσινο, ζει μόνο η ελπίδα
θλίψη εδώ δεν κατοικεί, πόνο κανείς δεν δίνει
χαρά υπάρχει στους βλαστούς, μπορείς μίλησε σκέψου
ν’ αφήσεις την καρδιά εδώ
μια ιστορία κλείνει.

Καστρινιάνο ντε’ Γκρέτσι, 20/11/2019

Curriculum Vitae Fernando Pensa