When the birds
When the birds leave my body
I will lose the words
To enter my memory
When the wheat part my fingers
A landscape as old as the earth
Will rise
When the secret hides
Behind the trees
You will tell me I am cold
And the text will be swallowed up
By the archeology of the seas
There will be no more text
Only a botanic book
That will be opened
To write about the horizon
When the statues fall asleep
In my hands
When the flowers cover up the exile
Hastily
Then
Then
I will come back
Hanging on your youth
As a surprised traveller
I will plunge from the quays
Not understanding
The murmur of the sea
I – animal of the sands
I – clay, argil, seaweed
I will have seen nothing of the oceans
When the children on Good Friday
Will make the bouquets fly into pieces
When the sap flows over
The resin of the temples
When water mixed with earth
Starts howling
Like an indifferent city
Pompei will crowd the waiting rooms
And I will be carried away by old age
In the garden of stones.
Translation Sylvie DEVOS
POEMS OF I HAVE CLOSED MY HOUSES , EDITION BRUNO DOUCEY ,2021
Οταν τα πουλιά
Όταν τα πουλιά
θα έχουν εγκαταλείψει το σώμα μου
θα έχω χάσει τις λέξεις
για να εισχωρώ στην μνήμη
Όταν τα στάχυα
θα μισανοίγουν τα δάχτυλά μου
ένα τοπίο παλιό όσο κι η γη
θα υψώνεται
Όταν πίσω από τα δέντρα
το μυστικό θα σβήνεται
και θα μου πεις κρυώνω
η αρχαιολογία της θάλασσας
θα πνίγει στον βυθό της κάθε γραφή
κ’ότι έχει γραφτεί δεν θα υπάρχει
Μονάχα ενα βιβλίο βοτανικής
ανοιχτό
να γράφει τον ορίζοντα
Όταν τ’ αγάλματα
θα κοιμηθούν στα χέρια μου
όταν τα λουλούδια βιαστικά
θα σκεπάσουν πάλι την εξορία
Τότε
Τότε
Θα μπορέσω να γυρίσω πάλι
κρεμασμένη στην νιότη σου
Έκπληκτη ταξιδιώτισσα
θα πεταχτώ από τις προκυμαίες
Δίχως να έχω καταλάβει
τ΄ άρητα των κυμάτων βουητά
Εγώ, ζώο της άμμου της ερήμου
Εγώ λάσπη , πηλός και φύκια
Δεν θα έχω δει τίποτα απ’ τους ωκεανούς
Όταν τα παιδιά
Παρασκευή Μεγάλη
τις ανθοδέσμες θα σκορπούν
χίλια κομμάτια
Όταν θα κυλάει παχύρευστη
η ρύτινη των ναών
και το νερό ενωμένο με την γη
θα ουρλιάζει
Η Πομπηία αδιάφορη θα συσσωρεύει αίθουσες αναμονής
και ο γέρος χρόνος θα με φέρνει στον κήπο με τις πέτρες
This love
This love
Through the throat
This dog
Who eats
Stones on the marble
This word
alone
On the page
That doesnt not find
Its sentence
This man
Sitting awkwardly in the night
Who is wearing
poorly washed orchids
on his chest
who never stops crying
This sorrow
Dropped off at the station
This old women
Filled with earth
In her room
This poorly lit warden
In the painting
And those storms
That grow into your throat
But what does
the curve say to the path
and the pain to the ink
what does the immensity say
to the incomplete anatomy
of men
what does memory say to matter
what does the origin say to the layout
and the unregistered erasures
that pile up
that embrace
but what do archives say to memory
to sketches
to land register
this name
that crosses the pages
this love
that never stops
crying
Είναι αυτή η αγάπη
Κόμπος στον λαιμό
Είναι αυτός ο σκύλος
που τρώει
πέτρες στο μάρμαρο
Είναι αυτή η λέξη
ολομόναχη
μες στην σελίδα
που δεν βρίσκει την φράση της
Είναι αυτός ο άνθρωπος
άβολα καθισμένος μες στην νύχτα
που φοράει
βρώμικες ορχιδέες
στο στήθος του
κι αυτή η αγάπη
κόμπος στον λαιμό
που δεν σταματά
να ουρλιάζει
Είναι αυτή η θλίψη
αφημένη στον σταθμό
Είναι αυτή η γερόντισσα στο γεμάτο χώματα
σαλόνι της
ο φύλακας
πίσω απ’ το φως
μεσα στον πίνακα
και αυτές οι καταιγίδες
που φυτρώνουν
στον λαιμό σου
Μα τι λέει
η καμπύλη στο στενό
και ο πόνος στην μελάνη
τι λέει η απεραντοσύνη
στην ατελή ανατομία
των ανθρώπων
Τι λέει η ανάμνηση
στην ύλη και στην καταγωγή των σημαδιών
και οι διαγραφές
που δεν εγγράφηκαν
που στοιβάχτηκαν
που εγκλωβίστηκαν
Μα τι λένε τα αρχεία
στην μνήμη
και η απεικόνιση
στην γεωμετρική καταγραφή
Είναι ένα όνομα
που διασχίζει τις σελίδες
κι αυτή η αγάπη
που δεν σταματά
να ουρλιάζει