Anthem for nothing
At a neighborhood
of a Buenos Aires, of some Paris, of an Athens
At incredible cities, generous inventions
European placentas and some others
αn avenue was incarnated
Along its side a life dispersed, a place of dreams
There they hid the loot
There we protested for the obvious
Prepuces of first-borns spread controversy
They let insinuations that everything will happen differently
with flowers on the lapel and wide smiles
like those that the bill poster had promised
at starry nights, nights with dark made of friendly shadows,
inscriptions of emotions on ruined walls and prohibitions
An old Spring remained
obedient to the slits of the wells
Rusty drops, smoky tears
to be crushed on them
An old desolated of words mouth had remained
seeking of fused bodies,
underaged bodies, lost, still wondering
in search of their doom
along a boulevard
such wide that to search is in vain
such narrow that to live is in vain too
Ύμνος για το τίποτα
Σε μια συνοικία
ενός Μπουένος Άιρες, κάποιου Παρισιού, μιας Αθήνας
Σε πόλεις απίθανες, εφευρέσεις γενναιόδωρες
πλακούντες ευρωπαϊκούς και κάποιους άλλους
Ενσαρκώθηκε μία λεωφόρος
Κατά μήκος της απλώθηκε μία ζωή, ένας χώρος ονείρων
Εκεί έκρυβαν τα λάφυρα
Εκεί διαδηλώναμε για τ’ αυτονόητα
Πόσθες πρωτότοκων έσπειραν την αμφισβήτηση
Άφησαν υπαινιγμούς πως όλα θα συνέβαιναν αλλιώς
με λουλούδια στο πέτο και διάπλατα χαμόγελα
Σαν εκείνα που υποσχόταν ο αφισοκολλητής
τις έναστρες βραδιές, βραδιές με νύχτα φτιαγμένη από φιλικές σκιές,
αναγραφές συναισθημάτων σ’ ερειπωμένους τοίχους και απαγορεύσεις
Απέμεινε μια γερασμένη Άνοιξη
υπάκουη στις σχάρες των φρεατίων
Σταγόνες σκουριασμένες, δάκρυα καπνογόνα
να συνθλίβονται επάνω τους
Παρέμεινε ένα γέρικο, έρημο από λέξεις στόμα
να ψηλαφίζει συντηγμένα κορμιά,
κορμιά ανήλικα, χαμένα, να περιφέρονται ακόμη
ψάχνοντας να βρούνε τον χαμό τους
κατά μήκος μιας λεωφόρου
τόσο μεγάλης, ώστε να είναι μάταιο το ψάξιμο
τόσο μικρής, ώστε να είναι μάταιη η φυγή
Emigrating
He got a piece of bread from the newspaper
over there
pigeons drank from a puddle
some water that was left
He admired them
they washed each other
till their game took on the shape of a face
high in the air
He turned it over
only mud and small pieces of straw
fell into his handful
He put around him the newspaper with its materials
he built the house he dreamed of
When the swallows came
he pulled it aside
he was admired for his artwork
they made their new nests like his own
they gave birth
they flew
When he was left alone
he put some mud in the nostrils and ears
took the newspaper in his hands and sitting on the green bench,
he started to eat the house
to read
about some ones who had flown in the shape of a kite
and for others who inhabited the silence with names
A small sentence caught his eye
“house on rent due to absence”
With the rest of the mud closed his eyes and fell asleep
Αποδημώντας
Πήρε ένα κομμάτι ψωμί από την εφημερίδα
πιο κει
περιστέρια έπιναν από μια λακκούβα
το λίγο νερό που είχε μείνει
Τα θαύμαζε
το ένα έπλενε το άλλο
ώσπου το παιχνίδι τους έπαιρνε σχήμα προσώπου
ψηλά στον αέρα
Την αναποδογύρισε
μόνο λάσπη και μικρά κομμάτι από άχυρο
έπεσαν μέσα στη χούφτα
Άπλωσε την εφημερίδα και με τα υλικά της
έχτισε το σπίτι που ονειρευόταν
Όταν ήρθαν τα χελιδόνια
το τράβηξε λίγο πιο κει
τον θαύμαζαν για την τέχνη του
έφτιαξαν τις καινούργιες τους φωλιές σαν τη δική του
γέννησαν
πέταξαν
Όταν έμεινε μόνος
έβαλε λίγη λάσπη μέσα στα ρουθούνια και τα αυτιά
πήρε την εφημερίδα στα χέρια και καθισμένος στο πράσινο παγκάκι
άρχισε να τρώει το σπίτι
να διαβάζει
για κάποιους που είχαν πετάξει σε σχήμα χαρταετού
και για άλλους που κατοίκησαν με ονόματα τη σιωπή
μια μικρή πρόταση τράβηξε την προσοχή του
«ενοικιάζεται λόγω απουσίας»
Με την υπόλοιπη λάσπη έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε