Παρίσι, Στάδιο Μπατακλάν , 14.11.2015
Σε πάρκο, στο Μπουλβάρ Οσμάν,
τρώγαμε σπόρια σε παγκάκι με τον Θάνατο.
Πέρασε πρώην μέγας τραπεζίτης της Ευρώπης,
που τώρα συμβουλεύει Βενεζουέλα κι Αίγυπτο.
“Μπονζούρ, Ματιέ”, φώναξε ο Θάνατος.
Εκείνος όμως συνέχισε ευθυτενής.
Πέρασε ο μελαγχολικός δανδής από την κάβα
της λογοτεχνίας, ο ιχνηλάτης του χαμένου χρόνου.
“Μπονζούρ, Μαρσέλ”, είπε ο Θάνατος.
Αυτός προχώρησε σκυμμένος.
Στράφηκε ο Θάνατος σ’ εμένα.
“Πως κατακτούν αιωνιότητα οι συγγραφείς;”
Δεν ήξερα. Άνεμος μας παράσυρε
σαν μαδημένα φύλλα.
Ο Θάνατος σηκώθηκε, έλαβε μήνυμα
από το υπερπέραν των κοινωνιών.
“Βγήκε δουλειά για μένα”, είπε ανέκφραστος,
“στο Στάδιο, στο Μπατακλάν”.
Έφτυσε φλούδια από σπόρια μελλούμενων
θανάτων κι έφυγε.
Το φυλάκιο του τέλους
Κάθε ζωή, ωραίο κόσμημα,
κρύσταλλος που γεννήθηκε
υπέροχος στη μάνα γη.
Για πότε φτάνει στην ακμή της.
Για πότε κατεβαίνει την πλαγιά.
Για πότε στο φυλάκιο του τέλους.
Πόνος και ισχίο
“Ταίρι μου”, είπε ένας πόνος σε ισχίο
και το αγκάλιασε σφιχτά.
“Σε πέτρα να τα πεις αυτά, γελοίε”,
του ψιθύρισε εκείνο, αν και το
μούδιασμα ανέβαινε πατούσα,
γάμπα, πίσω και ξανά.
Casta Diva
Αγνή θεά της έμπνευσης, βοήθεια!
Με καταβάλλουν τα υγρά του χάους.
Άλλοτε ανάβλυζε αβίαστα από τον νου
η νυμφευμένη ύλη σε σωστή σειρά, οι λέξεις.
Η σκέψη
Οι γύρω γύροι γύριζαν, σουβλάκια
ψήνονταν σε πυρωμένη λαμαρίνα.
Παιδί έτρωγε με τα χέρια κουρκουμπίνια
και γέροι βέλαζαν στον Εθνικό μας Κήπο
ειρηνικά. Κομμουνισμοί και διάφοροι -ισμοί
ανέμιζαν πανό κάποιας “Eλευθερίας”
και νέοι έβαφαν σφυρά αρχαίων αγαλμάτων.
Φτάσαμε την Ελλάδα ώς το τέλος της.
Εφεύραν οι αρχαίοι μας τη σκέψη,
κι οι Νεοέλληνες την καταργήσαμε.
Errol Leslie Flynn
Ο Έρολ Φλiν στη φαντασία μας, μεγάλος εραστής.
Όμως η Χάβιλαντ δεν δέχτηκε πως είχανε ειδύλλιο
κι η Μπέτι Ντέιβις τον μπάτσισε
σε μια κακή στιγμή των γυρισμάτων.
Ο ίδιος ισχυρίστηκε απόγονος στασιαστών
του πλοίου Μπάουντι, μα ήταν Αυστραλός
και με στυγνούς κατάδικους προγόνους.
Σύναψε σχέση με μια πλύντρια,
που εργαζόταν στο σχολείο του, και βρέθηκε μαζί της
στην Αγγλία, από όπου πέρασε απέναντι,
κι ως όμορφος μάγεψε την Αμερική.
Έπαιξε «Δον Ζουάν», «Ρομπέν»,
και ήταν ασυγκράτητος ως «Αετός των θαλασσών».
Μόνο που ήταν αδιόρθωτος μπεκρής
και βουτηγμένος σε ναρκωτικές ουσίες.
Έπασχε από καρδιά, πέρασε φυματίωση κι ελονοσία,
και κάπως μες στα βάσανα πέθανε στα πενήντα του,
ο μέγας τάχα εραστής.
Αλλά κι εμείς, οι πιο πολλοί, είμαστε μες στα μυστικά,
δασάκια που σκεπάστηκαν το νυχτικό τους πέπλο.
Μες στα σκοτάδια του ασυνείδητου,
έχουμε βάζο με γλυκό, που όλο και κατεβαίνει
από τις κρύφιες επισκέψεις μας.
Επιβιώνουμε σε κόσμο απαθή, αδιάφορο κι ανάλγητο,
που τον θαυμάζουμε υπέροχα θρυμματισμένο.
Νύχτα ανυπόστατη
Στο Κάστρο Κρόνμποργκ της νήσου Ελσινόρης,
είδα το φάντασμα του βασιλιά, πατέρα του Άμλετ,
να σπρώχνει κάρβουνα σε ουράνια ψησταριά.
“Όσα τυχαίνουν στις ζωές μας, είναι δύσκολα”, του είπα.
“Να τα αντέχετε ”, απάντησε και χάθηκε στα σύννεφα.
Νύχτα βαθιά και ανυπόστατη, θα μας εξαφανίσεις όλους.