Yiorgos Christodoulides, CYPRUS
Inactive Human Material
Staple Foods
The Poems
Inactive Human Material
(Bigger with an – n)
for George Floyd
I’m tired of walking
tired of driving
explaining
talking or not talking
observing;
I instructed the Bedouins
to sow my seeds in Sub-Saharan Africa
and I sprouted bigger;
I asked the Aboriginals
to plant me in the tundras of Australia
and I sprang up eager;
I pleaded with little Muna Zayed from Yemen
to thrust me deep into the fine-grained soil
of her camp
and I grew meagre
yielding meagre fruit.
I want to go to a place forlorn
like the place behind the ear
a place forsaken
by both humans and dispersion
like the cavernous mouth of a hungry man;
I’m looking for a highland to bring back to me each morning
the hereditary blindness of my race
a small expanse of land where nothing will know me
and I shall have no memory of who I am
neither alive nor dead
only still
inactive
indifferent
impervious to tears and rain
watertight and impenetrable
I want to be
the passer by homes-on-wheels in Paris la ville lumière
pretending to see a normal dwelling
the curious man crossing through the tents
of freezing people under the massive bridges of New York
the man in a hurry
to do important things
the onlooker of the white cop
the cop spawned of the Ku Klux Klan
stomping on a black man’s throat to death
I want to be like you
Maria, Helen, Persephone, Myrto, Artemis
who walked right by me
carrying the load of my memories
who grazed against me as you went on
the other day on St Justinian street
containing me
your marrow filled to the brim with me
acting as though you didn’t remember me.
*
Αδρανές ανθρώπινο υλικό
του Τζορτζ Φλόιντ
Κουράστηκα να περπατώ
κουράστηκα να οδηγώ
να εξηγώ
να μιλώ ή να μην μιλώ
να παρατηρώ
έδωσα εντολή στους βεδουίνους
να με σπείρουν στην υποσαχάρια Αφρική
και βλάστησα στεγνός
ζήτησα από τους Αβορίγινες
να με φυτέψουν στις τούνδρες της Αυστραλίας
και ξεμύτησα μακρινός
παρακάλεσα τη μικρή Μούνα Ζαγιέτ από την Υεμένη
να με χώσει βαθιά στα λεπτόκοκκα χώματα
του καταυλισμού της
και ευδοκίμησα φτωχός
κι έβγαλα καρπούς φτωχούς.
Θέλω να πάω σ ένα μέρος ερημικό
όπως το πίσω τμήμα του αφτιού
ένα μέρος ξεχασμένο
από ανθρώπους και εξάπλωση
όπως το στόμα-σπήλαιο του νηστικού
ψάχνω ένα ισιοτόπι να μου επιστρέφει κάθε πρωί
την κληρονομική τυφλότητα του γένους μου
μια μικρή έκταση γης όπου τίποτα δεν θα με ξέρει
όπου δεν θα θυμούμαι ποιος είμαι
ούτε ζωντανός ούτε νεκρός
απλώς ακούνητος
αδρανής
αδιάφορος
αδιάβροχος σε δάκρυα και σε βροχές
στεγανός και αδιαπέραστος
θέλω να είμαι
ο πεζοπόρος από τα αυτοκίνητα-σπίτια του φεγγοβόλου Παρισιού
που προσποιείται ότι βλέπει κάτι φυσιολογικό
ο περίεργος που περνά μέσα από τις προσωρινές στρατοπεδεύσεις
ξεπαγιασμένων κάτω από μεγάλα γεφύρια της Νέας Υόρκης
αυτός που είναι βιαστικός
επειδή έχει να κάνει πράγματα σημαντικά
o θεατής του μπάτσου του λευκού
του μπάτσου-σπέρμα της Κου Κλουξ Κλαν
που ποδοπατάει μέχρι θανάτου έναν μαύρο στο λαιμό
θέλω να γίνω σαν εσένα
Μαρία, Ελένη, Περσεφόνη, Μυρτώ, Μηλιά, Άρτεμης
που διήλθες από δίπλα μου
φορτωμένη με όλες τις αναμνήσεις μου
που σχεδόν με άγγιξες περνώντας από δίπλα μου
τις προάλλες στην οδό Αγίου Ιουστινιανού
φορτωμένη με εμένα
γεμάτη με εμένα στα μεδούλια σου
κάνοντας πως δεν με θυμάσαι.
* * *
Staple Foods
I picked up two pieces of paper
one with the grocery list, the other with the poem
and thrust them into the same pocket
of my magic trousers.
They got tangled up.
The words switched places.
The “cheese” melted so close to the sun
and the “eggs” shuttered upon falling
from the bridges of the verses
“red wine” spilled forth into a thousand yet unopened holes.
I finally reached the supermarket.
I bought shadows at a bargain
and an unsold love affair left on the shelf;
a special opener
for memory cans
of recollections
with an expiry date.
The only misunderstanding
occurred with the rabbit.
“Utterly scared” said the poem,
and slaughtered I found it.
*
Είδη πρώτης ανάγκης
Πήρα δυο κομμάτια χαρτί
στη μια τα ψώνια, στην άλλη το ποίημα
τα έβαλα στην ίδια τσέπη
του μαγικού παντελονιού
μπλέχτηκαν μεταξύ τους
άλλαξαν θέσεις οι λέξεις
το «τυρί» έλιωσε τόσο κοντά στον ήλιο
και θρυμματίστηκαν τʼ «αυγά» πέφτοντας
από τα γεφύρια των στίχων
χύθηκε το «κόκκινο κρασί»
στις χίλιες οπές που ακόμα δεν είχαν ανοίξει.
Έφθασα τελικά στην υπεραγορά
σκιές αγόρασα σε τιμή ευκαιρίας
κι έναν έρωτα που έμενε απούλητος στα ράφια
ένα ανοιχτήρι ειδικό
για τις κονσέρβες μνήμης
που αναμνήσεις
με ημερομηνία λήξης διαθέτουν.
Η μοναδική παρεξήγηση
έγινε με το κουνέλι.
Στο ποίημα έγραφε «εντελώς φοβισμένο»
κι εγώ σφαγμένο το βρήκα
The Poet
Yiorgos Christodoulides, born in Moscow in 1968, raised in Larnaka, Cyprus. Holder of an MA in Journalism (Lomonosov University, Moscow). He works as a journalist in Nicosia. His debut work Enia: Ateleia, Nicosia, 1996 was awarded the State Prize for young writers. His second, Dream-Mill: Gavrielides, Athens, 2001 received the State Prize for poetry. He has published eight poetry collections. He is the co-editor of the Anthology of Cyprus Poetry 1960-2018, published by “Kima”, Athens, 2018. Christodoulides’ poetry was included in the Anthology of European Poetry “Grand Tour” (2019) moderated by the German Academy for Language and Literature.
*
Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης γεννήθηκε στη Μόσχα το 1968. Σπούδασε δημοσιογραφία στο πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας (ΜΑ in Journalism). Για την ποιητική του συλλογή, Ένια, (Εκδόσεις Ατέλεια, 1996) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη, ενώ για τη συλλογή Ονειτροτριβείο (Γαβριηλίδης, 2001), με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έχει εκδώσει 8 ποιητικές συλλογές ενώ επιμελήθηκε μαζί με τον Παναγιώτη Νικολαΐδη την ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ 1960-2018 (εκδόσεις «ΚΥΜΑ» 2018). Η ποίηση του έχει μεταφραστεί και εκδοθεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες ενώ συμπεριλήφθηκε σε μεγάλο αριθμό Ανθολογιών. To 2019, το ποίημα του “Είδη Πρώτης Ανάγκης”, συμπεριλήφθηκε στην Ανθολογία Ευρωπαϊκής Ποίησης ” Grand Tour” – Μάρτιος 2019. Έχει εκπροσωπήσει την Κύπρο σε δεκάδες ποιητικές εκδηλώσεις στο εξωτερικό.