Scroll Top

” ΕΦΥΓΕ ” Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ

 Γεννήθηκε το 1924 στη Φιλιππιάδα της Πρέβεζας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στην Αθήνα. Υπηρέτησε στη μέση και στην ανώτατη εκπαίδευση. Καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Ανέκαθεν υπήρξε ένας αξιόλογος αριστερός διανoούμενος, με ορισμένες παρεμβάσεις στα κοινά θέματα. [2]

Έχει λάβει βραβεύσεις από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία: Το 1987, το Α΄ Βραβείο κριτικής-δοκιμίου: Γιάννης Δάλλας «Ο ελληνισμός και η θεολογία του Καβάφη». Το 1999 του απονέμεται το κρατικό «Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας» για το σύνολο του έργου του. Επίσης έχει βραβευτεί με το Βραβείο δοκιμίου Ιδρύματος Π. Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών (2009) για το βιβλίο του “Σολωμός και Κάλβος”. Μετέχει στα πρώτα «Καβάφεια» της Αλεξάνδρειας, και προσκαλείται για διαλέξεις και παρουσίαση του έργου του σε Πανεπιστήμια εκτός Ελλάδας, όπου λειτουργούν Τμήματα Μεταβυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών (Μιλάνο, Κατάνια, Βενετία, Στρασβούργο, Βουδαπέστη, Μόσχα, Τυφλίδα, κλπ.) Η ποίησή του μεταφράστηκε αποσπασματικά σε ξένες γλώσσες (Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ρωσικά, Ιταλικά, Αλβανικά) και πληρέστερα ετοιμάζονται για έκδοση προσεχώς οι δύο τελευταίες συλλογές του στα Ισπανικά από την Isabel Garcia Gálvez και εκτενής επιλογή του ποιητικού έργου του στα Ιταλικά από τον Massimo Cazzulo.

Επίσης εξέδωσε σειρά συγκεντρωτικών μελετημάτων «H δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Βάρναλη» (1988) και «Κωνσταντίνος Θεοτόκης, κριτική σπουδή μιας πεζογραφικής πορείας», φιλολογικές εκδόσεις των πεζών του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (Κορφιάτικες Ιστορίες, Κατάδικος, Οι σκλάβοι στα δεσμά τους), των συνθετικών συλλογών του K. Βάρναλη («Σκλάβοι πολιορκημένοι», 1990 και «Tο φως που καίει», 2003) και των έργων του A. Κάλβου «Oι Ψαλμοί του Δαβίδ», (1981) «H Ιωνιάς», (1992) «Ωδαί», (1997). Δημοσίευσε ακόμη δύο συνθετικά κριτικά βιβλία γύρω από το θέμα της Ποιητικής (1994) και το θέμα του κλασικισμού του Κάλβου (1999), άλλα τέσσερα για την ποίηση του Καβάφη από τα οποία, τα σημαντικότερα είναι τα: «Καβάφης και ιστορία» (1974) και «Ο Καβάφης και η δεύτερη σοφιστική» (1984) και Σκαπτή ύλη. Από τα Σολωμικά μεταλλεία (2002). Τελευταίες σχετικές εκδόσεις μελετημάτων είναι τα: Σολωμός και Κάλβος. Δύο αντίζυγες ποιητικές (2009) και ολίγο θα τον ξαναγγίξω. Η στρατηγική του εργαστηρίου. Ύστερα Καβαφολογικά (2009). Αρκετά βιβλία δοκιμίων του που αναφέρονται σε θέματα και κείμενα της παλαιότερης, της μεσοπολεμικής και της μεταπολεμικής λογοτεχνίας «Εποπτείες A΄» (1954), «Υπερβατική Συντεχνία» (1958), «Πλάγιος λόγος» (1989), «Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης» (1997), «Ευρυγώνια» (2000), «Μανόλης Αναγνωστάκης-Ποίηση και ιδεολογία» (2000), «Συνεκδοχές» (2010) και «Σύμμεικτα» (2014).

Συστηματική υπήρξε η φιλολογική και μεταφραστική του ενασχόληση με την ποίηση των αρχαίων Λυρικών των αρχαϊκών αιώνων «Ελεγειακοί», «Ιαμβογράφοι», «Μελικοί», «Χορικολυρικοί», (1976-2007) και των Ελληνιστικών επιγραμμάτων, «Ελληνιστικός μικρόκοσμος», «Καλλίμαχος», «Ρουφίνος», «Πλάτωνος τα αποδιδόμενα επιγράμματα», (2008-2009).

Ο ΧΡΟΝΟΣ

τα πένθιμα εμβόλια

Ξημέρωνε μ’ ένα φως που γλιστρούσε σαν κρέπι κι άφηνε
ξέσκεπες οροφές και πλατείες
κι ύστερα μ’ ένα στρας ουράνιου τόξου που άστραφτε σαν να
δρεπάνιζε ως πέρα τον ορίζοντα
αρχίζοντας απ’ τον αυχένα της απέναντι πλαγιάς –
Το φως έπεφτε τώρα κάθετα στην πολιτεία και χαράζοντας
από ψηλά το δέρμα της
ο χρόνος βυρσοδέψης το άφηνε να πέφτει αθόρυβα στα πόδια
μας σε ραβδωτές λωρίδες

Τότε καθένας έσκυβε και παίρνοντας πειθήνια τη ζέβρα του
τη φόραγε κατάσαρκα σαν ισοβίτης

* * *

Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ

Εγώ δεν φοβάμαι τ’ αστέρια
είπ’ ο Λουκάς
να έν’ αστέρι που τ’ αγκάλιασα
χωρίς να καώ
ώρες το κοίταζα μες στα μάτια
και δεν τυφλώθηκα
μου άνοιξε τότε τα φυλλοκάρδια
και μπαίνοντας
είδα πλατείες και γαλάζιες στοές
και στο βάθος τους
προτομές από σπάνιους λίθους
και κρύσταλλα
Που οι δικές μας σκέφτηκα Που
εκεί κάτω
από πρόστυχα μέταλλα αστέρι μου
και χαλκεία
τ’ αστέρι γέλασε με τη σκέψη μου
κι ύστερα
άναψε μια λυχνία πολλών μεγαβάτ
ή τι λέω
έγινε κομήτης και με προβόδησε
ως εδώ
εδώ που τόσοι φίλοι ακροβολισμένοι
συνέχιζαν
ακόμη συνέχιζαν τη χαμένη μάχη
πετροβολώντας
τα δικά τους αδέσποτα αστέρια
και εκείνα
σφυρίζαν γύρω τους σαν εξωγήινοι
ή αστρίτες

* * *

ΤΑ ΜΑΤΙΑ-ΜΑΣΤΙΓΙΑ

Ήρθα κοντά σας από υπόγειες σήραγγες
όχι από κει που μάταια περιμένατε
τηλεγραφόξυλα του νόστου δρόμοι του θηράματος
κι ύστερα από τα γνώριμα διόδια
στη σήμανση της πόλης

Δεν ήρθα απ’ τα παλιά ιδεοδρόμια

Μην τα γυρεύετε με προβολείς με λέιζερ
με ανιχνευτές και κυνηγόσκυλα τα μάτια μου
τα ‘στειλα με άλλη αποστολή και ταξιδεύουν
δεν είν’ αυτά τα δυό πουλιά μέσα στ’ αγιάζι
αυτοί οι φάροι στην ομίχλη δύο πλεύσεων
είναι μαστίγια και μέρα νύχτα σας γυμνώνουν
σας μαστιγώνουν ως τα μύχια του ονείρου σας
βουΐζουν πίσω απ’ τις δημόσιες συνελεύσεις
από την κλίνη ως τους τριγμούς της εξουσίας σας
σας μαστιγώνουν σας γυμνώνουν σας πληγώνουν

Δεν είναι φώτα και φτερά είναι μαστίγια

Κι εσείς παχύδερμα που δεν διαμαρτύρεσθε
μαζοχιστές και δεν τ’ ομολογείτε