Scroll Top

Οι δύο νέοι – Μια μικρή ιστορία του Σπύρου Αραβανή

 Στον Ε. Φ. και το κορίτσι του

Στο παρκάκι κοντά στο σπίτι του έβλεπε συχνά ερωτευμένα ζευγαράκια νέων, άλλοτε να βαδίζουν αγκαλιασμένα και άλλοτε να κάθονται στα παγκάκια με μπλεγμένα τα μέλη τους. Ακόμα και όταν ήταν μόνο δύο τέτοιοι νέοι σε ολόκληρο το πάρκο, θαρρείς και ήταν τόσο γεμάτο από ανθρώπους που δεν μπορούσες να πάρεις ανάσα. Σαν να πάταγες πόδια, να στριμωχνόσουν για να περάσεις, να μύριζες σώματα, να ασφυκτιούσες.

Εκείνο το απόγευμα είδε και πάλι δύο τέτοιους νέους με «αλληλοδεμένα» τα σώματα. Τους χαζοκοίταξε λαχταρώντας λίγο από τις τρυφερές τους διαψεύσεις περί αιωνιότητας. Ζούσαν ήδη την αιωνιότητα, της έβγαζαν τη γλώσσα, πώς το λένε;

Θυμήθηκε τότε ότι κάποτε, τον καιρό της μεγάλης πανδημίας, που είχε απαγορεύσει τις κοντινές επαφές των ανθρώπων, είχε ακούσει μιαν ιστορία για ένα αγόρι και ένα κορίτσι που συναντιόντουσαν και καθόντουσαν σε ένα παγάκι διατηρώντας μεταξύ τους μεγάλη απόσταση.

Ανάμεσά τους τα θεριά, ο κίνδυνος και ο φόβος και μέσα τους ένα μεγαλύτερο θεριό, η ανάγκη για άγγιγμα και φιλί. Κι αν στα επισκεπτήρια των φυλακισμένων μεσολαβεί ένα λεπτό τζάμι που χωρίζει τους εραστές, φιλώντας και από τις δυο πλευρές του, αγγίζοντας και τις δυο πλευρές του, αυτές ζεσταίνονται έστω και λίγο, και έτσι διαπερνά η θέρμη και φτάνει στα διψασμένα στόματα και σώματα.

Οι δυο νέοι όμως κάθονταν με ακρωτηριασμένα τα χέρια, πνίγοντας τις ανάσες τους και μασώντας τα φιλιά τους τόσο δυνατά με κίνδυνο να σπάσουν όλα τα δόντια τους. Τα μάτια τους είχαν βγει από τις κόγχες τους όσο γινόταν περισσότερο για να βρεθούν πιο κοντά, τα πόδια τους που είχαν ριζώσει στη γη, τράνταζαν το έδαφος από την προσπάθεια διαφυγής τους και οι καρδιές τους ξέσκιζαν τα ρούχα ώστε να εκτιναχθούν στον αέρα και να ξανασυναντηθούν.

«Κάπως έτσι θα είναι η τελευταία στιγμή αυτού του κόσμου» σκέφτηκε. «Δυο νέοι ερωτευμένοι, σε απόσταση, να αποσυντίθενται και μαζί τους όλος ο πλανήτης να καταρρέει μην αντέχοντας τον λυσιμελή πόθο τους».

«Ανόητε!» τού φώναξαν ταυτόχρονα οι δύο νέοι της ιστορίας διαβάζοντας τις σκέψεις του.

«Δεν είπαμε πως εμείς βγάζουμε τη γλώσσα στην αιωνιότητα; Ακόμα κι όταν ο πλανήτης εξαφανιστεί, εμείς θα παλέψουμε για να σμίξουμε στο άπειρο. Και θα τα καταφέρουμε!».

Και η ιστορία συνέχιζε με την καταστροφή του πλανήτη και τη δημιουργία ενός νέου έπειτα από πολλούς αιώνες.

Έτσι όταν ξημέρωσε στον νέο Παράδεισο, υπήρχε μια διάχυτη αγωνία στην ατμόσφαιρα. Εμπειρία από άλλη ζωή δεν υφίστατο –κι ας υπήρχε- μονάχα υποσχέσεις από τον Θεό για τις μέρες που θα έρθουν στον ευλογημένο, όπως τον ονόμαζε, τόπο. Αυτές όμως δεν ήταν αρκετές να πείσουν τον καινούριο Αδάμ και την καινούρια Εύα για την αξία του μέρους όπου διήγαγαν το βίο τους και κυρίως την αξία της σχέσης τους. Η έλλειψη σύγκρισης τούς πίεζε ασφυκτικά. Συνεπώς το ερώτημα «τι είναι ευτυχία;» έμενε αναπάντητο. Κάποια μέρα αποφάσισαν να ρωτήσουν ευθέως τον Θεό:

«Μεγαλοδύναμε, πώς μπορούμε να κρίνουμε ότι είμαστε ευτυχισμένοι, αφού δεν γνωρίζουμε τι εστί δυστυχία ή ακόμα έστω το πώς είναι μια άλλη ευτυχία;».

-«Βλέπετε ψηλά εκείνα τα δυο αστέρια που μοιάζουν να στέκονται αγκαλιασμένα;» τούς απάντησε Αυτός.

-«Τα βλέπουμε».

«Απέχουν χιλιάδες έτη φωτός μεταξύ τους και αυτή είναι «η δυστυχία». Όμως κοιτώντας τα εμείς από εδώ τα βλέπουμε αγκαλιά. Σωστά;»

-«Σωστά».

-«Τα δύο αυτά ουράνια σώματα κατάφεραν έστω και έτσι να σμίξουν και ξέρετε γιατί; Γιατί κανένα χάος δεν είναι αρκετό να σταματήσει την επιθυμία. Αυτό είναι, λοιπόν, «η ευτυχία» που αναζητάτε».

Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, αλλά δεν είδε πουθενά αυτά τα αστέρια. Είχαν ξαναγυρίσει απέναντί του στο παγκάκι.