Scroll Top

Ο ποιητής είναι παίκτης ελεύθερος – Του Γιάννη Στρούμπα

 Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του ποιητή στην κοινωνία;

Ο ποιητής είναι παίκτης ελεύθερος, εξού και ελεύθερη η θέση του. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είναι προσωπικά. Ασφαλώς ορίζονται και από τις ανάγκες της εποχής του και της κοινωνίας του, αλλά μόνο εν μέρει. Η αποδοχή ιδιαίτερης θέσης για τον ποιητή συνήθως προσβλέπει σε έναν ορισμένο τρόπο κοινωνικής δραστηριοποίησης. Κατά καιρούς οι ποιητές έχουν εκφράσει με το έργο τους συλλογικά οράματα. Όταν αυτό συμβαίνει, ο ποιητής μοιάζει πράγματι με τον πρωτεργάτη που θα λειτουργήσει αφυπνιστικά κι εμψυχωτικά. Ο αφυπνιστικός κι εμψυχωτικός ρόλος, ωστόσο, ενεργοποιείται ακόμη κι όταν απουσιάζουν τα «ηρωικά» περιβάλλοντα, ακόμη κι όταν ο ποιητής απευθύνεται σε μονάδες. Με το έργο του μπορεί να λυτρώσει, παρέχοντας στα ποιητικά ακροατήρια την κάθαρση, την ανακούφιση που απορρέει από τους στοχασμούς και τους τρόπους του.
Κατά συνέπεια, εποχές οι οποίες προσφέρουν στις κοινωνίες τους συνθήκες ειρήνης (υπαρξιακής, διακρατικής, πολιτειακής, εργασιακής κ.ο.κ.) επιφυλάσσουν και στους ποιητές τους έναν ρόλο «κατευνασμένο», λιγότερο κοινωνικά μαχητικό, επικεντρωμένο στο αισθητικό σκέλος της λογοτεχνικής παραγωγής. Ενδεχομένως να μη γινόταν λόγος για ποιητικές γενιές του «ιδιωτικού οράματος», εάν οι πολιτικοοικονομικές συνθήκες δεν παρείχαν στον κοινωνικό περίγυρο το αίσθημα ότι μεταβαίνει από μία περιπέτεια σε μία ομαλότερη περίοδο προσωπικού και συλλογικού βίου, η οποία υπόσχεται περαιτέρω σταθεροποίηση και συνθήκες προόδου κι ανάπτυξης. Το ότι όμως ο ποιητής στα αντίστοιχα περιβάλλοντα δεν «κραυγάζει», δεν σημαίνει κι ότι αναχωρεί από τα εγκόσμια.
Μιλώντας, επομένως, για τη θέση του ποιητή στην κοινωνία, είμαστε υποχρεωμένοι να θυμόμαστε ότι η κοινωνία διαφοροποιείται από εποχή σε εποχή κι από τόπο σε τόπο, ότι οι ανάγκες και οι προτεραιότητές της δεν είναι στατικές και ότι ο ποιητής δεν συνιστά περσόνα απαράλλαχτη ούτε καθέτως, στο πέρασμα των εποχών, ούτε οριζοντίως, εντός του περιβάλλοντός του. Η εποχή ενδέχεται να κινητοποιήσει τον ποιητή προς εκδηλώσεις κοινωνικής δράσης, ενδέχεται όμως και να μην τον συγκινεί το παρόν του εκ πεποιθήσεως, ακόμη κι αν αυτό ορίζεται από δυσχέρειες που θα ευνοούσαν την έκφραση συλλογικότητας, μαχητικότητας, επαναστατικότητας. Ποιητής περιχαρακωμένος σε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σημαίνει, εντέλει, τη δόμηση μιας φυσιογνωμίας μερικής, η οποία ωστόσο επιχειρεί να καπελώσει αυθαίρετα το σύνολο του ποιητικού κόσμου, προσποιούμενη τον κανόνα. Η φυσιογνωμία αυτή δεν εξυπηρετεί ίσως τίποτα πέραν από την ανάγκη σατιρικών καλλιτεχνών να αποδώσουν με όρους καρικατούρας τη φυσιογνωμία του ποιητή: τραγιάσκα, πίπα, κασκόλ.

 

 Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτής του κορονοϊού, έχει ιδιαίτερο ρόλο η ποίηση;

Η ποίηση μπορεί να αποκτήσει ρόλο σε κάθε εποχή, και όντως τον αποκτά. Ζητούμενο είναι ίσως το εύρος επίδρασης των παρεμβάσεών της – αν και πολλούς ποιητές το εύρος αυτό επίσης δεν τους απασχολεί, καθώς εμφορούνται από την αντίληψη της αποκλειστικά αισθητικής λειτουργίας της τέχνης. Μεγαλόπνοες ποιητικές συνθέσεις, σχετιζόμενες για παράδειγμα με την Ελληνική Επανάσταση ή το Έπος του ’40, άγγιξαν στο παρελθόν ευρέα ακροατήρια. Στο ίδιο πλαίσιο, θα μπορούσε η ποίηση να δημιουργεί, εμπνεόμενη από την πανδημία του κορονοϊού. Μόλις πρόσφατα, εξάλλου, παρατηρήθηκαν ποιητικές παρεμβάσεις να απορρέουν από την οικονομική κρίση και να εκδηλώνονται μάλιστα μέσα από συλλογικές προσπάθειες ομάδων ποιητών (ανθολογίες για την οικονομική κρίση, μαραθώνιοι απαγγελιών σε  ποιητικές βραδιές για την κρίση κ.ο.κ.).
Οι συγκεκριμένες δραστηριοποιήσεις, λοιπόν, θα επικύρωναν την ιδιαιτερότητα του ρόλου της ποίησης; Από μόνες τους, όχι. Τα αντίστοιχα εγχειρήματα αντιμετωπίζουν άλλωστε τις εγγενείς τους δυσκολίες, καθώς η απουσία ενός ποιητή από συνταρακτικές εξελίξεις στον περιβάλλοντα κοινωνικό του χώρο επισύρει εις βάρος του τις κατηγορίες του εγωιστή, του ελιτιστή, του κοινωνικά ανάλγητου, ενώ η παρουσία του σε αυτές, άλλες φορές, είναι στανική, επιβεβλημένη ακριβώς από την ανάγκη της δόμησης ενός κοινωνικά ευαίσθητου προφίλ, κι εκβάλλει συχνά σε λασπωμένα ποιήματα, πνιγμένα στην προσποίηση, τον βαρύ τους γδούπο και την αμηχανία τους. Το αν θα κατορθώσει, επομένως, η ποίηση να αντεπεξέλθει στο στοίχημα της κοινωνικής της παρέμβασης δεν σχετίζεται μόνο με την υλοποίηση των αγαθών της προθέσεων για τη συμμετοχή της στα κοινωνικά δρώμενα· σχετίζεται, πρωτίστως και πάνω από κάθε αγαθή πρόθεση, με την καλλιτεχνική γνησιότητα και αξία του παραγόμενου καλλιτεχνήματος.
Εφόσον, όμως, η καλλιτεχνική γνησιότητα και το υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα επιτευχθούν, η διάχυση των ποιητικών παρεμβάσεων σ’ ένα ευρύ ακροατήριο θα επισυμβεί αυτομάτως; Η εικόνα της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής ενέχει μια αντιφατικότητα. Αφενός μέσα από το πλήθος των ποιητικών βιβλίων ξεχωρίζουν πολλά, τα οποία υποχρεώνουν την κριτική να επαναλαμβάνει το σχόλιο για την υψηλή ποιότητα της σύγχρονης ποίησης· αφετέρου η διεισδυτικότητα αυτής στο αναγνωστικό κοινό είναι τόσο περιορισμένη, ώστε να προκαλείται η αμφισβήτησή της. Ο απορρέων προβληματισμός ανατροφοδοτεί διαρκώς τη συζήτηση για τον ρόλο της ποίησης. Στην πραγματικότητα, καμία τέχνη σήμερα –ούτε η μουσική, ούτε η ζωγραφική, ούτε το θέατρο, ούτε καν ο λαοφιλέστερος κινηματογράφος– δεν έχει πετύχει μία μαζική διείσδυση, η οποία θα προσέδιδε στην ίδια έναν ηγεμονικό κοινωνικό ρόλο. Το παραγόμενο έργο υπάρχει, μαζί με τις κορυφώσεις του. Για την αδυναμία του να επικοινωνήσει και να εμπνεύσει μαζικά απευθύνονται κατηγορίες στους «αυτιστικούς» καλλιτέχνες και στο «υλιστικό» κοινό. Ίσως όμως η αδυναμία μιας μαζικότερης διάχυσης των αφυπνιστικών τεχνών στον κοινωνικό ιστό να οφείλεται περισσότερο από καθετί άλλο στο σύγχρονο έλλειμμα δημοκρατίας, καθώς οι φωνές της εγρήγορσης φιμώνονται συνειδητά και στοχευμένα από τα μεγάλα συστημικά μέσα μαζικής επικοινωνίας.

* Ο Γιάννης Στρούμπας (1973) είναι φιλόλογος. Κατάγεται από την Κομοτηνή, όπου και διαμένει μόνιμα. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, δύο τόμους δοκιμίων, μία ανθολογία. Συνεργασίες του φιλοξενούνται σε λογοτεχνικά περιοδικά. Υπό έκδοση βρίσκονται (άνοιξη 2020) δύο βιβλία του για τον Αργύρη Χιόνη (μελέτη και ανθολογία).