Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του πεζογράφου στην κοινωνία;
Δεν υπάρχουν κατά τη γνώμη μου κανόνες που να ορίζουν τη συγγραφική πράξη, κανόνες που να επιβάλλουν ή να προτείνουν μια συγκεκριμένη στάση ή θέση του πεζογράφου απέναντι στην κοινωνία. Ειδικά δε όταν οι κοινωνικές συνθήκες είναι τόσο ακραίες, όσο οι σημερινές.
Επειδή, ωστόσο, δεν θέλω να καταφύγω σε γενικεύσεις, θα μιλήσω για τη δική μου προσωπική εμπειρία. Σερφάροντας τις προάλλες στο διαδίκτυο, σε μια μάταιη προσπάθεια να διαχειριστώ τη θλίψη μου, έπεσα πάνω στο τεύχος του Απριλίου του DownTown. Διάβασα ότι «14 Έλληνες συγγραφείς που εμπνέονται από την επικαιρότητα γράφουν τις πιο πρωτότυπες ιστορίες» και δεν το κρύβω ότι ένιωσα ένα μικρό τσίμπημα ζήλειας. Εάν μου ζητούσαν να γράψω ένα διήγημα που να αφορά τα όσα θλιβερά συμβαίνουν στην σημερινή κοινωνία, τι θα έγραφα; Πώς θα αξιοποιούσα μια πραγματικότητα που κραυγάζει, χωρίς κραυγαλέες αφηγηματικές επιλογές; Πώς θα απέφευγα το ενδεχόμενο να απεικονίσω το σκηνικό μιας κοινωνίας σε κρίση χωρίς τη διαμεσολάβηση του αισθητικού βιώματος, κάτι που κάνει ούτως ή άλλως ένας δημοσιογράφος;
Άρχισα να σκέφτομαι διάφορες λύσεις. Να γράψω ένα αυτοβιογραφικό διήγημα στο οποίο θα αξιοποιώ την εμπειρία του εγκλεισμού. Τι το ιδιαίτερο όμως θα είχα να πω, όταν εκατομμύρια άνθρωποι ζουν στην ίδια συνθήκη με εμένα, ίσως και σε ακόμη χειρότερη; Θα μπορέσω να αποφύγω την αισθηματολογία; Μήπως να γράψω μια δυστοπική ιστορία, στην οποία ο κορωνοϊός αρχίζει να μεταδίδεται μέσω διαδικτύου, σε μια εποχή που το διαδίκτυο θεωρείται από πολλούς η σωτήρια λύση; Απορρίπτω αμέσως την ιδέα, σκεπτόμενη ότι αν είναι να αξιοποιήσω λογοτεχνικά το ζοφερό παρόν, ας διατηρήσω τουλάχιστον την πίστη μου στη ζωή.
Δεν βρίσκω καμία ιδέα που να έρθει να με σώσει από το αδιέξοδο. Καταλήγω ότι δεν μπορώ να γράψω εν θερμώ, κάτι που, ωστόσο, έχουν κάνει με πολλή επιτυχία γνωστοί συγγραφείς. Το καλύτερο που έχω να κάνω, λοιπόν, αν είναι να κατασκευάσω με το ζόρι μια ιστορία, που να αφορά αυτό τον επώδυνο εφιάλτη, είναι να σιωπήσω. Ίσως τελικά να είναι και η σιωπή μια θέση που μπορεί να πάρει ένας πεζογράφος απέναντι στην κοινωνία.
Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή του κορωνοϊού, έχει ιδιαίτερο ρόλο η πεζογραφία;
Θεωρώ ότι αυτή την περίοδο έχουμε ανάγκη από μια πεζογραφία που να βρίσκεται «σε διαρκή αντιπαράθεση με τον θάνατο», όπως έλεγε ο Octavio Paz.
Ιστορίες παραμυθητικές που να μας χαϊδεύουν με τα ακροδάκτυλά τους το πρόσωπο. Ιστορίες πρόθυμες να απαλύνουν τον ψυχικό μας πόνο μέσα από θαυμαστά όνειρα, ιστορίες έτοιμες να διασκεδάσουν τις αγωνίες μας και να μας δώσουν λυτρωτικές υποσχέσεις. Να, σαν τις ιαματικές «Αφύσικες ιστορίες» του Αργύρη Χιόνη, στις οποίες όλοι μπορούμε να έχουμε «ένα ρόλο σ’ αυτό το όνειρο που λέγεται ζωή». Όπως η «αγνοημένη» παπαρούνα που φύτρωσε ανάμεσα στις πλάκες ενός πεζοδρομίου και που «κανένας δεν την πάτησε, λες κι είχε σηκωθεί τριγύρω της αόρατο περίφραγμα, για να την προστατέψει απ΄ όλες αυτές τις στρατιές πελμάτων που την απειλούσαν με ισοπέδωση κι έτσι να συνεχίσει να υπάρχει η ομορφιά στη μέση της ασχήμιας.»
Και αν μερικοί αισθανόμαστε, όπως πρόσφατα έγραψε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, ότι «κανένα είδος λογοτεχνίας δεν μπορεί να προσφέρει φάρμακα για την αντιμετώπιση μιας πραγματικότητας όπως η σημερινή», υπάρχει πάντα ο Μπόρχες για να «μάς υπενθυμίζει πως ανάμεσα σε εκείνα που είναι κάποτε σε θέση να κάνει η λογοτεχνία συγκαταλέγεται και η επιδίωξη του αδύνατου και του ανεύρετου». Γιατί να μην τον πιστέψουμε;
* Η Δήμητρα Λουκά γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1970. Είναι φιλόλογος. Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί στα ηλεκτρονικά περιοδικά Ο Αναγνώστης, Bookpress, Φρέαρ, Fractal, Διάστιχο και στο Διάσελο. Συμμετείχε στη συλλογική έκδοση διηγημάτων με τον τίτλο «Το μυστικό» (επιμ. Αμάντα Μιχαλοπούλου, Καστανιώτης, 2018). Από τις εκδόσεις Κίχλη κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων της Κόμπο τον Κόμπο.