Με ρωτάς ποια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της θέσης του ποιητή στην κοινωνία.
Η θέση, έχει σχέση όχι μόνο με τον χώρο, αποτελώντας καρτεσιανή συντεταγμένη αυτού, αλλά, ως χρονικά μεταβαλλόμενο διάνυσμα, και με τον χρόνο, ήτοι πίσω από τη λέξη «θέση» κρύβεται μία συνάρτηση με χωρικές και χρονικές παραμέτρους. Το γενικευμένο γλωσσικό ολοκλήρωμα της εκάστοτε έμπνευσης, από το πλην άπειρο ως το συν άπειρο, είναι αυτό που ως άλλος μαθηματικός ο ποιητής, διατυπώνει με λέξεις ως ποίημα.Η θέση του δεν είναι μονοσήμαντη ούτε στατική.
Η ιδιότητα ποιητής, στην κοινή αντίληψη κινείται από τον χλευασμό ως τον θαυμασμό, οι τίτλοι δε που του προσάπτονται, είναι από απαξιωτικοί ως άκρως τιμητικοί. Τον πραγματικό ποιητή όμως, δεν τον απασχολεί η «θέση του στην» αλλά η «σχέση του με» την κοινωνία, η οποία είναι ολιστική. Δεν είναι μόνο ο υδραυλικός που φροντίζει να υπάρχει τρεχούμενο νερό για την ξαφνική δίψα της ψυχής και παράλληλα να λειτουργεί το αποχετευτικό σύστημα, για τα απόνερα από της κάθαρσης το μπάνιο ή τα οξέα, από την καυστικότητα των δακρύων. Είναι και η πηγή του φρέσκου νερού, γινωμένου από τη βροχή της έμπνευσης σταγόνα σταγόνα, που ρέει από τα έγκατα του είναι του, φιλτραρισμένου μέσα από τα ασύνειδα πετρώματα του γεωλογικού-γλωσσικού του υποβάθρου, ως του βιβλίου τον ταμιευτήρα.
Σάμπως δεν γίνεται γιατρός, που ανάλογα με την ιδιαιτερότητα του κάθε αναγνώστη, θα εντοπίσει την παθογένεια, θα απολυμάνει την πληγή, θα περάσει ράμματα, θα κάνει ένεση με αναλγητικό, θα επιθέσει βότανα, θα θεραπεύσει με λέξεις –ως άλλος σαμάνος–, ή θα αγγίξει με το νυστέρι; Ποιας πληγής; Της κρυφής, εντός. Μήγαρις δεν γίνεται αγρότης, οργώνοντας τα χέρσα χωράφια της ύπαρξης, με υνί άλλοτε μολυβένιο άλλοτε πληκτρολογιακό, σπέρνοντας λέξεις με τη δική του αρμονική αλληλουχία, ποτίζοντάς τες με το αίμα του, αφήνοντας το φύτρωμα, στα χέρια που κρατάνε το βιβλίο;
Ο ποιητής
γίνεται μάνα
γι αυτόν που κρατάει το καντήλι της μάνας του αναμμένο
πατέρας για τον «άσωτο υιό»
σύντροφος για τον απατημένο
ξεναγός για ταξίδι ανεπανάληπτο
μνήμης επικαλεστής
θυμικού τυμπανοκρούστης
δακρύων εκλυστής.
Τα μόνο βέβαιο χαρακτηριστικό της θέσης του είναι ότι δεν έχει συγκεκριμένη θέση, κινούμενος αενάως εντός της κοινωνίας και υπάρχοντας μέσα σε κάθε τι. Ο ποιητής ίπταται πάνω από κάθε είδους χαρακτηριστικά: ηλικίας, φύλου, καταγωγής, τάξης, επαγγέλματος, εργασίας, θρησκείας, υγείας, κλπ. Σε σχέση με τον προσδιορισμό «ιδιαίτερα», είναι μία ιδιαιτερότητα ο ίδιος. Παρόλο που συχνά ως άτομο είναι ακοινώνητο και οι μόνες του συναναστροφές είναι η μοναξιά, οι λέξεις και ο πόνος, αυτός είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας. Χωρίς αυτόν, εκείνη θα ήτανε λειψή, γιατί,
(α) όχι μόνο ετυμολογείται από το «κοινός», με κοινό τόπο των μελών της τη συμπόρευση, τη γλώσσα, τον πόνο, τη χαρά, την αγάπη, την επιβίωση, τον γήινο χρόνο, …, τον θάνατο, όλα βασικά συστατικά της ποιητικής, αλλά και
(β) έχει ανάγκη την υπέρβαση αυτού που μπορεί να ανάγει τη γλώσσα από επι-κοινωνίας μέσο, σε τέχνης κοινωνία-μεταλαβιά.
Ο ποιητής, διαθέτει μία επιπλέον αίσθηση. Βλέπει αλλιώς τα πράγματα, βλέπει πίσω και μπροστά από τα πράγματα και τα μη πράγματα, ενώ συχνά δεν είναι στην εδώ νομιζόμενη ως πραγματικότητα. Φαίνεται ότι δεν τον απασχολεί τίποτε, ενώ τον απασχολούν διαρκώς όλα. Στo απλανές του βλέμμα, στη σιωπή του, στην αφηρημάδα του, στη συστολή ή στο παραλήρημά του, εκτυλίσσονται διαδραστικά οι αλληλεπιδράσεις των ενεργειών ενός αόρατου σύμπαντος.
Ίσως λοιπόν η θέση του να είναι «ακαταλαβίστικη» και γι αυτό διαρκώς παρεξηγημένη.
Σε περιόδους κρίσης, ατομικής, συλλογικής ως και παγκόσμιας, όπως τώρα με την εισβολή του κορωναϊού, ο ρόλος της ποίησης αναδεικνύεται και περνά από τον λιθοβολισμό στην εξέδρα, από την αφάνεια στην οθόνη. Γιατί;
Ότι είναι το πρωτόγαλα για το νεογέννητο, ότι το αλάτι για τη θάλασσα, το όνειρο για τη νύχτα, ο ήλιος για τη φωτοσύνθεση, ότι ο οργασμός για τον έρωτα, είναι η ποίηση για τον άνθρωπο.
Πάντα σε κάποιο ποίημα παλιότερου ή σύγχρονου ποιητή, σε κάποιο βιβλίο, στο χάος του διαδικτύου, θα βρίσκεται αυτό το ανεξήγητο της ποίησης θαύμα, αυτή η απρόσμενη δυναμική κάποιου στίχου που θα περάσει μέσα από τους νευροδιαβιβαστές, θα προκαλέσει εκρήξεις εσωτερικές και θα σε βοηθήσει να έρθεις στο κέντρο σου. Θα γίνει η ποδιά της μάνας να φωλιάσεις, οι μυρωδιές από τα πασχαλινά της κουλουράκια, το χάρτινο καραβάκι που σου είχε φτιάξει ο πατέρας, ο ώμος της Κατερίνας για να κλάψεις, η καυτή υγρασία από το πρώτο φιλί του μεγάλου σου έρωτα, το γυμνό της σώμα αφημένο στα χέρια σου, τα στάχυα των μαλλιών της, …
Τι ζητάς σε μια κρίση, και μάλιστα θανατηφόρα όπως η σημερινή; Καταφύγιο, ασφάλεια, ελπίδα, παρηγοριά. Φάρμακα, μέτρα προστασίας, αντίδοτα. Όνειρα, κουράγιο, αγάπη. Αυτογνωσία, αλήθεια, φως.
Αυτά, μόνο τα χέρια της Ποίησης –στα οποία κανένας βλαβερός ιός δεν επιβιώνει–, μεγαλόκαρδα και δωρεάν σε όλους τα προσφέρουν. Μόνο εκείνα είναι σε θ έ σ η πάντοτε να αγκαλιάζουν. Αυτή η αγκαλιά, σαν του γονιού, είναι πάντοτε ανοιχτή.
Εκεί, ξαναβρίσκεις τον άνθρωπο μέσα σου.
* Ο Γιώργος Ρούσκας γεννήθηκε το 1962 στην Αττική. Απόφοιτος της Βαρβακείου Προτύπου Σχολής και στη συνέχεια της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του Ε. Μ. Πολυτεχνείου. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, δύο βιβλία κριτικής λογοτεχνίας, ένα θεατρικό, ένα απάνθισμα, και έχει συμμετάσχει σε συλλογικά έργα ποίησης. Έχει πραγματοποιήσει δύο ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής και μία ατομική έκθεση κεραμικής. Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα, δοκίμια, άρθρα και κριτικές αναγνώσεις λογοτεχνίας σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.