Διαβάζοντας, και παρακολουθώντας κατόπιν ως μαγνητοσκοπημένη εκπομπή στο τηλεοπτικό δίκτυο Al Jazeera, τον διάλογο μεταξύ του σπουδαίου, κατ’ εμέ, σκηνοθέτη Κεν Λόουτς (Ken Loach) και του νεότερου Γάλλου συγγραφέα Εντουάρ Λουί (Edouard Louis) γίνεται αντιληπτή η ποιότητα μιας επικοινωνίας ζηλευτής, επιζητούμενης, ωφέλιμης.
Το βιβλίο αποτελεί όαση αναγνωστική για όλους όσοι επιθυμούν να εστιάζουν στην πνευματική δημιουργία, στην πολιτισμική ανάταση, στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, όπου, όπως κι αν διατυπωθεί αυτή η εστίαση, κοινός παρονομαστής παραμένει η αγωνία της αποτύπωσης της ανθρώπινης κατάστασης μέσα από τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, τις εικαστικές τέχνες.
Αυτός ο παρονομαστής -σημειώνουν νοηματοδοτημένα μέσα από τις απολαυστικές αποστροφές τους οι δύο διαλογιζόμενοι- επηρεάζεται και ανακατευθύνεται διά των κοινωνικών διαστρωματώσεων, των πολιτικών διπόλων κι εν γένει της συγκρουσιακής συνθήκης που επιβάλλει η λανθάνουσα ιστορική γραμμή των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα (και εδώ ως «λανθάνουσα» η χρήση της μνήμης και οι επιλογές της ανθρωπότητας μετά τους δύο μεγάλους Πολέμους, το άνυσμα που μπορεί να φθάσει τόσο η αφήγηση του παρόντος με όρους καθοδήγησης και εξορθολογισμού των «ισμών» όσο και η στοιχειοθέτηση ενός ορίζοντα προσδοκιών για τις κοινωνίες και τους πυλώνες εξουσίας).
Ο Λόουτς φέρει στον στοχασμό του τις κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις των περασμένων δεκαετιών, διακατέχεται από τον πνέοντα αριστερισμό που η γενιά του περιγραμματοποιεί ακόμη. Είναι η «ώριμη» ψυχραιμία που έχει φωνή και ακούγεται (μέσα από την παρακαταθήκη των ταινιών του). Ο Λουί πραγματεύεται τον προσδιορισμό του άμεσου μέλλοντος με τη φρόνηση ότι η σκέψη του μπορεί να συνεισφέρει σε μια νέα διαμόρφωση του κόσμου, αυτού που θα περιέχει μιαν αλληλοσυμπληρούμενη συλλογική αντίληψη περί ελευθερίας, δικαιοσύνης, αυτοπροσδιορισμού, ισονομίας και ισότητας, αναθεώρησης των προταγμάτων για το άτομο και το σύνολο.
Δεν γίνεται κάποιος να μην συμφωνήσει με τον Λόουτς και τον Λουί στην άποψη ότι αυτό που απαιτείται στη διαχείριση της πραγματικότητας είναι «…να μην υπερασπιζόμαστε αλλά να δημιουργούμε». Κι αναφέρονται αμφότεροι στην ανάγκη ανανέωσης του πρίσματος στη ζωή. Και δη, ο έλεγχος της Δεξιάς (και της Ακροδεξιάς), η ρεαλιστικοποίηση της δράσης της Αριστεράς, η ενεργοποίηση των ανθρώπων της Τέχνης έναντι της οικονομίας και της πολιτικής, η κοινωνική ανασυγκρότηση που θα εξοβελίσει τη βία στις ποικίλες εκφάνσεις της αλλά και τον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία, την τρομοκρατία «κυρίαρχων» και «κυριαρχούμενων».
Ο διάλογος των δύο δημιουργών είναι υποδειγματικός. Τόσο αναγνωστικά, ικανοποιώντας μια πολύ καλή εκδοτική επιλογή από τον οίκο Αντίποδες (σε β’ έκδοση τώρα, βλ.: Κεν Λόουτς – Εντουάρ Λουί, Διάλογος για την Τέχνη και την Πολιτική, Αθήνα, 2020), όσο και αναστοχαστικά, για ό,τι αφορά στην ανάγκη προσέγγισης τέτοιων διανοητικών προτάσεων – προσοχή, πρόκειται για ανθρώπους της Τέχνης που δεν φιλοσοφούν αλλά πατούν στα χνάρια του στοχασμού και της πολιτικής θεωρίας. Έχοντας τη δική τους εμπειρία από το υδαρές στίγμα του σύγχρονου παρόντος συνομιλούν, έτσι απλά, για να φέρουν τον αναγνώστη (και βεβαίως τους τυχερούς εκείνους τηλεθεατές του αραβικού τηλεοπτικού δικτύου) σε μια διέξοδη συνθήκη κοινής συνειδητοποίησης της ρεαλιστικής συνθήκης κι όχι μιας ορισμένης ιδεολογικής κατεύθυνσης.
Σαφώς, ο Λόουτς και ο Λουί «μιλούν» ως ουτοπιστές και μιας προοδευτικής Αριστεράς που θα αντιπαρατεθεί με τη Δεξιά σ’ αυτή τη φάση του καπιταλισμού. Και είναι ουτοπιστές γιατί μια τέτοια Αριστερά δεν υφίσταται -ακόμη, έστω- στις παρυφές του Δυτικού Κόσμου. Λένε ξεκάθαρα όμως ότι η Αριστερά πρέπει να αλλάξει «γλώσσα», να διαφύγει από τα στερεότυπά της, να υπάρξει ενεργή και ωφέλιμη, να μην εξυπηρετεί κανένα καθεστώς. Με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο. Όπως άλλωστε, υποθέτω, κάθε δημιουργό που αυτόχρημα προσδοκά να υπηρετήσει την Τέχνη με πυξίδα την Τέχνη και μόνον αυτήν…