Όταν ο Αντώνης Σκιαθάς μου πρότεινε να συμβάλλω με κάποιο κείμενό μου για το τί και πως της λογοτεχνίας σε περιόδους κρίσεις κάτω από το άχθος της κρίσης που μας έχει καταστήσει αυτοέγκλειστους ή αναγκαστικά έγκλειστους δεν με βρήκε απροετοίμαστο. Πολλοί της δικής μου γενιάς ποιητές είχαν περάσει δια πυρός και σιδήρου από πολλές ανάλογης βαρύτητας καταστάσεις, όχι αναγκαστικά επιδημικές, αλλά εξίσου ή και περισσότερο σοβαρές και με ευρύτερο αντίκτυπο στην κοινωνία. Αγνοώντας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και το κλίμα της ευφορίας κοινωνιών που δεν ζούσαν στο κλίμα της δικής μας πραγματικότητας, ακόμη και αν η λογοκρισία σαν δαμόκλεια σπάθη ήταν πάνω από το κεφάλι μας, εμείς τολμήσαμε με πολλούς τρόπους μα σταθούμε στις απαιτήσεις του καιρού διακινδυνεύοντας πολλές φορές να προκαλέσουμε τους εραστές της τυπολατρείας της αποστειρωμένης από κοινωνικά αντανακλαστικά ποίησης. Πολλοί είχαν αποσυρθεί σε μεταφυσικά δόγματα ταμπουρωμένοι, άλλοι σε ανατολικές ψυχοφελείς αμυντικότητες, πολλοί δε περισσότεροι σε έναν περιορισμένης εμβέλειας μικρόκοσμο που αγνοούσε προκλητικά την πραγματικότητα, βουτώντας στα βαθιά και θολά νερά της ατομικής περιπέτειας. Είχαμε σημεία αναφοράς την εποχή μας και τις προκλήσεις της και ευτυχώς δεν περιπέσαμε σε ψυχωτικού χαρακτήρα εσωστρέφειες. Θυμάμαι ένα ερώτημα της Νατάσας Χατζηδάκη για την ποίηση του Λευτέρη Πούλιου, το οποίο απηύθυνε και σε εμένα επισημαίνοντας κατά πόσο αυτή η εξωστρέφεια μπορούσε να συνεχιστεί. Εύλογο βεβαίως ερώτημα, αλλά ευάλωτο για τους ελιγμούς της ποίηση, όταν εκφράζει ως “αεί ευρισκόμενος” λόγος, τις προκλήσεις των καιρών.
Ας μιλήσουμε με ανοιχτά χαρτιά. Ας διατυπώσουμε την υπάρχουσα κατάσταση ως αίτημα του ποιητή προς τον εαυτό του: Θα μείνει απαθής στις προκλήσεις της πραγματικότητας; Θα μείνει περιχαρακωμένος σε μια εσωτερική περιπέτεια η οποία αφορά μόνο τον ίδιο δίχως παρόν, κλείνοντας τα μάτια σε ότι αποτελεί τον περίγυρό του ως κοινωνικού όντος; Θα ακολουθεί ένα κακοτράχαλο ανηφορικό μονοπάτι αυτομαστιγούμενος, ή σαν τον Ηλία θα πάρει παραμάσχαλα το κουπί του μακριά από τη σφύζουσα στην τρικυμία ακτή και θα δράμει στα βουνά να καθιερώσει την λατρεία του εαυτού του; Θα ακολουθήσει ένα όραμα αγνοώντας το τι γίνεται γύρω του; Και ποιο είναι το όφελος ή ο αντίκτυπος μιας τέτοιας ευαισθησίας; Ο μοναχισμός δεν προσιδιάζει στον ποιητή, αν και η ποιητική άσκηση απαιτεί αυτοσυγκέντρωση και ερμητισμό στην γραφή της.
Για πολλά χρόνια είχαμε κολλήσει σε σχολές, σε αβαγκαρντισμούς, σε πειραματισμούς τους οποίους διόγκωναν κάποιοι κριτικοί οι οποίοι δεν είχαν πιάσει την πέννα να γράψουν ποίηση και δεν γνώριζαν σε βάθος την περιπέτειά της. Όμως οι σοβαροί ποιητές μέσα από όλες αυτές τις αναζητήσεις δεν έπαυαν να πλέουν στα ταραγμένα νερά της πραγματικότητας. Οι πολλοί βεβαίως επιδίδονταν σε στιχουργήματα άξια μόνο να καταχωρηθούν σε μαθητικά άλμπουμ και επιζητούσαν, όπως και οι περισσότεροι σήμερα να βρουν πρόθυμους αχθοφόρους να διεκπεραιώσουν το ελαφρύ τους φορτίο με κάθε πρόσφορο ή μη μέσο το οποίο χειρίζονται πρόθυμοι αυτοανακηρυσσόμενοι εκδότες, με το αζημίωτο βεβαίως και ένα επιτελείο δημοσιογραφίσκων που καμώνονται τους κριτικούς.
Η ποίηση δεν είναι αυτοψυχαναλυτική άσκηση από αυτές που θέτουν οι μοντέρνοι ψυχολόγοι στους ασθενείς τους. Δεν μπορεί να είναι αόμματη προσωπική περιπέτεια. Δεν μπορεί να ασχολείται με μια ιδεοληπτική, ψευδούς αναγνώρισης πραγματικότητα· να εξαντλεί τον αποκλεισμένο από την πραγματικότητα ενεστώτα σε όλες τις εγκλήσεις του, καθώς και το ουσιαστικό σε πρώτο πρόσωπο. Η πραγματικότητα είναι κινούμενη άμμος και βαδίζουμε πάνω σ’ αυτήν. Ας πάψουν όσων το βήμα αδυνατεί να βαδίσει πάνω σ’ αυτή, να ενοχλούν τις λέξεις, και ας τις αφήσουν στην μακαριότητά τους και στην μεγαλοπρεπή τους απομόνωση, όπως κείνται στα λεξικά.
Ήδη η δομή τείνει να εκλείψει. Η θεωρούμενη ως ποίηση πεζολογεί αυτοαναιρούμενη σαν ιδιαίτερη μορφή λόγου. Η έλλειψη αναγνωσιμότητάς της, και ας μη μιλήσουμε για την ζήτησή της στην αγορά, είναι στο ναδίρ. Ακόμη και οι ενασχολούμενοι με αυτήν δεν την διαβάζουν, όσον δε αφορά στους αυτόκλητους κριτικούς δεν την γνωρίζουν στην ολότητά της, άλλοτε αδιαφορώντας, άλλοτε σκόπιμα συμμετέχοντας με δεσμεύσεις σε κλειστές ομάδες, αφού οι περισσότεροι απ’ αυτούς μοστράρουν μια γλυκανάλατη προσωπική στιχουργική δραστηριότητα την οποία λογίζουν ως ποίηση, ή από σχέσεις και συνεργασίες με αδαείς εκδότες, να την αγνοούν.
Η μεταμοντέρνα επικαιρότητα εντοπίζεται σε μια δήθεν ανοιχτή ερμηνεία, στην αδυναμία πρόσκτησης του αφηγηματικού λόγου, σπέρνοντας λογάκια και στίχους της μιας λέξης, έλλειψη προσωπικού ύφους, με τροπάρι την αποφυγή δήθεν φορμαλιστών μορφών. Και μη νομίζετε ότι εκτιμώ την στρατευμένη ποίηση, όπως αδόκιμα την είδαν και την αξιολόγησαν κάποτε, ούτε πιστεύω σε απόλυτα φορμαλιστικές μεθόδους. Η ποίηση εκτός από δομή πρέπει να έχει ανοιχτή επικοινωνία με την πραγματικότητα (αυτό που λέμε όψη του κόσμου), να μην ξεφεύγει από την εποχή της ως θεματική, να είναι απεξαρτημένη από ατομικά σύνδρομα και φανατικές εξαρτήσεις. Ανέκαθεν οι περισσότεροι είχαν ανεπίτρεπτη υπαισθησία σε κοινωνικά ερεθίσματα, ελλειματικότητα και κουφότητα, όπως κατά μεγάλο μέρος είχαν καλλιεργηθεί κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Πάντα οι «μεσοβασιλείες» μεταξύ δύο κοινωνικών συμφορών, καλλιεργούν ψευδαισθήσεις και απομακρύνουν την τέχνη από την κοινωνική της αποστολή.
Ακούω πολλούς να μου λένε ότι η δική μου γενιά είχε εναύσματα να συγκροτήσει τη θεματική της. Κάθε εποχή τους απαντώ έχει τα δικά της αρκεί να ξεφύγεις από την αρνητικότητα απέναντι στο παρόν και να επεξεργάζεσαι ποιητικά την επικαιρικότητά του.
Η σημερινή πραγματικότητα είναι προκλητική για τους ποιητές. Συντελούνται κοσμοϊστορικής σημασίας συμβάντα που ανατρέπουν τους εφησυχασμούς μας. Όσοι δεν διακρίνουν ότι οι κρίσεις θα διαδέχονται η μία την άλλη, θα μένουν θεατές της ατομικής τους εικονικής πραγματικότητας, μακριά από το παρόν, στο οποίο δεν αντιλαμβάνονται ότι ζουν. Το παρόν βεβαίως για να είναι παρόν πρέπει να έχει γερά θεμέλια στο παρελθόν το οποίο έχει ήδη κατασταλάξει, έχει γίνει εμπειρία το οποίο με τη σειρά του αποτελεί θεμέλιο του μελλοντικού ποιητικού γίγνεσθαι.
Ας μιλήσουμε με ανοιχτά χαρτιά. Ας διατυπώσουμε την υπάρχουσα κατάσταση ως αίτημα του ποιητή προς τον εαυτό του: Θα μείνει απαθής στις προκλήσεις της πραγματικότητας; Θα μείνει περιχαρακωμένος σε μια εσωτερική περιπέτεια η οποία αφορά μόνο τον ίδιο δίχως παρόν, κλείνοντας τα μάτια σε ότι αποτελεί τον περίγυρό του ως κοινωνικού όντος; Θα ακολουθεί ένα κακοτράχαλο ανηφορικό μονοπάτι αυτομαστιγούμενος, ή σαν τον Ηλία θα πάρει παραμάσχαλα το κουπί του μακριά από τη σφύζουσα στην τρικυμία ακτή και θα δράμει στα βουνά να καθιερώσει την λατρεία του εαυτού του; Θα ακολουθήσει ένα όραμα αγνοώντας το τι γίνεται γύρω του; Και ποιο είναι το όφελος ή ο αντίκτυπος μιας τέτοιας ευαισθησίας; Ο μοναχισμός δεν προσιδιάζει στον ποιητή, αν και η ποιητική άσκηση απαιτεί αυτοσυγκέντρωση και ερμητισμό στην γραφή της.
Για πολλά χρόνια είχαμε κολλήσει σε σχολές, σε αβαγκαρντισμούς, σε πειραματισμούς τους οποίους διόγκωναν κάποιοι κριτικοί οι οποίοι δεν είχαν πιάσει την πέννα να γράψουν ποίηση και δεν γνώριζαν σε βάθος την περιπέτειά της. Όμως οι σοβαροί ποιητές μέσα από όλες αυτές τις αναζητήσεις δεν έπαυαν να πλέουν στα ταραγμένα νερά της πραγματικότητας. Οι πολλοί βεβαίως επιδίδονταν σε στιχουργήματα άξια μόνο να καταχωρηθούν σε μαθητικά άλμπουμ και επιζητούσαν, όπως και οι περισσότεροι σήμερα να βρουν πρόθυμους αχθοφόρους να διεκπεραιώσουν το ελαφρύ τους φορτίο με κάθε πρόσφορο ή μη μέσο το οποίο χειρίζονται πρόθυμοι αυτοανακηρυσσόμενοι εκδότες, με το αζημίωτο βεβαίως και ένα επιτελείο δημοσιογραφίσκων που καμώνονται τους κριτικούς.
Η ποίηση δεν είναι αυτοψυχαναλυτική άσκηση από αυτές που θέτουν οι μοντέρνοι ψυχολόγοι στους ασθενείς τους. Δεν μπορεί να είναι αόμματη προσωπική περιπέτεια. Δεν μπορεί να ασχολείται με μια ιδεοληπτική, ψευδούς αναγνώρισης πραγματικότητα· να εξαντλεί τον αποκλεισμένο από την πραγματικότητα ενεστώτα σε όλες τις εγκλήσεις του, καθώς και το ουσιαστικό σε πρώτο πρόσωπο. Η πραγματικότητα είναι κινούμενη άμμος και βαδίζουμε πάνω σ’ αυτήν. Ας πάψουν όσων το βήμα αδυνατεί να βαδίσει πάνω σ’ αυτή, να ενοχλούν τις λέξεις, και ας τις αφήσουν στην μακαριότητά τους και στην μεγαλοπρεπή τους απομόνωση, όπως κείνται στα λεξικά.
Ήδη η δομή τείνει να εκλείψει. Η θεωρούμενη ως ποίηση πεζολογεί αυτοαναιρούμενη σαν ιδιαίτερη μορφή λόγου. Η έλλειψη αναγνωσιμότητάς της, και ας μη μιλήσουμε για την ζήτησή της στην αγορά, είναι στο ναδίρ. Ακόμη και οι ενασχολούμενοι με αυτήν δεν την διαβάζουν, όσον δε αφορά στους αυτόκλητους κριτικούς δεν την γνωρίζουν στην ολότητά της, άλλοτε αδιαφορώντας, άλλοτε σκόπιμα συμμετέχοντας με δεσμεύσεις σε κλειστές ομάδες, αφού οι περισσότεροι απ’ αυτούς μοστράρουν μια γλυκανάλατη προσωπική στιχουργική δραστηριότητα την οποία λογίζουν ως ποίηση, ή από σχέσεις και συνεργασίες με αδαείς εκδότες, να την αγνοούν.
Η μεταμοντέρνα επικαιρότητα εντοπίζεται σε μια δήθεν ανοιχτή ερμηνεία, στην αδυναμία πρόσκτησης του αφηγηματικού λόγου, σπέρνοντας λογάκια και στίχους της μιας λέξης, έλλειψη προσωπικού ύφους, με τροπάρι την αποφυγή δήθεν φορμαλιστών μορφών. Και μη νομίζετε ότι εκτιμώ την στρατευμένη ποίηση, όπως αδόκιμα την είδαν και την αξιολόγησαν κάποτε, ούτε πιστεύω σε απόλυτα φορμαλιστικές μεθόδους. Η ποίηση εκτός από δομή πρέπει να έχει ανοιχτή επικοινωνία με την πραγματικότητα (αυτό που λέμε όψη του κόσμου), να μην ξεφεύγει από την εποχή της ως θεματική, να είναι απεξαρτημένη από ατομικά σύνδρομα και φανατικές εξαρτήσεις. Ανέκαθεν οι περισσότεροι είχαν ανεπίτρεπτη υπαισθησία σε κοινωνικά ερεθίσματα, ελλειματικότητα και κουφότητα, όπως κατά μεγάλο μέρος είχαν καλλιεργηθεί κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Πάντα οι «μεσοβασιλείες» μεταξύ δύο κοινωνικών συμφορών, καλλιεργούν ψευδαισθήσεις και απομακρύνουν την τέχνη από την κοινωνική της αποστολή.
Ακούω πολλούς να μου λένε ότι η δική μου γενιά είχε εναύσματα να συγκροτήσει τη θεματική της. Κάθε εποχή τους απαντώ έχει τα δικά της αρκεί να ξεφύγεις από την αρνητικότητα απέναντι στο παρόν και να επεξεργάζεσαι ποιητικά την επικαιρικότητά του.
Η σημερινή πραγματικότητα είναι προκλητική για τους ποιητές. Συντελούνται κοσμοϊστορικής σημασίας συμβάντα που ανατρέπουν τους εφησυχασμούς μας. Όσοι δεν διακρίνουν ότι οι κρίσεις θα διαδέχονται η μία την άλλη, θα μένουν θεατές της ατομικής τους εικονικής πραγματικότητας, μακριά από το παρόν, στο οποίο δεν αντιλαμβάνονται ότι ζουν. Το παρόν βεβαίως για να είναι παρόν πρέπει να έχει γερά θεμέλια στο παρελθόν το οποίο έχει ήδη κατασταλάξει, έχει γίνει εμπειρία το οποίο με τη σειρά του αποτελεί θεμέλιο του μελλοντικού ποιητικού γίγνεσθαι.
* Ο Ευάγγελος Κ. Βαλσαμίδης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Νομική και Γλωσσολογία. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές “Γυμνές υδρίες” 1969, “Αδαμιαία Περιβολή” 1971, “Μοτοσακό – Εν Ακανθηρώ Έλληνι Λόγω” 1979, “Μετωνυμικά – Ειδάλλως περί Ύφους” 1995, “Οι αγνωστικισμοί της Harley Davidson” 2000, “Οι Τυπολογίες της Τέφρας” 2005, “Θύραθεν θήρα” 2007, “Το Κτήνος ή Το Έπος Των Απωλειών” 2010, “ω Υπαρξιακά Αφεδρώνια” 2013. Μετέφρασε το “Φινλανδικό έπος Καλεβάλα” και τα “Ποιητικά” του Τζαίημς Τζόϋς. “Γλωσσολογικά Ονοματολογικά Α'” 1996, “Ονοματολογικά Β'” 1997, “Ονοματολογικά Γ'” 1998. Έγραψε δοκίμια και κριτικές. Υπήρξε συνεκδότης και διευθυντής του περιοδικού Παραλλάξ.