«Μεθύστακα, κοπρόσκυλο, λαγού ψοφίμι… λαοβόρε βασιλιά… κυβερνήτη ουτιδανών…»
Το ακατάσχετο αυτό υβρεολόγιο ανήκει στην ίδια πράξη με την οποία αναδύθηκε στην ανθρώπινη Ιστορία η ποίηση. Πρόκειται για τους χαρακτηρισμούς με τους οποίους «στολίζει» ο μαινόμενος Αχιλλέας τον Αγαμέμνονα, καθώς αρχίζει η Ιλιάδα. Με όρους σύγχρονης πολιτικής θεωρίας, η σύγκρουση των δύο πολέμαρχων δεν ήταν πολιτική. Ωστόσο δεν της έλειπαν ούτε οι αγορεύσεις ούτε τα επιχειρήματα ούτε οι ρητορικοί ελιγμοί – ιδίως αυτοί, αφού η ρητορική είναι ο καλύτερος τρόπος να χρεώσεις εκ των προτέρων τον άλλον με τις συνέπειες των ισχυρισμών σου. Αν, λοιπόν, η αρχαϊκή εκείνη σύγκρουση δεν ήταν πολιτική, ήταν σίγουρα η μήτρα της πολιτικής αντιπαράθεσης: πριν οι αντιπαρατιθέμενοι αρχίσουν να αλληλοσκοτώνονται, δοκιμάζουν να παρουσιάσουν τις απόψεις τους ως αποκλειστικές αλήθειες, με γοητευτικά ρητορικά τεχνάσματα. Και είναι τραγικό το γεγονός πως διαβάζοντας τις λεκτικές αντιπαραθέσεις των χαρακτήρων, στο πατρικό μας έπος, δεν μπορεί κανείς να μην σκεφτεί αφενός πως ίσως δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα από τον 8ο π.Χ. αιώνα στο πεδίο της δημόσιας σύγκρουσης και αφετέρου πως οι πιο ειλικρινείς στιγμές αυτών των συγκρούσεων είναι τα υβρεολόγια.
Έκτοτε μπορεί ο εξορθολογισμός της κοινωνικής ζωής να κατέταξε την πολιτική ύβριν στο βάρβαρο οπλοστάσιο της αρχαϊκής ψυχής ή ακόμα-ακόμα να την ανέχθηκε σαν ένα είδος κάθαρσης των πολιτικών παθών, αλλά η ποίηση δεν φάνηκε να έχει διάθεση να αποχωριστεί μια τόσο καλή ευκαιρία για την έκφραση ειλικρινούς πάθους. Ναι, η ποίηση που κατηγορήθηκε από χίλιες πλευρές και με χίλιες φωνές για ανειλικρίνεια, έσπευσε να περισώσει -για άλλη μια φορά- τη δύναμη της ευθύτητας. Όπως ακριβώς το διατύπωσε ο υπέροχος εκείνος φτωχοδιάβολος Αλεξανδρινός ποιητής, ο Παλλαδάς: «Καλά τα υπονοούμενα κι η σάτιρα μια υπέροχη ευκαιρία για μίσος. Όμως εκείνες οι βρισιές! Αχ, εκείνες οι βρισιές! Σκέτο μέλι Αττικό!»
Βέβαια, ο Παλλαδάς έζησε τον 4ο μ.Χ. αιώνα, σε μιαν εποχή από εκείνες που σκληραίνουν την γλώσσα. Ένας γερασμένος πολιτισμός πέθαινε κάτω από τα χτυπήματα ενός νέου, που δεν διέθετε ακόμα παρά την ανεξέλεγκτη δύναμη του ακούραστου και ατσαλάκωτου μέλλοντος. Η ανθρώπινη ψυχή είχε μείνει μόνη, με τα ένστικτα. Ωστόσο, ανάμεσα στον Όμηρο και τον Παλλάδα –κοντά 1200 χρόνια- η συνήθεια των ποιητών να καθυβρίζουν τους πολιτικούς που απεχθάνονταν μεγαλούργησε. Αν ο Όμηρος μας παρουσίαζε λόγια άλλων, αν έστω του χρεώσουμε μια προσπάθεια να υπερβάλει σε όλα, προκειμένου να δημιουργήσει ήρωες, τι να πούμε για τη λυρική ποίηση, την προσωπική έκφραση; Η ατομική, άμεση, ποιητική φωνή, αναδύθηκε κρατώντας στο ένα χέρι τον έρωτα και στο άλλο την πολιτική έριδα. Η ειλικρινής έκφραση του έρωτα ήταν πραγματικά κάτι καινούργιο. Μέχρι τότε ακολουθούσε τις κοινωνικές συμβάσεις. Η πολιτική έριδα, όμως, συνέχιζε μια παράδοση. Αυτή τη φορά ο ποιητής χρεωνόταν άμεσα τις συνέπειες των παθών του. Ο Αλκαίος εξορίστηκε και κακοποιήθηκε πολλές φορές, αλλά αυτό δεν φαίνεται να έκαμψε την υβριστική διάθεσή του απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους του. Τον λαϊκιστή Πιττακό τον χαρακτήρισε «Στραβάδι» και «Σκουντούφλη» και «Μπούρδα» και «Σαπιοκοιλιά» και «Κούτσαβλο» και «Λεχρίτη». Ο Θέογνις από τα Μέγαρα και ο Σόλων υπήρξαν πιο «κομψοί» στις βρισιές, αλλά ο Αρχίλοχος και ο Ιππώναξ ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Οι τραγικοί ποιητές, προφυλαγμένοι πίσω από τα προσωπεία μπορούσαν να καθυβρίζουν «συμβολικά» τους πολιτικούς άνδρες, συχνά διακινδυνεύοντας την ακεραιότητά τους. Όσο για τον Αριστοφάνη… Ο επιφανής άνδρας, που θα επιχειρούσε να παρακολουθήσει παράσταση του κωμικού ποιητή, αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο να γίνει μέρος του θιάσου, στον χειρότερο ρόλο.
Το πιο καίριο κείμενο για τη σχέση της ποίησης με την πολιτική στην Αρχαία Ελλάδα, ασχολείται με την επαναστατική ποίηση των αρχών του 20ου αιώνα. Γράφουν οι Αμερικανοί ποιητές και κριτικοί Λούτσια Τρεντ και Ραλφ Τσέινυ, στον πρόλογο της Ανθολογίας Επαναστατικής Ποίησης, που εκδόθηκε το 1929: «Η ποίηση και η προπαγάνδα είναι οι δύο όψεις της ίδιας ασπίδας. Δίχως πάθη δεν γίνεται ποίηση. Κάθε άνθρωπος που φλέγεται από πάθος, θέλει να το μοιραστεί με τους άλλους. Οι καλοί ποιητές είναι προπαγανδιστές, έστω και αν η προπαγάνδα τους σχετίζεται με τον έρωτα και τη χαρά της ζωής. Ουσία της ποίησης είναι η συμπάθεια». Και η αντιπάθεια, φυσικά. Η πολιτική και ο έρωτας μοιράζονται το βασίλειο του μίσους, της ανεξέλεγκτης οργής απέναντι στη ματαίωση.
Ίσως έτσι να εξηγείται η εμμονή των ποιητών στη διαπόμπευση των αντιπάλων τους – ιδίως των πολιτικών. Ο Μπάιρον εξευτέλισε τον Λόρδο Έλγιν στο ποίημά του Η Κατάρα της Αθηνάς και πανηγύρισε με ένα σκωπτικό επίγραμμα την αυτοκτονία του διεφθαρμένου συντηρητικού πολιτικού Κάσλριτζ. Ο Σέλλεϊ χαρακτήρισε «χασάπηδες» τους Άγγλους συντηρητικούς και τους παρουσίασε σαν αιμοσταγείς δαίμονες στη Μάσκα της Αναρχίας. Ο Ρεμπώ φώναξε «πουτάνα» το Παρίσι στο Παρισινό Όργιο. Ο Οσίπ Μαντελστάμ παρομοίασε τα δάχτυλα του Στάλιν με δέκα παχιά σκουλήκια και τα μουστάκια του με κατσαρίδες. Ο Έζρα Πάουντ αποκάλεσε τους Αμερικανούς πολιτικούς «κωλομέρια», «σαύρες», «γυμνοσάλιαγκες», «σκουλήκια», «βρικόλακες», «πασαλειμμένους με σκατά». Ο Μαγιακόβσκη ξεκίνησε ένα ποιητικό αριστούργημα, το Σύννεφο με Παντελόνια, γράφοντας πως οι σκέψεις των ανέραστων και πολιτικά αντιδραστικών συμπατριωτών του «χάσκουν στη μούργα του μυαλού τους σαν λακέδες». Ο Άλεν Γκίνσμπεργκ είπε στην Αμερική «να πάει να γαμηθεί».
Στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού της γενικευμένης βαρβαρότητας, η πολιτική ύβρις έχει σχεδόν εξαφανιστεί από την ποίηση. Το ενδιαφέρον είναι πως μαζί της εξαφανίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά και το πάθος. Μάταια, όμως, γιατί το πάθος αποτελεί ανθρωπολογική σταθερά. Όταν η ποίηση δεν καλλιεργεί τον κοινωνικό θυμό, δεν του δίνει μορφή και φορά και ένταση, τότε εκείνος αποσύρεται στην ακατέργαστη συνείδηση των απόκληρων. Σ’ αυτήν την περίπτωση, είναι βέβαιο πως οι νεοφιλελεύθεροι υπερασπιστές της «κοινωνικής γαλήνης» θα ευχηθούν κάποτε να ήταν οργισμένοι οι ποιητές τους – και ας το παράκαναν με τις βρισιές.