Γράφουμε από τον καιρό που είμαστε. Γράφουμε για αιώνες, επειδή δεν μπορούμε να μη γράφουμε, επειδή οι προγενέστεροι δεν μπορούσαν να μην γράφουν κι εμείς από εκείνους υδρευτήκαμε τη γραφή.
Γράφουμε περιμένοντας να ξαναγράψουμε, γράφουμε περιμένοντας να μας επιβεβαιώσουν ότι η γραφή μας είναι χρειώδης , ότι μπορεί να ελλιμενίζεται αλλά και να αναχωρεί με ή χωρίς ούριους ανέμους.
Γράφουμε τις πιο φοβερές καταιγίδες επειδή η γραφή είναι η ανάγκη τους για θάλασσα.
Γράφουμε και αποδεχόμαστε ή απορρίπτουμε με ευγένεια ή όχι, τις διακρίσεις, όμως είμαστε έτοιμοι να ζήσουμε χωρίς επιδαψιλεύσεις τιμών.
Οφείλουμε ωστόσο να σταθούμε αντίξοοι στο κίβδηλο που ανακηρύσσεται λυσιτελές.
Γράφουμε επειδή δεν θέλουμε να μείνει άφαντο αυτό που μας κατοικεί κι όχι επειδή δεν θέλουμε εμείς να μείνουμε άφαντοι.
Γράφουμε επειδή δεν αντέχουμε στο χρόνο αλλά η γραφή μας μπορεί να αντέξει.
Γράφουμε επειδή είμαστε σιωπηλά αφιονισμένοι.
Δεν γράφουμε περιμένοντας να μας φέρουν έναν θρόνο, να μας ανελκύσουν σε αυτόν
από τα πιο μουχρά πηγάδια της ματαιοδοξίας μας.
Δεν το περιμένουμε αυτό, κι όταν δεν συμβαίνει, δεν φτιάχνουμε τον δικό μας θρόνο- θα σήμαινε ότι πια δεν καταφέρνουμε να γράψουμε, ότι δεν μπορούμε να ευφράνουμε κανένα με τη γραφή μας, πρώτα εμάς τους ιδίους, θα σήμαινε πως ασφυκτιούμε όχι από την ανάγκη της γραφής, αλλά από την ανάγκη της επιδοκιμασίας της, από τον περιορισμό της συγκατάθεσης.
Θα σήμαινε ότι κακοφορμίσαμε.
Γράφουμε επειδή όταν είναι σιωπή
μια κραυγή μας καλεί να βάλουμε υπότιτλους.
(και είναι αδύνατον να υποτιτλίζεις τη βουή).