Scroll Top

Η αφήγηση μιας αθωότητας (Στο μεταίχμιο) – Της Αλεξάνδρας Μυλωνά

Μπλεγμένη όπως πάντα τη μέρα με τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις –πάντα επείγουσες, πάντα σημαντικές– η Μάρθα πάλι καθόταν αργά το βράδυ στον υπολογιστή, για να γράψει την εισήγησή της αυτή τη φορά με θέμα «Παιδί και αθωότητα», μια από τις θεματικές της ποιητικής λέσχης ανάγνωσης εκείνη τη χρονιά. Ήθελε η ομιλία της να είναι απλή και κατανοητή αλλά και μεστή από όσα σήμαινε για όλους μα και για εκείνην ξεχωριστά η παιδική ηλικία. Στοίβα οι συλλογές ποιημάτων που είχε μαζέψει γύρω της και τα χαρτιά με τις πρόχειρες σημειώσεις κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της. Να όμως τώρα που στεκόταν αμήχανη μπροστά σε μια φωτεινή οθόνη μην ξέροντας πώς ν’ αρχίσει. Τα χέρια της βέβαια, που είχαν άλλες σιγουριές, ήταν έτοιμα για δράση.

Τα χέρια της άρχισαν να ξεφυλλίζουν τα βιβλία κι ας ήταν μερικά από αυτά σκονισμένα, να ξεχωρίζουν συλλογές και ποιήματα, να βάζουν σελιδοδείκτες αποφεύγοντας –όσο γινόταν– εκλογικευμένες επιλογές αλάνθαστη πυξίδα τους μόνη η συγκίνηση, το ρίγος που κάποια στιγμή στο παρελθόν είχε προκληθεί από έναν στίχο. Το υλικό που θα αξιοποιούσε η Μάρθα συγκεντρωνόταν σιγά σιγά, όμως και πάλι το ερώτημα παρέμενε. Πώς θα μπορούσε ν’ ανατείλει μες στη νύχτα ο λόγος που θα εμπεριείχε οργανικά τις επιλογές της στην απελπιστικά λευκή επιφάνεια ενός υπολογιστικού προγράμματος γραφής;

Ήπιε μια γουλιά από το τσάι στο θερμός πλάι της – ήταν ακόμα ζεστό, όμως μάλλον η θέρμη του δεν αρκούσε για να τη χαλαρώσει από το σφίξιμο της πίεσης του χρόνου – το απόγευμα της επομένης μέρας έπρεπε να έχει κείμενο ολοκληρωμένο για την εκδήλωση, όχι, δεν είχε άλλο περιθώριο, το γνώριζε καλά. Ξεκίνησε να γράφει, λοιπόν. Έγραφε, έσβηνε, έγραφε, έσβηνε, ίδρωνε, πάλευε με τις λέξεις, ώσπου… Ώσπου κάποια στιγμή ένα δημοτικό από το ραδιόφωνο που το’ χε κάθε νύχτα που δούλευε ανοιχτό, για να της κρατάει συντροφιά, γλίστρησε μέσα της και –παράξενο για νανούρισμα– την αναστάτωσε.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, έλα πάρε και τούτο
μικρό, μικρό σου το ‘δωσα μεγάλο φέρε μου το
μεγάλο σαν ψηλό βουνό ίσιο σαν κυπαρίσσι
κι οι κλώνοι του ν ‘απλώνονται σ ‘Ανατολή και Δύση.

   Τι είναι αυτό, αναρωτήθηκε, το βάλσαμο που κυλούσε μέσα της που όμως αντί να την αποκοιμίζει μετρούσε σαν μαγικός μετρονόμος τον χρόνο αντίστροφα. Και τους ρόλους της ζωής της, επίσης: εργαζόμενη, φοιτήτρια, κορίτσι, παιδί, μωρό – καλά, είναι δυνατόν να έχει μνήμες από τότε; να θυμάται κάτι από τη βρεφική αρχή της αθωότητας; από πότε ακριβώς; Της έρχεται τώρα στον νου μια αίσθηση από τότε που ήταν πολύ μικρή, μια αίσθηση μόνο τρυφερής προστασίας στην αγκαλιά-φωλιά της μάνας της που τη νανουρίζει.

Μπορεί κι από ένα μικρό, ποιητικό σκαρίφημα αργότερα –δυο τριών χρονών θα ήταν– ένα σύντομο, γλυκόπικρο ποίημα, που επαναλαμβανόταν κάθε βράδυ λίγο πριν τον ύπνο σαν προσευχή, όταν ακόμα για το παιδί τα λόγια ήταν κυρίως υγρό χνώτο και επαναλαμβανόμενος ρυθμός καρδιάς και ταλάντωση μιας οικείας, πολύ δικής ανθρώπινης φωνής. Με την επανάληψη η Μάρθα το κράτησε στη μνήμη της, με την επανάληψη στο πέρασμα του χρόνου οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στη μάνα και την κόρη χάθηκαν, τα σώματά τους νοερά ενώθηκαν ξανά.

Ψιθυρίζουν, λοιπόν, οι δυο τους:

Δες!
Ήτανε χθες
Στα φώτα μες
Η ευτυχία.
Κλαις;

   Μετά; Μετά, καθώς μεγάλωνε, οι μνήμες οι δικές της μπερδεύονται γλυκά και με αυτές κάποιων άλλων ανθρώπων, ιδίως παιδιών – κοινές, άλλωστε, οι επιθυμίες και τα όνειρα τής παιδικής ηλικίας όλων. Ποιο παιδί, για παράδειγμα, δεν λαχτάρησε να έχει ένα παγωτό χωνάκι ή δεν ευχαριστήθηκε ένα απόγευμα το γουργούρισμα μιας γάτας που λιάζεται;

    Γράφει η Παυλίνα Παμπούδη «Στη σιδερένια σκάλα, αγκαλιά με τη γάτα που την έλεγαν Χιονάτη»:

Στο πρώτο γύρισμα της σκάλας, τέσσερα σκαλιά
– Δε φαίνεται η σκουριά –
Στο πρώτο
Γύρισμα του καιρού, τέσσερα χρόνια
Σιδερένια.
(Το σπίτι είναι της θείας Πηνελόπης
Στην Πλατεία Αγάμων – ποιοι
Να ‘τανε αυτοί οι άγαμοι;)
Φορώ άσπρο φουστάνι με τιράντες
Κάτασπρος ουρανός, κατακαλόκαιρο.
Πάνω μου, εκείνη η μνημειώδης γάτα.
Δεν μου ‘χει πει ποτέ κανένας
Κανένα παραμύθι. Χιόνι δεν έχω δει, το όνομά της δε σημαίνει τίποτα.
Η Χιονάτη, με προσέχει
Με κοιτά στα μάτια σαν πνεύμα προγόνου
Άσπρη και κουφή.
Χαμογελάω.
Το ζώον, το κτήνος (Έτσι φωνάζει η θεία την ψυχοκόρη – πώς να την έλεγαν;
– Πάντα στο ουδέτερο)
Σε λίγο θα μας διώξει και τις δυο
Για να περάσει
Ν’ απλώσει στην ταράτσα τα ασπρόρουχα.

(Το μαύρο άλμπουμ, Κέδρος 1999)

  Ποιο παιδί δεν έπαιξε ποτέ; Τα πουλιά πετούν, τα ψάρια κολυμπούν και τα παιδιά παίζουν, όλο παίζουν, πληκτρολογεί η Μάρθα.

Γράφει ο Γιάννης Βαρβέρης στο «Σχοινάκι»:

Ήμουν μικράκι
κι όλο έκανα σκοινάκι.

Πηδούσα χαρωπά από τον ένα
στον άλλο και τον άλλον ήχο
ψηλά με το σκοινάκι είχα το νου
αλλά το άφησα
μου έπεσε στη μέση τ’ ουρανού.

Τώρα ήχο ήχο
στη στρατόσφαιρα
στα αζήτητα
το σκοινάκι
πήρε μαζί του
και τη βαρύτητα.

(Στα ξένα, Κέδρος 2001) 

   Μεγαλώνοντας μπορεί ν’ αφήσαμε στ’ αζήτητα της πατρικής αποθήκης τα παιχνίδια μας ανυπεράσπιστα στην οξείδωση του χρόνου, έχουμε όμως τουλάχιστον την ανάμνηση της χαράς που κάποτε μας προσέφεραν, καταλήγει η Μάρθα και πίνει μια ακόμα γουλιά από το τσάι της. Υπάρχουν όμως κι άλλα παιδιά που δεν έπαιξαν ποτέ – δυστυχώς. Υπάρχουν τα προσφυγόπουλα, πολλά από αυτά ασυνόδευτα και απροστάτευτα, τα παιδιά που δουλεύουν σε απάνθρωπη συνθήκη για ένα κομμάτι ψωμί, παιδιά που δεν έχουν ούτε αυτό, που λιμοκτονούν και διψούν στις πέντε ηπείρους και πεθαίνουν με τη θλίψη και την απορία στο βλέμμα, τα κακοποιημένα παιδιά που γνώρισαν την κτηνωδία των ανθρώπων και θα την κουβαλούν μέσα τους όσα χρόνια κι αν περάσουν – παιδιά αποκομμένα με βία δια παντός από την αθωότητά τους. Κι εμείς; Πώς μπορούμε εμείς που γνωρίζουμε να κοιμόμαστε ήσυχα τα βράδια χωρίς αιδώ; Πώς μπορούμε ν’ απολαμβάνουμε ήσυχα στο σπίτι μας ένα αρωματικό ρόφημα;

Γράφει η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου «Για ένα παιδί που κοιμάται»:

Νύχτα. Η κίνηση αραιή στη λεωφόρο.
Μες στο κλειστό, το φωτισμένο εργοστάσιο,
Οι μηχανές, αποσταμένες μα άγρυπνες,
Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντες
Τον ύπνο του μικρού. Στριμωγμένος
Κοντά στη σκάρα του ατμού,
Με του αδελφού του το παλτό σκεπασμένος
Ξεκουράζεται.
Όλη τη μέρα δουλεύει στα φανάρια
Σκουπίζει τζάμια βιαστικά με το κόκκινο.
Εισπράττει κέρματα ή την εύλογη αγανάκτηση.
Περιμένει το επόμενο φανάρι.
Τίμια κερδίζει έτσι και ψωμί
Και το μερίδιο του νυχτοφύλακα,
Που τον αφήνει να κοιμάται εκεί μέσα.

Τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του,
Τα χέρια της μάνας του που τύλιγαν γύρω του
Γυναίκειο μαντίλι για το κρύο,
Το δάσκαλο που πληρωνότανε με γάλα
Μόλις θυμάται.
Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα του,
Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα.
Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας,
Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου
Ενός ανίκητου στρατηλάτη,
Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη,

Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη.
Καμιά φορά πιο εγκάρδια
Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας,
Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό.

(Το κυπαρίσσι των εργατικών, Καστανιώτης 1995)

   Είναι αλήθεια πως στην ηρωίδα αυτής της ιστορίας ποτέ δεν άρεσαν τα γλυκερά ποιήματα με την υπερβολή των πολλών υποκοριστικών και τις λέξεις που μέλωναν στο στόμα, λίγωναν τον ουρανίσκο, ζάλιζαν τον νου προτιμούσε άλλες λέξεις καθημερινές, για να εκφράσουν με τη δύναμη της απλότητάς τους την ψίχα μιας παιδικής επιθυμίας. Τι μπορεί να θέλει στ’ αλήθεια ένα παιδί; Να το βρει, να τους το δώσει.

Γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στο XXXVIII μέρος από «Το αναφυλλητό»:

[…]

Τα παιδιά θέλουν παπούτσια
τα παιδιά θέλουν ψωμί
θέλουνε και φάρμακα
δούλεψε και συ.
Γέλα κλαίγε κι όλο λέγε
το παιδί: ζωή.
Τίποτ’ άλλο, Ζωή.

Ζύμωνε στη σκάφη
πρώτο σου ζυμάρι,
πρώτο σου ψωμί
πρώτο σου σταυρόψωμο
μια ψωμένια κούκλα
για το παιδί.

Ζύμωνε τη λάσπη,
πρώτη σου μυστριά
πρώτο πηλοφόρι
ένα καλυβάκι
μια μικρούλα αυλή
για το παιδί.

Ζύμωνε το χώμα
με το δάκρυ-δάκρυ
φτιάξε ένα χωμάτινο πουλί
να πετάει τη νύχτα
και να κελαηδεί
για το παιδί.

Τούτη είναι η ζωή μας
τούτο το μεγάλο, τίποτ’ άλλο
γέλα κλάψε, πες ό,τι θες
Το παιδί ζωή: ζωή
τίποτ’ άλλο!

(Υδρία. Ελεγεία για μια σύντομη άνοιξη, 1957)

   Το παιδί ζωή, χώμα και νερό, το παιδί όμως και πουλί και ουρανός. Ποιο παιδί δεν σκαρφαλώνει στο δέντρο, για να πιάσει ουρανό; Ποιο παιδί δεν ακροβατεί στο πεζούλι, δεν μετεωρίζεται στην άκρη μιας ταράτσας, έστω και με τα μάτια τα φαντασίας του, γιατί ένα βράδυ ονειρεύτηκε πως μπορεί να πετάξει; Τα παιδιά τις νύχτες ταξιδεύουν στις χώρες του δικού τους παραμυθένιου κόσμου, εκεί όπου το τραύμα μπορεί και γίνεται θαύμα ενός κόσμου χαρτογραφημένου μόνο από τους ποιητές. Το γνώριζε αυτό η Μάρθα, το γνώριζε και το στρογγυλό φεγγάρι έξω από το ανοιχτό παράθυρο που ξενυχτούσε μαζί της φωτίζοντας τις διαδρομές της σκέψης, συγκλίνουσες και αποκλίνουσες.

Γράφει η Χλόη Κουτσουμπέλη στον «Πήτερ Παν»:

Πέτα μαζί μου μες στη νύχτα
κορίτσι από δαντέλα,
πάμε στη χώρα του Ποτέ
να βρούμε τα παιδιά που χάθηκαν
κι εκείνα τα άλλα,
που πονάει τόσο να τα βρούμε.
Στη χώρα του Ποτέ Ξανά
τα παιδιά δεν μεγαλώνουν,
ντύνονται Ινδιάνοι,
και χορεύουν γύρω απ’ την πληγή.
Στη χώρα του Ποτέ Χωρίς
τα παιδιά δεν έχουν μαμά,
ρίχνουν στις φλέβες τους χρυσόσκονη
για να πετούν και να ξεχνούν.
Έλα μαζί μου Γουέντι των δακρύων,
(γι’ αυτό άλλωστε σε επέλεξα,
είσαι επίτιμος δοκιμαστής δακρύων,
ξέρεις τη γεύση και το χρώμα τους
και την παράξενη οσμή της νοσταλγίας),
σου υπόσχομαι λευκό ατόφιο πόνο,
υπόσχομαι να σε εγκαταλείψω
να πετάς μόνη με την λευκή σου νυχτικιά
πάνω από το παλιό ρολόι του Λονδίνου,
(οι δείκτες του έχουν για πάντα σταματήσει
την ώρα που η μαμά εγκατέλειψε το σπίτι),
μα για αντάλλαγμα
θα σου χαρίσω ένα ποίημα
από χρυσόσκονη και αίμα
και βραδινό αεράκι του Λονδίνου.

(Η Λίμνη, ο Κήπος & η Απώλεια, Νέα Πορεία 2006)

   Κι ας γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης «Στο παιδί μου»:

Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο

Μα στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Oνόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.

Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.

(Τα ποιήματα, Πλειάς 1975)

   Κι ας γράφει η Κατερίνα Καριζώνη στο III μέρος της ποιητικής ενότητας «Οι τέσσερις εκδοχές του Γκιούλιβερ και η άκρη του κόσμου»:

Αν σε ρωτήσουν
πες τους πως είσαι ο Γκιούλιβερ
πως δεν ταξίδεψες ποτέ σου
και πως δεν έχεις τίποτα να διηγηθείς.
Πες πως το μόνο που γύρευες
ήταν ένα δωμάτιο
με την κάπνα των ονείρων
ένα βιβλίο χρυσόδετο
να το διαβάζει μια γυναικεία φωνή
και μια εποχή
για να ζήσεις χωρίς κατορθώματα.

Μην ακούς τι λέμε στα παιδιά Γκιούλιβερ
αυτά μας πιστεύουν.

(Τσάι και μυθολογία, Νέα Πορεία 1985)

   Το παιδί χρειάζεται το τρυφερό τραγούδι της μάνας του και ένα μήλο καραμελωμένο, χρειάζεται ένα ζευγάρι παπούτσια και ένα παραμύθι, χρειάζεται και το παιχνίδι, άλλοτε μοναχικά κι άλλοτε με παρέα, άλλοτε γλυκά κι άλλοτε αβυσσαλέα. Γιατί όλα χωράνε, μια φορά κι έναν καιρό, σ’ εκείνο το καθάριο, το βλέμμα της αθωότητας.

Γράφει ο Τόλης Νικηφόρου στο «Ένα παιδί»:

με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι
κοιτάζω εκστατικά
πίσω απ’ τις στάλες της βροχής
ένα πολύχρωμο κόσμο

κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τις τσέπες γεμάτες μπίλιες
μέσα στο χειμώνα
ένα παιδί με δακρυσμένα μάτια
για το γατάκι του που πέθανε
για το λουλούδι που μαράθηκε
για όσους έφυγαν χωρίς επιστροφή

κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τρύπιο παλτό
που λαχταράει τα ζεστά κάστανα
τη γειτονιά και τους φίλους την άνοιξη που θα ‘ρθει

κρύβω μέσα μου ένα παιδί
που δεν δέχεται
πως μπορώ να γελάω όταν την ίδια στιγμή κάποιος κλαίει
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
απαρηγόρητο που θα ‘θελε να φτιάξει τη ζωή
στα μέτρα της καρδιάς του

(Τα αναρχικά, 1979)

   Η Μάρθα θυμήθηκε τώρα πως μικρή έβλεπε συχνά το ίδιο όνειρο με τη θάλασσα. Είχε σκεφτεί πολλές φορές, καθώς μεγάλωνε, να το καταγράψει, αλλά όλο το αμελούσε, όλο το άφηνε για την επόμενη φορά που θα ήταν, ίσως, πιο ζωντανό. Μέχρι που το διάβασε σ’ ένα βιβλίο το είχε γράψει κάποιος άλλος. Γιατί κι εκείνος κάποτε υπήρξε παιδί και κάθε παιδί ονειρεύεται και τ’ όνειρο της ζωής και του έρωτα και του θανάτου.

Γράφει ο Θανάσης Χατζόπουλος στο δικό του «Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά»:

Ένα παιδί την ώρα που κοιμάται
Ονειρεύεται
Στο λίκνο της ανάσας του
Βγάζει έναν φθόγγο, έναν αναστεναγμό
Ακούγεται μια φυσαλίδα ν’ ανεβαίνει

Ύπνε που φέρνεις τα παιδιά, έλα φέρε και τούτο…

Ένα παιδί την ώρα που κοιμάται
Ταξιδεύει
Στο κύμα του ιδρώτα του
Πνέει η αύρα της ζωής με τις εικόνες της
Στο άλμπουρο χτυπάει το πανί, τεντώνεται

Ύπνε που φέρνεις τα παιδιά, έλα φέρε και τούτο…

Ένα παιδί την ώρα που κοιμάται
Μεγαλώνει
Έναν έρωτα που βρίσκει μες στο σώμα του
Μια ιστορία στους χτύπους της καρδιάς του
Στους βράχους της αλλάζει τη ροή της

Ύπνε που φέρνεις τα παιδιά, έλα φέρε και τούτο…

Ένα παιδί την ώρα που κοιμάται
Διασταυρώνεται
Στ’ αλώνια με του Διγενή το πάθος
Τα πόδια του απλώνει και σηκώνεται με μια κραυγή
Ένα σπαθί γυαλίζει πλάι στο γυμνό του κράτος

(Πρόσωπο με τη γη, Γαβριηλίδης 2012)

   Δεν είναι τυχαίο, σκέφτηκε, που γύρισε πάλι, με έναν τρόπο, στην αρχή εκεί απ’ όπου ξεκίνησε πριν από λίγο νοερά η αναβίωση της παιδικής της ηλικίας. Πώς ήταν παιδί η ίδια και πώς έγινε; Πού έχασε την αθωότητά της; σε ποια ανηφόρα, ποια στροφή; Ποια δέσμευση της καθημερινότητας τής στέρησε την παιδικότητα ; Και πού θα την ξανάβρισκε αν… Αν μπορούσε.

Στο σημείο αυτό, η Μάρθα έκλεισε τον υπολογιστή – τόσο που είχε γράψει ήταν αρκετό, η ομιλία έπρεπε να περιλαμβάνει μόνο εννιά ποιήματα, για να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον των ακροατών εντός δοσμένου χρόνου. Φόρεσε το παλτό της, κρέμασε μια μεγάλη τσάντα στον ώμο της και βγήκε έξω στον δρόμο χαμογελώντας. Πρώτα θα τάιζε τ’ αδέσποτα. Ύστερα θα πήγαινε μια βόλτα στην παραλία, να υποδεχτεί το ξημέρωμα μαζί μ’ εκείνα τ’ άγρια μα πάντα αθώα παιδιά που ξενυχτούν κάνοντας σκέιτμπορντ κάτω απ’ τ’ αστέρια. Μετά θα επισκεπτόταν το πατρικό της σπίτι. Εκείνη τη μέρα δεν θα πήγαινε στη δουλειά της. Θα έψαχνε στο υπόγειο για τα παλιά της παιχνίδια, για τον λούτρινο, σοφό αρκούδο, τον Σόλωνα – πώς μπόρεσε, αλήθεια, να τον αφήσει τόσα χρόνια στα σκοτάδια; Θα έβρισκε και άλλα παιχνίδια, μερικά θα τα έριχνε στην τσάντα της μαζί με κάποια βιβλία που ήδη είχε βάλει μέσα, καθώς και ρούχα που δεν τα φορούσε άλλο πια θα τα έδινε όλα σε μια δομή εκεί κοντά που φιλοξενεί τρομαγμένα παιδιά. Θα έπαιρνε και κεράσια γλυκά να τους προσφέρει. Στο τέλος, θα τους διάβαζε και κάποια ποιήματα σαν παραμύθι, για να ημερέψει η ανάγνωση την ερημιά της ψυχής τους.

Γιατί στην αναζήτηση της αθωότητας έχει και η ποίηση τον δικό της σημαίνοντα ρόλο, σκέφτεται τώρα η Μάρθα, η επινοημένη για τις ανάγκες μιας αφηγημένης, υβριδικής εισήγησης, ηρωίδα. Βρίσκουν φλέβα τα λόγια των ποιητών με το δάκρυ και με το χαμόγελό τους, φτάνει μόνο κάτι να έχουμε κρατήσει μέσα μας αμόλυντο και ιερό από τα πρώτα μας χρόνια, κάτι να έχουμε διασώσει από την παιδική μας ηλικία στη σαρωτική λαίλαπα της ενηλικίωσης – το ξέρουν, μου φαίνεται αυτό, και τα παιδιά, το ξέρει και ο Σόλων που από εδώ και στο εξής θα ήταν σταθερά στο κομοδίνο της, το ξέρουν και οι γάτες!

Σημείωση: Το παρόν κείμενο αποτελεί αναδιαμορφωμένη εκδοχή της εισήγησης της υπογραφόμενης με θέμα «Παιδί και αθωότητα» στη Λέσχη Ανάγνωση Ποίησης, που λειτουργεί στην Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης με την ευθύνη του ποιητή Τόλη Νικηφόρου, στις 7/2/2020. Η ανάγνωση του κειμένου άρχισε με την ακρόαση του νανουρίσματος «Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά» από τη Σαβίνα Γιαννάτου (https://www.youtube.com/watch?v=Cr1vayJjqSk) και ολοκληρώθηκε με την ακρόαση του «Manha De Carnaval» του Laurindo Almeida: (https://www.youtube.com/watch?v=2-GKRUWRLhU).