Ότι ο θάνατος κερδίζει, χάνοντας, διότι η οριστικότητα της αφαίρεσης που επιβάλλει, με έναν τρόπο μαγικό, αντισταθμίζεται από τη διάχυση του θανατωμένου ΣΤΟ ΠΑΝΤΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. Έτσι αποτυγχάνει να αποστερήσει την ουσία της ύπαρξης.
η οποία στην περίπτωση του Μίκη, μεταφράζεται εκτυφλωτικά, στο έργο
Ο θάνατος χάνει διότι ο θανατωμένος αναμετρήθηκε εν ζωή μαζί του χιλιάδες φορές και κάθε φορά τον κατατρόπωνε
Μεγάλωσα ακούγοντας Μίκη σε κασέτες και από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου του πατέρα
Την δεκαετία του 80 τον έζησα από κοντά όταν ήρθε στη Λάρνακα για μια συναυλία με τον Χατζηδάκη και ο Μάνος νευριασμένος τη διέκοψε επειδή μια παρέα, η δική μου, μεταξύ των λιγοστών θεατών που είχαν προσέλθει στο στάδιο ΓΣΖ-ναι λιγοστοί είμασταν όσο κι αν αυτό μοιάζει αδιανόητο-σιγοτραγουδούσαμε την ώρα που ο Μάνος διεύθυνε την ορχήστρα και αυτό δεν άρεσε στον Μάνο.
Τότε ανέβηκε στο σανίδι ο Μίκης, μας ζήτησε συγνώμη χωρίς βεβαίως να πει τίποτα κακό για τον Μάνο, και συνέχισε μόνος του τη συναυλία. Μόνος του μαζί με 300 θεατές που τον αποθέωναν…
Και τώρα ταπεινά ετυμηγορώ μαζί με εκατομμύρια άλλους Συνέλληνες, ζωντανούς και νεκρούς, μνημονευόμενους ή σκεπασμένους με στρώμα λήθης, που εγείρονται μια στιγμή από τους τάφους για να φωνάξουν:
Ο Μίκης ήταν πλάτανος και οι πλάτανοι δεν πέφτουν, οι ρίζες τους βαθαίνουν στο χώμα με κάθε τράνταγμα
Η μουσική του Μίκη ανέλκυε στην επιφάνεια την κρυμμένη στα βάθη της ύπαρξης ομορφιά του ανθρώπινου είδους
Ο Μίκης, δηλαδή η ίδια η ζωή στην υπέρτατη, πανανθρώπινα απαστράπτουσα και οικουμενική της διάσταση, ο Μίκης, αυτή η σπάνια συμπύκνωση κοψιάς και αθάνατου αρχαιοελληνικού πνεύματος σε έναν εαυτό, ο Μίκης αυτός ο ασυνθηκολόγητος επαναστάτης του πνεύματος και της πράξης, θα συναντηθεί και θα συναντιέται με τις επόμενες γενιές στα βάθη της πιο ασύλληπτης αιωνιότητας