Κι ήθελα Με κάποιο τρόπο μαγικό να αγγίξω την ευτυχία,
Αλλά μονάχα την Γαλάζια ομπρέλα με τα λευκά μπουμπουκάκια κουβαλώ μαζί μου,
Πώς να τα καταφέρω;
Ωστόσο Διαβολοκόριτσο είναι η ψυχή!
Από τη μαυρίλα και τη λησμονιά αναδύθηκε ένας άνθρωπος και Ήρθα με καθαρό κορμί να
Αγαπήσω την ψυχή και
Όταν ξύπνησα από λήθαργο της στιγμής
Μύρισα σαπούνι και ένιωσα έτοιμη να στρώσω μαζί σου κρεβάτι λευκό καταγής και
Στην αποβάθρα της ψυχής να αράξουμε.
Την κατοικία μας Θα την άσπριζα με ασβέστη καρδιάς και
Όταν θα το αποφάσιζα να απλώσω το χέρι, θα υπήρχες εσύ εκεί, μαζί με το γεράνι
Και θα πάσχιζες Το βρέφος όνειρο σε παλικάρι παραμύθι να θρέψεις.
Κόντρα στο είθισται έκανα του κεφαλιού μου και έπραξα την επιθυμία.
Όμως ήταν κι οι άλλοι που δεν έχουν ούτε φύλλο ούτε φιλαράκι και
Θέλουν να σκιάσουν, βλέπεις, τα όνειρά μας την ώρα που Οχυρά πολύχρωμα ρευστοποιούνται
και ο πατέρας καρφώνει μέσα από την κορνίζα μάτια στην πλάτη.
Τώρα Το ρολόι των κριμάτων μου αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του χρόνου
Και στον απόηχο της μέρας όταν όλα σωπαίνουν, σωπαίνω κι εγώ.
Αποζητώ την ανεμελιά των χρόνων εκείνων, όπου νόμιζα πως με την ανάσα του ο αγέρας θα πήγαινε την ψυχή ψηλά.
Θέλω Να ξεπλύνω τον καταμερισμό της ζωής και Δίπλα στον βόθρο να φυτέψω προσδοκίες καθώς το Κενό, μαχαίρι ορθώνεται απειλούμενο από μοναξιά,
Μα Αιώνιοι θα είναι οι εφιάλτες και οι Μοναχικοί λύκοι χαμένοι μέσα στην αγέλη θα ταξιδεύουν τον εαυτό τους με στιχάκια μουσικοσυνθετών
Την ώρα που Διακρίνουν έναν έφηβο με ασπρισμένα μαλλιά και αναρωτιούνται πού πήγανε τα χρόνια; Πώς γλίστρησε η νιότη;
Αλλά,
Ανεμάκι φθινοπωρινό
‘Εμπασε το παραθύρι…
Καλό δρόμο να έχεις, Κατερίνα!
με Όνειρα γεμάτα, όνειρα όπως τα θες!