Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του ποιητή στην κοινωνία;
Η ποίηση είναιμια γέννα επίπονη και αλεξίμορος, ακόμα και όταν προοικονομεί τον θάνατο. Η λέξη αυτή έρχεται και στέκεται πάνω στη σχέση του ποιητή με τον τοποχρόνο του, και κατ’ επέκταση με το κοινωνικό γίγνεσθαι, το οποίο αποταμιεύει, αποδέχεται ή απορρίπτει, πλάθει, μεταπλάθει και προσφέρει με λέξεις και εσωτερικές αυλές, είτε πρόκειται για τη Λαμαρτίνια λίμνη είτε για την Ιθάκη του Καβάφη (ή μήπως για την Αλεξάνδρεια) και για εκείνη την αρχετυπική του ραψωδού, είτε για τη Στέρνα του Σεφέρη (ή μήπως για τις Κύπριες Πλάτρες), είτε για την Έρημη Χώρα του Έλιοτ, είτε για το Ουζερί του Γκόρπα και την Τζαμάϊκα της Λαϊνά και τον όροφο της πυρκαγιάς της Ανν Σέξτον και το αχ του ανώνυμου στο κάτω μπαλκόνι, είτε, εντέλει, για τις φρέσκες μέλισσες του Ελύτη “όπου άκουγες βββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας”. Τούτο γιατί, όπως κάθε γέννα και θάνατος, η ποίηση προϋποθέτει επικονίαση και ξόδι, τα οποία δεν νοούνται ούτε ποιούνται εν κενώ ή εν απουσία της κοινωνίας, όπου ο ποιητής-γεννήτορας εν/υπάρχει ιδιωτικά ή μη και αναφέρεται ή απλώς φέρει και φέρεται. Η μεταξύ τους αυτή σχέση αλληλεξάρτησης, εν πολλοίς αυτονόητη, προσδιορίζει και τα όποια χαρακτηριστικά τους. Ενίοτε, μάλιστα, τα χρωματίζει. Πρόκειται για ομφάλιο λώρο που ακόμα και όταν κόβεται (ακόμα και όταν η κοινωνία απομακρύνει τον ποιητή ή ο ίδιος απομακρύνει τον εαυτό του) δεν αποκόπτεται. Στον τελευταίο της διπρόσωπο μονόλογο η Ρουκ, απευθυνόμενη στο ποίημα που κυοφορεί μα δεν βρίσκει τον λόγο να γεννήσει, το ερωτά “Γιατί να εξαντλείσαι μες στα συρτάρια;” για να πάρει την απάντηση “Γιατί τα συρτάρια είναι καλύτερα από την ανυπαρξία. Να ζεις, Αρκεί να ζεις!”
Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή του κορωνοϊού, έχει ιδιαίτερα ρόλο η κοινωνία;
Είναι, σε δύσκολους καιρούς, καιρός για ποίηση, ή, επί το χρηστικότερο, ποιος ο ρόλος της ποίησης σε περιόδους κρίσης; Το ερώτημα, παλιό που δεν παλιώνει, εμπεριέχει πολλαπλά υποκείμενα: δείχνει και αφορά ταυτόχρονα τόσο τον ποιητή που ελέγχεται θεματικά από την επικαιρότητα, αλλά και εκείνον που την αποτιμά και την μεταπλάθει, όσο και τον αναγνώστη που καταφεύγει στην πρώτη, στην επικαιρική δηλ. ποίηση ή δεξιώνεται εκ νέου μια προγενέστερή της, νηφάλιος ή ταραγμένος. Διαφοροποιείται, άραγε, η απάντηση; Τείνω να απαντήσω πως όχι. Τείνω να ασπαστώ το ενιαίο του ρόλου της ποίησης, τον μη χρηστικά ή και χρησιμοθηρικά εμπρόθετο, τον εν ολίγοις και εν πολλοίς υπερβατικά ή και ανατρεπτικά ιαματικό και καλλωπιστικό, τον ενδεχομένως ενθυμητικό και τον υπομνηστικό. Χρείες της ζωής, χρείες του κόσμου τα κελαηδήματα, θα πει τα ποιήματα ο μεγάλος Καρούζος, προτρέποντας τους ποιητές να δημιουργήσουν εκρήξεις ικανές να δυναμιτίσουν βολέματα και άλγη παντός καιρού. “Είναι φάρμακα; Είναι γάζες, επίδεσμοι;” θα αναρωτηθεί στη συνέχεια, ανακαλώντας στη μνήμη την επίκληση του Αλεξανδρινού “Τα φάρμακα σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως, που κάμνουνε – για λίγο – να μη νοιώθεται η πληγή”. Δεν είναι λίγο, θα συναινέσει η Δημουλά. Άλλωστε “Χρόνια διανυκτερεύω. Έχω να κοιμηθώ χιλιάδες ώρες. Πίνω όλα τα φάρμακα (ποιήματα) που φτιάχνω και δε λέω να πεθάνω. Μάλλον δυναμώνω”, θα αντιφωνήσει ο Γιάννης Κοντός και τόσοι άλλοι σε ώρες ευάλωτες και μη.
* Η Μαρία Καντ (Μαρία Καντωνίδου) γεννήθηκε στην Κύπρο, αλλά ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία και στη συνέχεια Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στην Παιδαγωγική Επιστήμη. Είναι μέλος ΔΕΠ στην ΑΣΠΑΙΤΕ. Αγαπά ιδιαίτερα τη γραφή και τη φωτογραφία. Κείμενα και φωτογραφίες της έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.