Υπήρξε ο Καρυωτάκης (1896-1928) ηγετική μορφή μιας κρίσιμης φάσης στην ιστορία της Νεοελληνικής Ποίησης, ο οποίος με την τεχνοτροπία του διέλυσε τα στερεότυπα της ηθικολογίας, που εμπνεόταν ως τότε από αβαθείς τόπους με «ωραία χρώματα του δειλινού», με «εύμορφα άνθη στους αιθέρες», ή από «χίλια αρνάκια σκορπισμένα που βόσκουν χόρτα και δροσιά».
Είναι ο τρίτος μείζων ποιητής έπειτα από τους Σολωμό και Παλαμά που φέρνει όραμα στην Τέχνη.
Το ανανεωτικό στοιχείο που έφερε στην ποίηση μετά από αυτούς και πριν από τους Σαραντάρη και Ρίτσο είναι η μεταμόρφωση της λέξης σε γρονθοκόπημα στο αραχνοΰφαντο πέπλο της παλαιοαστικής κοινωνίας και της ιδέας σε συνεπή διαμαρτυρία, την οποία πολλοί προγάστορες κοσμοπολίτες «διανοούμενοι» την εξέλαβαν ως ύβρι.
Σοβαροί επικριτές του υπήρξαν οι Κ. Δημαράς, Γ. Θεοτοκάς, Μ.Μ. Παπαϊωάννου, Τ. Βουρνάς και Β. Λεοντάρης.
Θα σταθώ στον τελευταίο για τον αποκλειστικό και μοναδικό λόγο ότι ο κ. Βύρων Λεοντάρης (γεν. 1932-), ο ίδιος ποιητής, κριτικός και φιλόλογος είναι εν ζωή, δημιουργεί ανάμεσά μας και δίκαιο είναι να ανταπαντήσει ενδεχομένως στα λεγόμενά μας, εάν το επιθυμήσει.
Στο βιβλίο του λοιπόν με τα κριτικά δοκίμια, που τιτλοφορείται «Σημειώσεις»1973 και στις σελίδες 71-73 κατηγορεί έτσι τον Καρυωτάκη:
1. «Ο Καρυωτάκης είναι ο ποιητής που απωθούμε…»
2. «Ο Κ.Κ. δεν ορίζεται ως προσωπικότητα, αλλά μόνο ως πραγματικότητα.»
3. «…Υπήρξε ένας εντελώς ασήμαντος άνθρωπος».
4. «Γίνεται ο πρώτος βλάσφημος στην ελληνική ποίηση…».
5. «Του έδωσαν θέση στις ανθολογίες, μα οι σελίδες φωνάζουν σα να θέλουν να ξεκολλήσουν και να φύγουν».
6. «Υπήρξε ψυχρός ποιητής, χωρίς ανάπτυξη έκφρασης».
7. «Κάθε φορά που η ελληνική ποίηση απελπίζεται, δηλαδή κάθε φορά που γίνεται ποίηση, ο Καρυωτάκης είναι εξακολουθητικά παρών».
Θα επιχειρήσω να αποκαταστήσω την αλήθεια, που επιπόλαια ο Β.Λ. βάλλει από παντού, απαντώντας κατά το δυνατόν με διάφανη και δικαιοκριτική ματιά:
1ον: Εάν ο Καρυωτάκης είναι ο ποιητής που ο Λεοντάρης τον απωθεί, τότε ας χρησιμοποιούσε το α’ ενικό πρόσωπο και ας μην ομιλούσε σε γ’ πληθυντικό, εκ μέρους των πολλών. Ο σοβαρός κριτικός πρέπει να εκφράζει προσωπική άποψη και να μην κρίνει για λογαριασμό τρίτων. Είναι αντιδεολογικό, αλλά δηλώνει και έπαρση. Το δε ρήμα «απωθώ» δείχνει μάλλον κακοτροπία…
2ον: Η προσωπικότητα ενός ατόμου ορίζεται από σκοπό, αυτοτέλεια και βούληση. Είχε σκοπό ο ποιητής μας, να αντιτάξει στις ασχημονίες των ανθρώπινων πράξεων τη δική του Τέχνη, φτιαγμένη από αιώνια υλικά. Είχε αυτοτέλεια μέσα στην αυθυπαρξία της ζωής του και τη δυναμική της σκέψης του. Είχε και βούληση να πλάσει μέσα από την ποιητική φαντασία έναν κόσμο πιο αγγελοκαμωμένο, να τον προβάλει ως αντίβαρο σε εκείνον της παχυδερμίας της ψυχής ορισμένων. Στο βάθος λοιπόν ήταν ρομαντικός.
Ένας ρομαντικός της καλής πίστης. Στην κόψη όμως του μεγάλου σκοπού να γίνει «στοιχείο απλό, ελεύθερο, γενναίο», ο ρομαντισμός αυτός διαλύεται στη σύγκρουση με την αναισθησία του πραγματικού κόσμου, του σκληρού για «μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει».
3ον: Υπήρξε ο εκφραστής μιας ποιητικής γενιάς, αυτής του 1920. ΄Ενας πραγματικός Πρωτεσίλαος που άνοιξε καινούργιο δρόμο μαχόμενος τη συμβατικότητα στην ποιητική Τέχνη.
Ο κ. Λεοντάρης τον υβρίζει αποκαλώντας τον «ασήμαντο άνθρωπο», ίσως από μικροψυχία, ίσως γιατί δεν εμβάθυνε όπως θα όφειλε στο καθαρά φιλολογικό του έργο, ίσως γιατί είναι αντίθετος με την μποέμικη ζωή του ποιητή, ίσως τέλος γιατί δεν συμφωνεί με την ιδεολογική του κοσμοθεωρία!
Κατά βάση, σε όλα αυτά τα παραπάνω «στηρίχθηκε» για να δημιουργήσει το «ευφυές» και χθαμαλού κριτικού ήθους ιδεολόγημά του.
4ον: Ο χαρακτηρισμός «βλάσφημος» είναι τουλάχιστον ανεδαφικός, εκτός εάν ο Λεοντάρης τον χρησιμοποιεί ως κατά δυσφημισμόν σχήμα (αντιθέτου του «κατ’ ευφημισμόν»), παραπέμποντας μάλλον στους «καταραμένους» μείζονες ποιητές της Γαλλίας Βερλαίν, Μπωντλαίρ και Ρεμπώ. Τον ενοχλεί ο ευθύβολος λόγος του ποιητή, όταν κατακεραυνώνει την υποκρισία και όλους όσοι εξαγοράζουν όλες τις αξίες και τα ιδανικά:
«Λευτεριά, Λευτεριά, πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι, λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει το υπερούσιο μέταλλό σου» ή όταν ξεστομίζει αλήθειες στο σαγηνευτικό κάλβειο ύφος: «Αλλά, τι λέγω, θρήνησε, θρήνησε την πατρίδα νεκρά όπου σκυλεύουν, αλλοφρονούντα τέκνα της».
5ον: Εάν ο Κ.Κ. υπήρξε «ψυχρός» ποιητής, τότε ο Β.Λ. φαίνεται ολοκληρωτικά αδύναμος να εμβαθύνει στην πεμπτουσία της καθαρής ποίησής του και να την προσεγγίσει με θέρμη. Είναι , φερ’ ειπείν, οι παρακάτω στίχοι ψυχροί ή μήπως αντιθέτως είναι εκφραστικότατοι, μελιχρότατοι, ρωμαλέοι, θεσπέσιοι, πλημμυρισμένοι από ακαταμάχητο λυρικό φως;
«Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι, απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει..»
«Μέρα τ’ Απρίλη, πράσινο λάμπος
γελούσε ο κάμπος με το τριφύλλι…»
«Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στού απείρου
και στής νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!»
6ον: Όλες οι Ανθολογίες και Βιογραφίες Ποιητών γράφουν για εκείνον ότι καθιερώθηκε ως ένας εκ των αξιολογοτέρων εκπροσώπων της ελληνικής ποίησης. Ο Κλέων Παράσχος σε άρθρο του το 1938: «Η πίστη του στην Τέχνη είναι τόσο ισχυρή, που έλεγε πως μόνο με αυτήν θα νικηθεί η ύλη, το εφήμερον, ο θάνατος». Ο δε φιλόλογος και μελετητής λογοτεχνίας Γ.Π.Σαββίδης έγραφε στα 1972: «Ο Καρυωτάκης άσκησε ισχυρή επίδραση σε ριζικά διάφορες ποιητικές ιδιοσυγκρασίες (Σεφέρη, Ρίτσο, Πεντζίκη), που εμφανίστηκαν σχεδόν αμέσως ύστερα απ’ αυτόν… Μια επίδραση έξω από τα όρια της ποιητικής συντεχνίας».
7ον: Σύμφωνα με τον κ. Λεοντάρη, η απελπισία ισοδυναμεί με την ποίηση, ίσως η πιο νοσηρή θεωρία που γράφτηκε ποτέ! Γιατί εάν, όπως ισχυρίζεται, η ελληνική ποίηση είναι ποίηση μόνο σε στιγμές απόγνωσης, τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι η Ποίηση είναι –αλί!- Τέχνη μηδενιστική, αχρείαστη και αυτοκαταστροφική!
Τα λιγοστά ποιήματα του Καρυωτάκη -εκατόν δεκατρία δικά του και είκοσι τέσσερα μεταφρασμένα αριστοτεχνικά Γάλλων και Γερμανών ποιητών- έχουν μια θαυμαστή στιχουργική ροή και μετρική εντέλεια, που κανείς συνήγορός τους δεν χρειάζεται να τα υπερασπιστεί λέγοντας κάτι παραπάνω, αφού αυτά τα ίδια αποδεικνύουν τη σημαντικότητα της εύψυχης τεχνικής τους. Για π.χ.
«Για να ξεχάσω το άπειρο, τώρα θ’ αναπολώ
τη χρυσή μέθη του έαρος, το κύμα τ’ απαλό,
κι εκείνη που εβημάτιζε σε πάρκα ερημικά,
αγάπη, ω, φύλλα κίτρινα, ω, ρόδα νεκρικά!» (Paul-Jean Toulet)
Η απαισιοδοξία του Καρυωτάκη είναι πολύ σιμότερα στον ρεαλισμό των πραγμάτων και της σκληρής ζωής, απ’ ό,τι η πεισματική αισιοδοξία μερικών που κάποτε συγγενεύει με τη μωρία και τη ρηχή θεώρηση των πραγμάτων.
Και μόνον η ακατάβλητη διάρκεια της ποιητικής του Τέχνης είναι η πληρέστερη απάντηση στους διώκτες και στους αρνητές του, «που όταν θέλουν να πονείς, μπορούν με χίλιους τρόπους».
Είναι ο τρίτος μείζων ποιητής έπειτα από τους Σολωμό και Παλαμά που φέρνει όραμα στην Τέχνη.
Το ανανεωτικό στοιχείο που έφερε στην ποίηση μετά από αυτούς και πριν από τους Σαραντάρη και Ρίτσο είναι η μεταμόρφωση της λέξης σε γρονθοκόπημα στο αραχνοΰφαντο πέπλο της παλαιοαστικής κοινωνίας και της ιδέας σε συνεπή διαμαρτυρία, την οποία πολλοί προγάστορες κοσμοπολίτες «διανοούμενοι» την εξέλαβαν ως ύβρι.
Σοβαροί επικριτές του υπήρξαν οι Κ. Δημαράς, Γ. Θεοτοκάς, Μ.Μ. Παπαϊωάννου, Τ. Βουρνάς και Β. Λεοντάρης.
Θα σταθώ στον τελευταίο για τον αποκλειστικό και μοναδικό λόγο ότι ο κ. Βύρων Λεοντάρης (γεν. 1932-), ο ίδιος ποιητής, κριτικός και φιλόλογος είναι εν ζωή, δημιουργεί ανάμεσά μας και δίκαιο είναι να ανταπαντήσει ενδεχομένως στα λεγόμενά μας, εάν το επιθυμήσει.
Στο βιβλίο του λοιπόν με τα κριτικά δοκίμια, που τιτλοφορείται «Σημειώσεις»1973 και στις σελίδες 71-73 κατηγορεί έτσι τον Καρυωτάκη:
1. «Ο Καρυωτάκης είναι ο ποιητής που απωθούμε…»
2. «Ο Κ.Κ. δεν ορίζεται ως προσωπικότητα, αλλά μόνο ως πραγματικότητα.»
3. «…Υπήρξε ένας εντελώς ασήμαντος άνθρωπος».
4. «Γίνεται ο πρώτος βλάσφημος στην ελληνική ποίηση…».
5. «Του έδωσαν θέση στις ανθολογίες, μα οι σελίδες φωνάζουν σα να θέλουν να ξεκολλήσουν και να φύγουν».
6. «Υπήρξε ψυχρός ποιητής, χωρίς ανάπτυξη έκφρασης».
7. «Κάθε φορά που η ελληνική ποίηση απελπίζεται, δηλαδή κάθε φορά που γίνεται ποίηση, ο Καρυωτάκης είναι εξακολουθητικά παρών».
Θα επιχειρήσω να αποκαταστήσω την αλήθεια, που επιπόλαια ο Β.Λ. βάλλει από παντού, απαντώντας κατά το δυνατόν με διάφανη και δικαιοκριτική ματιά:
1ον: Εάν ο Καρυωτάκης είναι ο ποιητής που ο Λεοντάρης τον απωθεί, τότε ας χρησιμοποιούσε το α’ ενικό πρόσωπο και ας μην ομιλούσε σε γ’ πληθυντικό, εκ μέρους των πολλών. Ο σοβαρός κριτικός πρέπει να εκφράζει προσωπική άποψη και να μην κρίνει για λογαριασμό τρίτων. Είναι αντιδεολογικό, αλλά δηλώνει και έπαρση. Το δε ρήμα «απωθώ» δείχνει μάλλον κακοτροπία…
2ον: Η προσωπικότητα ενός ατόμου ορίζεται από σκοπό, αυτοτέλεια και βούληση. Είχε σκοπό ο ποιητής μας, να αντιτάξει στις ασχημονίες των ανθρώπινων πράξεων τη δική του Τέχνη, φτιαγμένη από αιώνια υλικά. Είχε αυτοτέλεια μέσα στην αυθυπαρξία της ζωής του και τη δυναμική της σκέψης του. Είχε και βούληση να πλάσει μέσα από την ποιητική φαντασία έναν κόσμο πιο αγγελοκαμωμένο, να τον προβάλει ως αντίβαρο σε εκείνον της παχυδερμίας της ψυχής ορισμένων. Στο βάθος λοιπόν ήταν ρομαντικός.
Ένας ρομαντικός της καλής πίστης. Στην κόψη όμως του μεγάλου σκοπού να γίνει «στοιχείο απλό, ελεύθερο, γενναίο», ο ρομαντισμός αυτός διαλύεται στη σύγκρουση με την αναισθησία του πραγματικού κόσμου, του σκληρού για «μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει».
3ον: Υπήρξε ο εκφραστής μιας ποιητικής γενιάς, αυτής του 1920. ΄Ενας πραγματικός Πρωτεσίλαος που άνοιξε καινούργιο δρόμο μαχόμενος τη συμβατικότητα στην ποιητική Τέχνη.
Ο κ. Λεοντάρης τον υβρίζει αποκαλώντας τον «ασήμαντο άνθρωπο», ίσως από μικροψυχία, ίσως γιατί δεν εμβάθυνε όπως θα όφειλε στο καθαρά φιλολογικό του έργο, ίσως γιατί είναι αντίθετος με την μποέμικη ζωή του ποιητή, ίσως τέλος γιατί δεν συμφωνεί με την ιδεολογική του κοσμοθεωρία!
Κατά βάση, σε όλα αυτά τα παραπάνω «στηρίχθηκε» για να δημιουργήσει το «ευφυές» και χθαμαλού κριτικού ήθους ιδεολόγημά του.
4ον: Ο χαρακτηρισμός «βλάσφημος» είναι τουλάχιστον ανεδαφικός, εκτός εάν ο Λεοντάρης τον χρησιμοποιεί ως κατά δυσφημισμόν σχήμα (αντιθέτου του «κατ’ ευφημισμόν»), παραπέμποντας μάλλον στους «καταραμένους» μείζονες ποιητές της Γαλλίας Βερλαίν, Μπωντλαίρ και Ρεμπώ. Τον ενοχλεί ο ευθύβολος λόγος του ποιητή, όταν κατακεραυνώνει την υποκρισία και όλους όσοι εξαγοράζουν όλες τις αξίες και τα ιδανικά:
«Λευτεριά, Λευτεριά, πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι, λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει το υπερούσιο μέταλλό σου» ή όταν ξεστομίζει αλήθειες στο σαγηνευτικό κάλβειο ύφος: «Αλλά, τι λέγω, θρήνησε, θρήνησε την πατρίδα νεκρά όπου σκυλεύουν, αλλοφρονούντα τέκνα της».
5ον: Εάν ο Κ.Κ. υπήρξε «ψυχρός» ποιητής, τότε ο Β.Λ. φαίνεται ολοκληρωτικά αδύναμος να εμβαθύνει στην πεμπτουσία της καθαρής ποίησής του και να την προσεγγίσει με θέρμη. Είναι , φερ’ ειπείν, οι παρακάτω στίχοι ψυχροί ή μήπως αντιθέτως είναι εκφραστικότατοι, μελιχρότατοι, ρωμαλέοι, θεσπέσιοι, πλημμυρισμένοι από ακαταμάχητο λυρικό φως;
«Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι, απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει..»
«Μέρα τ’ Απρίλη, πράσινο λάμπος
γελούσε ο κάμπος με το τριφύλλι…»
«Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στού απείρου
και στής νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!»
6ον: Όλες οι Ανθολογίες και Βιογραφίες Ποιητών γράφουν για εκείνον ότι καθιερώθηκε ως ένας εκ των αξιολογοτέρων εκπροσώπων της ελληνικής ποίησης. Ο Κλέων Παράσχος σε άρθρο του το 1938: «Η πίστη του στην Τέχνη είναι τόσο ισχυρή, που έλεγε πως μόνο με αυτήν θα νικηθεί η ύλη, το εφήμερον, ο θάνατος». Ο δε φιλόλογος και μελετητής λογοτεχνίας Γ.Π.Σαββίδης έγραφε στα 1972: «Ο Καρυωτάκης άσκησε ισχυρή επίδραση σε ριζικά διάφορες ποιητικές ιδιοσυγκρασίες (Σεφέρη, Ρίτσο, Πεντζίκη), που εμφανίστηκαν σχεδόν αμέσως ύστερα απ’ αυτόν… Μια επίδραση έξω από τα όρια της ποιητικής συντεχνίας».
7ον: Σύμφωνα με τον κ. Λεοντάρη, η απελπισία ισοδυναμεί με την ποίηση, ίσως η πιο νοσηρή θεωρία που γράφτηκε ποτέ! Γιατί εάν, όπως ισχυρίζεται, η ελληνική ποίηση είναι ποίηση μόνο σε στιγμές απόγνωσης, τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι η Ποίηση είναι –αλί!- Τέχνη μηδενιστική, αχρείαστη και αυτοκαταστροφική!
Τα λιγοστά ποιήματα του Καρυωτάκη -εκατόν δεκατρία δικά του και είκοσι τέσσερα μεταφρασμένα αριστοτεχνικά Γάλλων και Γερμανών ποιητών- έχουν μια θαυμαστή στιχουργική ροή και μετρική εντέλεια, που κανείς συνήγορός τους δεν χρειάζεται να τα υπερασπιστεί λέγοντας κάτι παραπάνω, αφού αυτά τα ίδια αποδεικνύουν τη σημαντικότητα της εύψυχης τεχνικής τους. Για π.χ.
«Για να ξεχάσω το άπειρο, τώρα θ’ αναπολώ
τη χρυσή μέθη του έαρος, το κύμα τ’ απαλό,
κι εκείνη που εβημάτιζε σε πάρκα ερημικά,
αγάπη, ω, φύλλα κίτρινα, ω, ρόδα νεκρικά!» (Paul-Jean Toulet)
Η απαισιοδοξία του Καρυωτάκη είναι πολύ σιμότερα στον ρεαλισμό των πραγμάτων και της σκληρής ζωής, απ’ ό,τι η πεισματική αισιοδοξία μερικών που κάποτε συγγενεύει με τη μωρία και τη ρηχή θεώρηση των πραγμάτων.
Και μόνον η ακατάβλητη διάρκεια της ποιητικής του Τέχνης είναι η πληρέστερη απάντηση στους διώκτες και στους αρνητές του, «που όταν θέλουν να πονείς, μπορούν με χίλιους τρόπους».
* Ο Αντώνης Περδικούλης είναι ποιητής, δοκιμιογράφος.