Αποτελεί προσωπική αρχή χρόνων να μην σχολιάζω κριτικές. Κάθε ένας που εκτίθεται στη δημόσια σφαίρα (με λόγο ή δράση) αναγνωρίζει de facto σε άλλους το δικαίωμα να τον κρίνουν. Αυτά όμως μόνο όταν η κριτική γίνεται συντεταγμένα και κινείται στα όρια της ευπρέπειας.
Σε πρόσφατο άρθρο του εκδότη κ. Γιαννόπουλου στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ, ο συντάκτης καταφέρεται εναντίον του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας και εναντίον της Δημιουργικής Γραφής. Δεν πρόκειται βέβαια να τοποθετηθώ εκ μέρους των δύο κεντρικών συντελεστών του Φεστιβάλ, κ.κ. Σκιαθά και Κωτόπουλου, μολονότι είναι γνωστές οι στενές μας σχέσεις σε προσωπικό και ερευνητικό επίπεδο. Θα σχολιάσω μόνο ό,τι με αφορά, ως «μαϊντανός» λογοτέχνης της Θεσσαλονίκης που προσκλήθηκε στο Φεστιβάλ και ως θεράπων της Δημιουργικής Γραφής.
Το να γράφει βεβαίως κάποιος πράγματα για τα οποία δεν έχει ενδεχομένως ιδέα, το συναντάμε πολύ συχνά σε όσους ασκούν λογοτεχνική κριτική. Γράφουν μέσα από μία ευκαιριακή κι επιφανειακή ματιά. Ζούμε άλλωστε στην εποχή του μεταμοντέρνου και συχνά πυκνά επιδιώκονται «ευκολίες που θεωρείται ότι προκαλούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Σε πρόσφατη παρουσίαση του έργου γνωστής ποιήτριας της Θεσσαλονίκης σημείωσα ότι «η ελληνική κριτική κινείται αμέθοδα και αποσπασματικά». Η κριτική όμως δεν μπορεί να αποδεικνύει έλλειψη γνώσης για βασικά ζητήματα, όπως η ταυτότητα του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας και η ιστορία της Δημιουργικής Γραφής, που ξεπερνά τα 130 χρόνια. Δυστυχώς ο συντάκτης δεν ενδιαφέρθηκε να αναζητήσει πληροφορίες για το παρελθόν ή ό,τι αφορά τα δύο αυτά θέματα.
Περί φεστιβάλ
Ο κ. Γιαννόπουλος αμφισβητεί τον διεθνή χαρακτήρα του φεστιβάλ, κατηγορώντας τους διοργανωτές (και εμμέσως όσους κατά καιρούς συμμετείχαμε) ότι στοχεύουμε στην εξαπάτηση του κοινού, αφού ούτε «διεθνής» είναι ούτε «θεσμός». Αν δεχτούμε, κατά το άρθρο, ότι η διαφήμιση «στάζει από το αίμα των λαών», τότε εμμέσως οι συμμετέχοντες συμμετέχουμε σε ιμπεριαλιστικές πολεμικές επιχειρήσεις (sic), αφού λαμβάνουμε μέρος σε κάτι που διαφημίζεται (σσ με Δελτίο Τύπου). Μετά από τέσσερα (4) χρόνια μία διοργάνωση με προσκαλεσμένους τόσες δεκάδες έξοχων αναγνωρισμένων καλλιτεχνών και ακαδημαϊκών από διάφορες χώρες, μόνο θεσμός μπορεί να αποκληθεί, ειδικά όταν θεσμικοί φορείς (Προεδρεία της Δημοκρατίας, Υπουργείο Πολιτισμού, Υπουργείο Τουρισμού, Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, Περιφερειακή Ένωση Δήμων, Δήμος Πατρέων, Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Πατρέων, Επιμελητήρια κι εμπορικοί σύλλογοι, το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, η Εφορεία Αρχαιοτήτων, το Πανεπιστήμιο Πατρών, το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Σπίτι της Κύπρου, Ινστιτούτο Θερβάντες) υποστηρίζουν την όλη δράση. Αποτελεί ιστορική νεκροφιλία η απαίτηση να περιμένουμε να περάσουν δεκαετίες προκειμένου να αποδώσουμε ορισμένους χαρακτηρισμούς σε δράσεις, περιοδικά ή εκδηλώσεις με επαναληψιμότητα στον χρόνο.
Τα λογοτεχνικά φεστιβάλ μοιάζουν με κάτι καινούριο για τα ελληνικά γράμματα, παρά το ότι αποτελούν μία πολυετή πρακτική στο εξωτερικό. Μάλιστα σε ορισμένες χώρες αποτέλεσαν το εφαλτήριο για την εκδοτική αύξηση και τη λογοτεχνική έκφραση γενεών. Τα αυστραλιανά λογοτεχνικά φεστιβάλ, κατά τον Paul Dawson, των δεκαετιών 1960 και 1970 έδωσαν αφορμή για την έκφραση των νεανικών αγωνιών της εποχής. Την εικόνα επιβεβαιώνει και ο Eric Hobsbawm που μέτρησε μόνο στη Βόρεια Αμερική περισσότερες από 2.500 φεστιβαλικές εκδηλώσεις κάθε είδους, που ενισχύουν ποικιλοτρόπως την καλλιτεχνική έκφραση. Στην Ελλάδα, ωστόσο, είναι ακόμα κάτι καινούριο. Και όπως καθετί νέο (!) πάντα δέχεται κριτική. Γνωστότερα είναι το Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης, του οποίου ο αρχικός τοπικός χαρακτήρας άρχισε να αποκτά διεθνή χαρακτήρα (προσφάτως δέχτηκε μάλιστα επίθεση από αθηναϊκά εκδοτικά κέντρα, για την οποία δεν θυμάμαι σχετική ανακοίνωση εκ μέρους του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ), και το Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης της Πάτρας, που εσχάτως προκάλεσε την μήνιν.
Έχοντας τη χαρά και την τιμή να συμμετάσχω σε εκδηλώσεις του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας (συμμετοχή 280 ποιητών/τριων από 35χώρες σε σύνολο) και συνομιλώντας με σημαντικούς αλλοδαπούς εκπροσώπους της ποίησης, επιβεβαίωσα μια βασική μου θέση για την αδυναμία της σύγχρονης ελληνικής ποίησης: την επαφή των δημιουργούν μεταξύ τους, το “ζύμωμα” των ιδεών και των τεχνικών (πειραματικών ή άλλων) με τρόπους πέρα από την ανάγνωση του έργου τους. Τα φεστιβάλ προσφέρουν τη μοναδική δυνατότητα μιας διά ζώσης επαφής με ανθρώπους (Έλληνες και ξένους). Στα φεστιβάλ οι ιδιωτικές συζητήσεις ξεπερνούν το έτοιμα θέματα που ορίζουν τα βιβλία και οι συνθέσεις που θα απαγγελθούν. Η κριτική στο φεστιβάλ πρέπει να ασκείται κυρίως σε ό,τι αφορά την επίτευξη αυτού του στόχου: στην επαφή των λογοτεχνών μεταξύ τους και την ανταλλαγή απόψεων. Κάθε κρίση που αφορά την επικεφαλίδα, κρύβει άλλους σκοπούς και δεν επιτελεί τον σκοπό της κριτικής. Ειδικά όταν στην εποχή μας που ο κόσμος κλυδωνίζεται από την πανδημία και τον πόλεμο, ο πολιτισμός ήταν ο μόνος κοινωνικός δεσμός μας.
Στην «κριτική» του ο κ. Γιαννόπουλος παραβλέπει ότι για 2 έτη οι επικοινωνίες περιορίστηκαν μόνο σε ηλεκτρονικές επαφές (ο κόσμος ξεπέρασε το skype στο μεταξύ…), αφού απαγορεύονταν ταξίδια και συναθροίσεις, όπως π.χ. το 2019 που στο Φεστιβάλ αυτό είχα την τιμή και τη χαρά να συνομιλήσω διά ζώσης με εκπροσώπους της σύγχρονης ποίησης από Αίγυπτο (με τον αείμνηστο Rifaat Salam), Ισραήλ (Ronny Someck), Ισπανία (Roberto Garcia de Mesa), Ιταλία (Milo De Angelis), Κύπρο (τον αείμνηστο Λεύκιο Ζαφειρίου και Γιώργο Χριστοδουλίδη), Ρουμανία (Vasile Igna, Andrian Popescu και Vasile Igna), Αλβανία (Βαγγέλη Ζαφειράτη και Arben Gjeka), Σλοβενία (Dusan Sarotav), κ.ά. Και φυσικά πολλοί Έλληνες αναγνωρισμένοι δημιουργοί όπως ο Σταύρος Ζαφειρίου, η Χλόη Κουτσουμπέλη, ο Βαγγέλης Τασιόπουλος, ο Ηλίας Κεφάλας, ο Σωτήρης Παστάκας, ο Νάσος Βαγενάς και άλλοι ακαδημαϊκοί και δημιουργοί. Ακόμα όμως και τον προηγούμενο Νοέμβριο υπήρχαν διά ζώσης εκδηλώσεις στην Πάτρα που υποστηρίζονταν με εξ αποστάσεως συμμετοχές.
Μάλιστα μας κάνει εντύπωση το γεγονός ότι η «κριτική» του κ. Γιαννόπουλου δεν κατατέθηκε τα προηγούμενα χρόνια, αλλά μόνο μετά το 4ο Φεστιβάλ. Στο 3ο και στο 4ο φεστιβάλ, σημαντικός θεματικός άξονας ήταν η λογοτεχνική κριτική και η αδυναμία της να σταθεί στο ύψος των αναγκών και στο 3ο Φεστιβάλ τέθηκε επί τάπητος το ζήτημα της λογοκλοπής, και μάλιστα όταν ακόμα το θέμα ήταν ζέον. Το Φεστιβάλ είναι ο μόνος σύγχρονος θεσμός που προκάλεσε έναν διάλογο γύρω από τη σημασία της κριτικής (οι τελευταίες συζητήσεις για την κριτική ήταν το 1983 στο 2ο Συμπόσιο Ποίησης και το 1990 από το περιοδικό «Δέντρο») και για το μείζον ζήτημα της λογοκλοπής. Είναι εμφανές ότι τέτοιες συζητήσεις ενοχλούν, αλλά η ελληνική κριτική αποφεύγει να μιλήσει για τα ουσιαστικά.
Τι χρείαν έχομεν των βραβείων και των διαγωνισμών;
Το μόνο ίσως ουσιαστικό ερώτημα που κατατίθεται στο άρθρο περιλαμβάνεται στη φράση «ποιος κρίνει, ποιον και τι κρίνεται τελικά». Κατά ειρωνεία της τύχης όμως η απάντηση σε τέτοια ερωτήματα θα μας φέρει αντιμέτωπους με πολλά ζητήματα: έλλειψη γνώσης, ιδεοληψία, απουσία έρευνας και εμπάθεια ή –αναλόγως– διατήρηση φιλικών σχέσεων με “κύκλους”.
Οι λογοτεχνικοί διαγωνισμοί και οι βραβεύσεις ακολουθούν μία μακραίωνη πορεία από τα μέσα του 19ου αιώνα και σαφώς συνδέονταν με την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής. Το πρόβλημα με τους σύγχρονους όμως διαγωνισμούς έγκειται στην ευκαιριακή λογική με την οποία βραβεύουν, για παράδειγμα, μόνο ένα ποίημα (σσ και ο υπογράφων εκλήθη στη νεότητά του να υπηρετήσει ως μέλος κριτικής επιτροπής τέτοιους διαγωνισμούς). Ωστόσο, ένα ποίημα αποσπασματικά εξεταζόμενο και μακριά από άλλες συνθέσεις, που απαρτίζουν μια συλλογή, λειτουργεί περιπτωσιολογικά και δεν αποτυπώνει ούτε την αξία του έργου ούτε τη φιλοσοφία του διαγωνιζόμενου για την ποίηση. Αντίθετα, μία ποιητική συλλογή όταν εξετάζεται ως ολοκληρωμένη πρόταση, επιτρέπει την ανάδυση της αντίληψης του δημιουργού για τη γλώσσα και την τέχνη. Επί τούτης της αρχής στα ελληνικά γράμματα έχουμε έξι (6) μόνο σχετικά βραβεία συμπεριλαμβανομένου του Κρατικού Βραβείου, εκείνου της Ακαδημίας Αθηνών, του «Jean Moréas» (όρα Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας), του περιοδικού «Διαβάζω», το «Μαρία Πολυδούρη» και του «Κούρου Ευρωπού» (για ανέκδοτες συλλογές το τελευταίο).
Ιστορικά κάθε νέος διαγωνισμός, όπως και κάθε νέο περιοδικό, εξέφραζαν τη νεότερη καλλιτεχνική γενιά, τις ιδεολογικές και καλλιτεχνικές της απόψεις. Κάθε γενιά είχε ανάγκη τα δικά της περιοδικά, τους δικούς της διαγωνιστικούς θεσμούς και τους δικούς κριτικούς, προκειμένου να αντισταθούν στην εξουσία και την τυποποιημένη αντίληψη των παλιότερων γενεών και θεσμών. Οι διαγωνισμοί πάντα προσπαθούσαν να αναδείξουν το καινοτόμο και για αυτό κάθε γενιά επενδύει σε διάφορες μορφές “διαγωνισμών” (σε στενούς κύκλους αναγνώσεις, σε φεστιβάλ ή στην εκ του σύνεγγυς μελέτη βιβλίων από κοινού). Εξάλλου, η επιλογή ενός κειμένου για δημοσίευση σε ένα περιοδικό είναι «βράβευση» για τον συντάκτη η δημιουργό.Γιατί στην πραγματικότητα πέρα από τους τίτλους, κάθε νέος διαγωνισμός και κάθε νέο περιοδικό, «συγκρούεται» δυνητικά με το κατεστημένο. Και ως κατεστημένο εννοούμενο εκείνο την κριτική ή δημιουργική παράδοση προηγούμενων γενεών, χωρίς ουδόλως να ακυρώνουμε το έργο τους. Χαρακτηριστικοί είναι δε οι διαγωνισμοί των νεωτεριστών ζωγράφων του Παρισιού στο μεταίχμιο του προηγούμενων αιώνων.
Ακριβώς όμως για αυτό έχουμε ανάγκη νέους θεσμούς, που με ευθύτητα στόχων και αξιολογικών κριτηρίων, διαφανή κριτική επιτροπή (με εκπροσώπους από όλο τον λογοτεχνικό κόσμο) θα εκφράζουν τις σύγχρονες ποιητικές ανάγκες, που αδυνατούν πια να εκφράσουν άλλοι θεσμοί, οι οποίοι ήδη έχουν κλείσει δεκαετίες (περιοδικά, διαγωνισμοί κοκ). Και αυτό δεν μηδενίζει την προσφορά τους στα γράμματα. Ωστόσο, οι περισσότεροι εξ αυτών έχουν εξελιχθεί σταδιακά σε γρανάζι του συστήματος, υπηρετώντας την εξουσία (πολιτική, λογοτεχνικό κατεστημένο και επιχειρηματικούς κολοσσούς). Έχουμε ανάγκη διαγωνισμούς στους οποίους θα συμμετέχουν δημιουργοί και κριτικοί με σαφή τοποθέτηση απέναντι στον εξουσιαστικό λόγο. Στο κάτω κάτω η εξουσία δεν είναι μια αφηρημένη έννοια ούτε προσωποποιείται αποκλειστικά στην πολιτική ηγεσία[1]. Ως εξουσία (σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία) οι μαρξιστές, από τον Gramsci και τον Althusser έως τον Foucault, τον Jameson και τον Eagleton, αντιλαμβάνονταν τις ιδέες και τις αξίες που εκφράζει η γλώσσα ως προνομιακό πεδίο έκφρασης ιδεών, οι οποίες συντηρούν το αστικό σύστημα εξουσίας ως ηγεμονία.
Έχει λοιπόν ιδιαίτερη σημασία να εξετάζουμε ποιος βραβεύει και κρίνει. Είναι αφελές –και ιδεοληπτικό– να θεωρούμε ότι κάθε βραβείο εκφράζει την εξουσία. Ο αναγνώστης που «βραβεύει» με καλά λόγια για ένα βιβλίο ασκεί εξουσία; Το πρόβλημα είναι η βράβευση/διάκριση ή ο φορέας; Ένας μαρξιστής κριτικός που «βραβεύει» ένα έργο ασκεί εξουσία ή εκπροσωπεί κάποια εξουσία; Εμείς θεωρούμε ότι ο κριτικός οφείλει να αμφισβητεί την εξουσία, να αναζητά νέες τάσεις στην τέχνη που συγκρούονται με τον εξουσιαστικό λόγο. Ένας αριστερός φορέας που «βραβεύει» ένα έργο ασκεί εξουσία στο έργο και τον καλλιτέχνη;
Κι όμως η Γη γυρίζει
Και βεβαίως από το άρθρο δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η… Δημιουργική Γραφή. Τι σχέση έχει; Καμία εκτός από τη συμμετοχή στο Φεστιβάλ του Κωτόπουλου. Αφού λοιπόν συμμετέχει ο Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος, τότε πρέπει να μιλήσουμε για τη Δημιουργική Γραφή. Είναι όμως ενδιαφέρον ότι όσοι σχολιάζουν τη Δημιουργική Γραφή, δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για την ιστορία της και την ανάγκη που τη γέννησε[2] και πιστεύουν ότι «προέρχεται από την αμερικανική βιομηχανία της διασκέδασης και (ότι) είναι δάνειο της συμφοράς σε μια λεηλατημένη κοινωνία». Κι όμως όλοι οι θεωρητικοί της Δημιουργικής Γραφής αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του Αριστοτέλη τον πρόγονό τους. Γιατί ακριβώς το «Περί Ποιητικής» δεν ήταν τίποτε από ένα εγχειρίδιο σημειώσεων για τη συγγραφή ποίησης (τραγωδιών).
Δεν κρίνουμε όμως σκόπιμο να μιλήσουμε αναλυτικά για την Δημιουργική Γραφή (δεν είναι ούτε ο χώρος ούτε η ώρα). Δεν θα αποδείξουμε ότι το σύμπαν διαστέλλεται, όταν σε όλο τον δυτικό κόσμο αποτελεί τμήμα των λογοτεχνικών σπουδών τόσο σε προπτυχιακό επίπεδο όσο και σε μεταπτυχιακό ή διδακτορικό. Για αυτά έχουν γράψει πολλοί μελετητές (κι εμείς μαζί), σε άρθρα, διπλωματικές εργασίες και διδακτορικά, ελεύθερα να διαβαστούν στο διαδίκτυο. Είναι όμως η ώρα να μιλήσουμε για την εμπάθεια και τη μεταφυσική διάσταση της ποιητικής δημιουργίας, που κυριαρχεί στη σκέψη κάποιων ή την αδυναμία τους να θυμηθούν τη λογοτεχνική ιστορία.
Ενδιαφέρον είναι ότι ενώ η σχετική κριτική κινείται στην σφαίρα της αριστερής διανόησης, αντιλαμβάνεται την ποιητική δημιουργία με όρους μεταφυσικής. Είναι οι ρομαντικές (όρα φιλελεύθερες) ιδέες που παρεισφρέουν στο υλιστικό-μαρξιστικό υποσυνείδητο; Αρκούν μόνο το «καμίνι της ιστορίας, οι αγώνες των φτωχών που γαλουχούν την ελπίδα και σφυρηλατούν την αξιοπρέπεια», για να παραχθεί ένα έργο υψηλής αισθητικής αξίας; Η σχετική κριτική παραβλέπει μέσα στην επιφανειακή της προσέγγιση ότι ιστορικά οι καλλιτέχνες συγκροτούσαν λέσχες (ή συντεχνίες) και ομάδες δημιουργικές από τις οποίες ξεπηδούσαν καλλιτεχνικά ρεύματα και κινήματα. Εκεί γίνονταν από κοινού σπουδές και μελέτες σε έργα κάθε τέχνης. Οι περισσότεροι λογοτέχνες προσέγγισαν βαθύτερα την τέχνη τους μέσα σε λογοτεχνικές ομάδες και σε κύκλους επιφανώς δημιουργών.
Η μουσειακή λογική με την οποία τόσο εύκολα συγκρίνουμε δημιουργούς που σήμερα πειραματίζονται και καταθέτουν το έργο τους, ένα έργο υπό διαμόρφωση που δεν έχει αποτιμηθεί ως ολότητα, με κορυφαίους εκπροσώπους των γραμμάτων που έκαναν τον κύκλο τους (ανάλογη λογική καλλιεργούν τα σχολικά εγχειρίδια λογοτεχνίας, που εκφράζουν όσο τίποτε άλλο την εξουσία στον λογοτεχνικό χώρο). Άλλωστε, ούτε από τη Σχολή Καλών Τεχνών αναμένουμε να βγάλουμε έναν Πικάσο ή έναν Μοντιλιάνι, αν και κορυφαίοι δημιουργοί (Εγγονόπουλος, ο Φαίδων Πατρικαλάκις, ο Φασιανός κ.ά.) σπούδασαν την τέχνη τους σε Σχολές Καλών Τεχνών. Αλλά αυτά μόνο για άλλες τέχνες. Για τη λογοτεχνία κάποιοι διατηρούν το μεταφυσικό επιχείρημα του αντιεξουσιαστή εργάτη που εμπνέεται από τη διαδρομή του στο πεζοδρόμιο και στον οποίο η πανεπιστημιακή γνώση είναι περιττή (sic).
Είναι φανερό ότι όσοι αντιλαμβάνονται τη Δημιουργική Γραφή ως μια αμερικανική ιμπεριαλιστική εισαγωγή, δεν έχουν ιδέα ούτε για το περιεχόμενο του Προγράμματος Σπουδών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας ούτε γνωρίζουν τη δουλειά που γίνεται εκεί στη μελέτη κειμένων και το θεωρητικό οπλοστάσιο που παραδίδεται στους μεταπτυχιακούς φοιτητές. Ούτε προφανώς έχουν έρθει σε επαφή με το έργο πολλών εξ ημών. Μέσα στην ημιμάθειά τους νομίζουν ότι η Δημιουργική Γραφή περιορίζεται στη λογοτεχνία. Παραβλέπεται ότι αφορά το θεατρικό και το κινηματογραφικό σενάριο εξίσου, ότι αποτελεί μία καινοτόμα παιδαγωγική μέθοδο διδασκαλίας της λογοτεχνίας στο σχολείο με όρους ομαδοσυνεργατικότητας και διαφοροποιημένης προσέγγισης της μάθησης, ή έστω ένα χόμπι αυτοέκφρασης και διαφορετικής προσέγγισης της λογοτεχνίας, όπως ακριβώς οι ερασιτεχνικοί θίασοι και τα εικαστικά εργαστήρια.
Στο κάτω κάτω της γραφής, το θέμα με την άρνηση της Δημιουργικής Γραφής δεν είναι απλώς η μεταφυσική αντίληψη για το ταλέντο του συγγραφέα, αλλά η διάκριση των τεχνών σε υψηλότερες και κατώτερες. Γιατί όταν αναγνωρίζουμε το δικαίωμα σε έναν ζωγράφο-εικαστικό, έναν μουσικό ή έναν ηθοποιό/σκηνοθέτη/σεναριογράφο να αποκτούν εξειδικευμένη ακαδημαϊκή γνώση και θεωρητικό υπόβαθρο για την τέχνη τους, η άρνηση αυτού του ίδιου δικαιώματος σε λογοτέχνες αποτελεί εμφανώς διάκριση των τεχνών σε χαμηλές και υψηλή. Γιατί από τον συλλογισμό παραβλέπεται ότι όλες οι άλλες τέχνες διδάσκονται σε ακαδημαϊκά ιδρύματα και στην τυπική και άτυπη εκπαίδευση ορισμένα (ωδεία, εικαστικά, θεατρικές ομάδες). Όλες εκτός από τη δημιουργική γραφή.
Αξίζει όμως να υπογραμμίσουμε ότι νομπελίστες λογοτέχνες, όπως ο Καζούο Ισιγκούρο, σπούδασαν σε προπτυχιακό επίπεδο δημιουργική γραφή και τώρα τη διδάσκουν ως πανεπιστημιακοί σε εξαιρετικά πανεπιστήμια. Πολλοί ακόμα βέβαια βραβευθέντες με books, prize κτλ διδάσκουν Δημιουργική Γραφή σε ακαδημαϊκά ιδρύματα. Αλλά και στην Ελλάδα, σημαντικοί δημιουργοί, όπως ο Τίτος Πατρίκιος, ο Θανάσης Βαλτινός, ο αείμνηστος Θάνος Μικρούτσικος και άλλοι τραγουδοποιοί ή στιχουργοί (Λίνα Νικολακοπούλου, Φίλιππος Γράψας κ.ά) διδάσκουν Δημιουργική Γραφή στο πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Και ίσως είναι ανάγκη να σημειώσουμε αποφοίτους του Μεταπτυχιακού της Δημιουργικής Γραφής που διακρίθηκαν με κρατικά και άλλα σημαντικά βραβεία στην πεζογραφία (Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης και Δημήτρης Χριστόπουλος με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2021), το εφηβικό βιβλίο (Γλυκερία Γκρέκου που τιμήθηκε με το βραβείο “Αναγνώστης” το 2014), την ποίηση (Σοφία Κολοτούρου με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2016). Βέβαια, όποιος θεωρεί ότι τα βραβεία εκφράζουν μόνο την εξουσία, κακώς διάβασε την παράγραφο αυτή.
[1] σσ. Αν και ο κ. Γιαννόπουλος καταφέρεται εναντίον της εξουσίας και προτείνει μία σαφή στάση των καλλιτεχνών κατά της εξουσίας, δεν καταλαβαίνουμε τον λόγο που προσπαθεί να προστατεύσει την ΑΕ Προέδρο της Δημοκρατίας. Μάλιστα η απουσία έρευνας για το θέμα που κρίνει είναι ότι δεν γνώριζε ότι το Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης της Πάτρας τελούσε υπό την αιγίδα και του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας, κκ. Παυλόπουλου.
[2] πχ στις ΗΠΑ ήταν μία αντίδραση απέναντι στον αγγλόφωνο σχολαστικισμό των Φιλολογικών Τμημάτων και στο ΗΒ συνδέθηκε με τον αντιθατσερισμό και τις Πολιτισμικές Σπουδές εξαρχής.