Scroll Top

Κάποιος που ποτέ δεν έγινα – του Ευάγγελου Αυδίκου

Υπεύθυνος στήλης | Ευάγγελος Αυδίκος

«Η λέξη στη γλώσσα ανήκει εξ ημισείας σε κάποιον άλλο». Η φράση του Μπαχτίν συμπυκνώνει τον αέναο αγώνα της λογοτεχνίας, που υπάρχει μέσα από τις λέξεις, οι οποίες αναπαρθενεύονται κάθε φορά , παραφράζοντας τον Ελύτη. Με άλλα λόγια, προσαρμόζονται στην αφηγηματική θερμοκρασία του νέου περιβάλλοντος.
Η αφετηρία της στήλης είναι αυτή η διαπίστωση, σε ό,τι αφορά τη σχέση της με τους αναγνώστες και τα βιβλία. Δεν πιστεύω σε κλειστές και απρόσβλητες αναγνώσεις. Τα βιβλία θα γίνουν το μέσο επικοινωνίας με όσους/ες διαβάζουν. Χωρίς τον αναγνώστη/τρια τα δοκίμια βιώνουν το πολικό ψύχος της αναγνωστικής μοναξιάς.

Το πρόσφατο μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου (Λάδι σε καμβά, Μεταίχμιο) ανιστορεί, με το στόμα του πρωταγωνιστή, τον βίο και τα ματαιωμένα όνειρα ενός γόνου μιας μικροαστικής οικογένειας. Γεννήθηκε σε ένα περιβάλλον με κοινωνικές ευαισθησίες, σε μια περίοδο που υφάνθηκε από κοινωνικές και προσωπικές προσδοκίες αλλά που εξελίχθηκε σε ιστορική και πολιτική, οικογενειακή περιπέτεια, καθώς και σε μια συνεχή προσωπική δραπέτευση από αυτά που του χαμογελούσαν.

Η ανιστόρηση μοιάζει με απολογισμό όσων προηγήθηκαν, όταν πλέον σβήνει και η τελευταία αχτίδα ελπίδας. Ο πρωταγωνιστής γεννήθηκε σε μια οικογένεια που έμαθε να μην κυνηγάει τα όνειρά της. Και ο πατέρας Φαίδων και η μητέρα Αντιγόνη δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν την εσωτερική φωνή τους: ο πατέρας να γίνει μαέστρος. κατέληξε στο τέλος να γίνει μικρέμπορος, αντικαθιστώντας το όνειρό του με τη συλλογή δίσκων ως υποκατάστατο της ματαιωμένης επιθυμίας του. Το ίδιο συνέβη και με τη μητέρα που αρκέστηκε στο δικό της γενόσημο, την προβολή της επιθυμίας της να γίνει ζωγράφος στο πρόσωπο του γιου της.

Η αφήγηση του Πανσέληνου είναι χαμηλόφωνη. Ακολουθεί έναν αργό ρυθμό, η φωνή του έχει τη θλίψη της συνειδητοποίησης ότι αποχαιρετά οριστικά την Αλεξάνδρεια, όσα δηλαδή έμειναν ανεκπλήρωτα.. Ακόμη και οι σεξουαλικές του επιθυμίες που βούλιαξαν μέσα στις μικροαστικές συμβάσεις και την υποσυνείδητη χειραγώγησή τους μέσα σ’ ένα πλαίσιο μικροαστικής ευπρέπειας.

Όλα ξεκίνησαν σε ένα νησί όπου στέλνεται να κάνει τις διακοπές του σε φιλική οικογένεια και παράλληλα να εξασκηθεί στις τεχνικές της ζωγραφικής κοντά στον Φαίδωνα Καράλη. Ο Πανσέληνος σκιαγραφεί το αναδυόμενο τουριστικό Αιγαίο, με τα καινούργια ήθη (μουσική, πάρτυ, κ.λπ), με πρωτεύουσα θέση να κατέχει η φιλελευθεροποίηση της έκφρασης της ερωτικής επιθυμίας. Τότε, διαμορφώνεται η αντίληψη για τον έρωτα του καλοκαιριού. Αυτό το τελευταίο εκφράζεται από τη μεγάλη κόρη της οικογένειας Καράλη. Φοιτήτρια η ίδια, μοιάζει με χειραφετημένη γυναίκα που ζει για την ηδονή του καλοκαιριού, σε όλα τα επίπεδα.

Ωστόσο, υπάρχει και ο έρωτας, που προσωποποιείται από τη Γωγώ, την ανήλικη, σε προεφηβική ηλικία, κόρη της οικογένειας. Είναι ένα αίσθημα δυνατό. Η μικρή Γωγώ κατακυριεύεται από έναν ολοκληρωτικό έρωτα, από τον οποίο απουσιάζει η σαρκική επαφή, εξόν από μια απαλή επαφή των χειλιών. Ο Πανσέληνος χειρίζεται με δεξιοτεχνία ένα θέμα, που θα μπορούσε να προκαλέσει αντιδράσεις. Ο νεαρός ζωγράφος βρίσκεται ανάμεσα στην ενήλικη αδελφή και την ικανοποίηση των σεξουαλικών του αναγκών, από τη μια μεριά, και τον έρωτα για μια προέφηβη που τον διεγείρει ψυχοσωματικά.

Το μυθιστόρημα του Πανσέληνου έχει δυο βασικά χαρίσματα. Μιλάει χαμηλόφωνα για έναν έρωτα που σημαδεύει τη ζωή του. Ωστόσο, ακόμη κι αυτό το αίσθημα, το ψυχοδιεγερτικό, σκεπάζεται από τη σκόνη της μικροαστικής συμβατικότητας. Και το σπουδαίο είναι πως ο συγγραφέας καταφέρει να διαμορφώσει αυτή την ατμόσφαιρα που δεν οδηγεί σε συγκλονισμό. Δεν προκαλούνται εκρήξεις. Όλα τακτοποιούνται χαμηλόφωνα. εκτός από τη ζωή του πρωταγωνιστή που παρασύρεται από τη μικροαστική του ατολμία. Η αφήγηση ποτέ δεν αποκτά ένταση, παραμένει σε μια υποτονική σχεδόν διάσταση, ώστε να συνάδει με το όλο κλίμα.

Το δεύτερο χάρισμα του βιβλίου διαπλέκεται με το πρώτο. Αυτό πιο πολύ συνδέεται με την οικογένεια του πρωταγωνιστή. Έζησαν και πέθαναν οι γονείς μέσα σε συνεχείς ματαιώσεις. Άνθρωποι που δεν υπερέβησαν ποτέ τον ρυθμό της μικροαστικότητάς τους. Δεν αναμετρήθηκαν με τα όνειρά τους. Έμαθαν να συντονίζουν τις επιθυμίες τους με τις φωνές των άλλων: των γονέων και του περιβάλλοντος. Συνήθισαν να προσαρμόζονται στις βουλές των άλλων.

Ο Πανσέληνος καταφέρει να δημιουργήσει αυτή την ατμόσφαιρα. Να ιστορήσει την καθημερινότητα και να σκιαγραφήσει τον ιστό της αράχνης που αδρανοποιεί τις συνειδήσεις. Είναι η πηγή της δυστυχίας του πρωταγωνιστή και των γονέων του. Μια ζωή που δεν βιώνεται ως δυστυχία αλλά ως αδυναμία να ζήσουν διαφορετικά από το πλαίσιο που ορίστηκε από την οικογένεια.

Ο πρωταγωνιστής συνειδητοποιεί το μέγεθος της αδράνειάς του στο τέλος. όταν ο παλιός του έρωτας, η Γωγώ, πετυχημένη ζωγράφος, εκθέτει και τον πίνακα της τραυματικής εμπειρίας με τη σημείωση «ανήκει», ότι δηλαδή δεν πουλιέται. Διαπιστώνει ότι είναι μόνος και σ’ αυτό το βίωμα. Δεν μπόρεσε να τον εκφράσει, να τον κάνει τέχνη, να τον παραδώσει στον χρόνο. Δειλός και άβουλος αντάμα.