Scroll Top

Στον παράδεισο δε ζούνε ποιητές – του Ευθύμιου Λέντζα

Ένα ποίημα μπορεί να γραφτεί μια οποιαδήποτε στιγμή, αρκεί να μην κυνηγάμε ποτέ αυτήν τη στιγμή. Όπως (συνειδητά) δεν επιλέγουμε τον άνθρωπο που ερωτευόμαστε, δε λέμε π. χ. αυτή τη γυναίκα θα την κάνω δική μου∙ το ποίημα δεν κατακτιέται. Η Ποίηση εμπεριέχει την ορμή των νιάτων – την αθανασία του ερωτευμένου σώματος. Μπορώ να ερωτευθώ μια γυναίκα ή κατά περίπτωση έναν άνδρα, από τον τρόπο που θα μου πει καλημέρα, από το πώς περπατά, πως καπνίζει, πως κοιμάται, πως προφέρει ψευδά το όνομά μου.

Το πώς αρχίζει ένα ποίημα, μπορεί – και είναι αρκετό – να μας ταράξει. Αρκεί μια πετυχημένη μεταφορά για να μας πάρει το κεφάλι: ο στίχος – θηλιά∙ η Αποκάλυψη ενός άλλου Βαπτιστή. «Η εξήγηση έρχεται μετά», μας λέει ο Μπόρχες.

Όπως οι λέξεις δε διαλέγουν το ποίημα, ούτε υπάρχουν μέσα στην Ποίηση λέξεις κακές, αισχρές, ανήθικες. Πέρα και πάνω από τις λέξεις, είναι ο τρόπος. Ένα αγύμναστο σώμα δε βγάζει λιγότερο πάθος και φλόγα από ένα γυμνασμένο κορμί. Ένα στόμα, με μια λιγάκι ασύμμετρη οδοντοστοιχία – κιτρινισμένα δόντια απ’ το τσιγάρο – δεν υστερεί σε παθιασμένα φιλιά και χείλια αναψοκοκκινισμένα.

Ξέρω πως εγώ ξεκινάω να γράψω το ποίημα αλλά δε γνωρίζω ποιος είναι αυτός που το τελειώνει. Δεν αρκεί η αγάπη για να μας κάνει Ρωμαίους και Ιουλιέτες. Ο θάνατος, όπως λένε, είναι το μονοπάτι για την αιωνιότητα. Η Ποίηση είναι μια κοιλάδα από στίχους που περπατάνε στις σκιές – ανυποψίαστοι ποιητές γράφοντας ποιήματα.

Μπορώ να αντιληφθώ πως η αγάπη μπορεί να με κάνει καλύτερο άνθρωπο, αλλά ένα καλό ποίημα δε δύναται επ’ ουδενί λόγω να με κάνει καλύτερο ποιητή. Θα πρέπει συνεχώς να καταπίνω το δηλητήριο από το μπουκαλάκι του Ρωμαίου, κι εκεί που θα νομίζω πως θα έχω ξεμπερδέψει με τον Λέντζα, να εμφανίζεται μπροστά μου μια καινούρια Ιουλιέτα. Το άλλο σώμα της γυναίκας, τα άλλα χάδια, οι άλλες μυρωδιές στα σεντόνια.

Η Ποίηση γεννιέται στο νερό και βοά στα βράχια∙ ό,τι φτάνει στα αυτιά μας είναι το ποίημα. Ομοίως με τον έρωτα που κορυφώνεται στο πάτωμα∙ η συστολή της νύχτας, τα ρούχα, τα δέρματα. Συμπληρώνω λοιπόν, πως αν η πεζογραφία αγαπάει τις λέξεις, η Ποίηση ερωτοτροπεί μαζί τους με μανία, φτάνοντας μέχρι την αυτοκτονία, για να επιστρέψουμε πάλι στον Σαίξπηρ. Εμμένω στην άποψη, πως η γη της επαγγελίας θα ανοίξει την αγκαλιά της στους ερωτευμένους, και όχι φυσικά (όσο αυτό επιτρέπεται να λεχθεί), σε όσους έτυχε κάποια στιγμή στο διάβα της ζωής τους, να αγαπηθούν. Στον παράδεισο δε ζούνε ποιητές, παρά μόνο τα υποκατάστατα τους. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στην κόλαση.

Richard Kalvar. USA. New York. Metropolitan Museum of Art. Boy looking at a painting, 1969