Scroll Top

Μάρω Γαλάνη «PERFORMANCE WRITING»: εισαγωγή στην περιπλάνηση της επιτέλεσης που εγγράφεται και το κείμενο που δρα -Ergo III

Ergo III: Βρετανική καταγωγή και ακαδημαϊκή τοποθέτηση του Performance Writing/ John Hall

Το Performance Writing, ως προς την ακαδημαϊκή του τοποθέτηση, έχει Βρετανική καταγωγή. Ξεκίνησε από τον ποιητή John Hall, στο Devon του Ηνωμένου Βασιλείου ως μια ριζοσπαστική προσέγγιση στο πεδίο της συγγραφής, η οποία αντιμετωπίζει τη γλώσσα ως δράση και πάσχει για την διερεύνηση μέσω της πρακτικής τρόπων με τους οποίους η συγγραφή διαδρά με άλλες μορφές και πρακτικές τέχνης. Είναι ένα πεδίο, με αρχές και εργαλεία σε συνεχή εξέλιξη, το οποίο τοποθετεί τη γραφή σε συνάφεια με τη μουσική, το θέατρο, τις εικονικές τέχνες.

Στο παρόν άρθρο δεν θα προσπαθήσουμε να αποφύγουμε την ελαφρότητα της πληροφορίας διότι αποτελεί βάση για την βαθύτερη διερεύνηση του θέματος. Για δε την πορεία του Performance Writing τονίζεται η σημασία του Dartington College of Arts, όχι επειδή έχει εγγραφεί ως μοναδική, κωδικοποιημένη μεθοδολογία (αν και είναι αλήθεια ότι με την πάροδο του χρόνου ορισμένες προσεγγίσεις του διατρέχουν καλλιτεχνικές, λογοτεχνικές κατασκευές και έρευνες) αλλά επειδή παρείχε ένα ξεχωριστό εκπαιδευτικό πλαίσιο για την ανάπτυξή του, μέσω ενός συνόλου μεθοδολογικών προτάσεων και ερωτήσεων, αντί να βασίζεται στην πειθαρχημένη ακαδημαϊκή σύμβαση.

Το 1992 αποφασίστηκε ότι το Dartington College of Arts έπρεπε να γίνει ένα μεγαλύτερο ίδρυμα και ότι ο τρόπος για να γίνει αυτό ήταν να επεκταθεί το χαρτοφυλάκιο των κλάδων του. Στο 2ο Επιστημονικό Συνέδριο Παραστασιακές Τέχνες στην Εκπαίδευση: συλλογικότητα, σκέψη και εμπειρία, στην ομιλία του με θέμα Some Opening Remarks on Performance Writing, ο John Hall, για το ξεκίνημα του Performance Writing, στο Dartington College of Arts, αναφέρει: «Αποφασίσαμε στο πρόγραμμα σπουδών να προσθέσουμε τη γραφή και συμφωνήσαμε ότι θα συμπεριληφθούν οι πρακτικές της performance που έχουν ήδη εφαρμοστεί και η γραφή κάτω από την ιδέα της performance. Αυτό δεν είναι το ίδιο με τη “γραφή για την παράσταση”, τουλάχιστον όχι γραφή για την παράσταση όπως ήδη είναι καθιερωμένο και κατανοητό». Ακαδημαϊκό προσωπικό και καλλιτέχνες εικαστικών τεχνών, θεάτρου, μουσικής και χορού συμμετείχαν στις συζητήσεις, τον σχεδιασμό και τον σκοπό του μεταπτυχιακού προγράμματος. Αυτή η διεπιστημονικότητα ήταν και παραμένει η αρχή. Ο Hall στην ομιλία του συνεχίζει:

«Αυτό που θέλαμε ήταν ένα κλίμα πρακτικής έρευνας, στο οποίο θα μπορούσαν να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι υπάρχουσες σχέσεις μεταξύ επιστημονικών κλάδων, να διερευνηθούν οι συνάψεις μεταξύ τους και να ενισχυθούν οι μέχρι στιγμής μη μορφοποιημένες σχέσεις. Νιώσαμε ότι ο ενθουσιασμός για το γράψιμο του μέλλοντος εδρεύει στο δυναμικό του για αλλαγή και θελήσαμε να προετοιμάσουμε τους φοιτητές μας για κατανόηση και ανταπόκριση σε τέτοιες αλλαγές, να φανταστούμε και να διαμορφώσουμε νέους τρόπους δουλειάς και να παρέχουμε “εκπαίδευση” γι’ αυτούς τους τρόπους. Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την παιδαγωγική βρίσκεται εδώ: πώς μπορεί να υπάρξει εκπαίδευση για ένα μέλλον που δεν μπορεί να προβλεφθεί πλήρως και πώς να υπάρξει στήριξη σε όσους θέλουν να συμμετάσχουν στην ενεργό διαμόρφωση αυτού του μέλλοντος.

John Hall (2018)

Η σημασία του σχεδίου Dartington μπορεί να συνοψιστεί με όρους «πρακτικής» και «γνώσης» και της μεταβλητής συγγένειάς τους. Από το 1994 που το Performance Writing εισήχθη με επιτυχία στο ακαδημαϊκό πρόγραμμα του Dartington College of Arts έγινε μια προσπάθεια να μετατοπιστεί η κατασκευή του κειμένου από τα πεδία της λογοτεχνικής γραφής σε διεπιστημονικά πλαίσια και να δοθεί χώρος στις αναδυόμενες πρακτικές που αμφισβήτησαν τις ταραγμένες σχέσεις μεταξύ των όρων γραφής και performance. Αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια (σε ακαδημαϊκό πλαίσιο) να αποσταθεροποιηθούν οι αντιθέσεις μεταξύ της εφήμερης performance και της σταθερότητας της εκτύπωσης. Με αυτόν τον τρόπο ο όρος Performance Writing άρχισε να παρουσιάζει ενδιαφέρον όχι μόνον για τις πειραματικές και ερευνητικές σύγχρονες τέχνες του θεάματος, αλλά και να αντιμετωπίζεται ως ακαδημαϊκός ερευνητικός κλάδος στη γραφή.

Στο πρώτο Συμπόσιο Performance Writing που πραγματοποιήθηκε στο Dartington το 1996, το Performance Writing επιβεβαιώνεται ως ένας αναδυόμενος τομέας άσκησης και ταυτόχρονα ως αναδυόμενος ακαδημαϊκός κλάδος ο οποίος διερευνά τη σχέση κειμένου και performance. Κατά την Caroline Bergvall το Performance Writing «ανακαλύπτει σχέσεις ανάμεσα στο κείμενο και την κειμενικά βασισμένη εργασία η οποία αναπτύσσεται συνδυαστικά και διαλεκτικά με άλλα καλλιτεχνικά μέσα και θεωρίες. Ανήκει στις πρακτικές που ανοίγουν, για την έρευνα της συγγραφής, θεωρητικές και ιδεολογικές στρατηγικές.[i] Συγγραφείς και καλλιτέχνες δημιουργούν συγγραφικά ως απάντηση (και ως αντίδραση) σε αυτές τις στρατηγικές σε δικό τους χρόνο και για τα δικά τους πεδία» (αναφ:. Cheek, 2019).

Το 2010 η συγχώνευση του Dartington College of Arts και του Falmouth University είχε αποτέλεσμα να διακοπεί το πρόγραμμα του προπτυχιακού Performance Writing και να ξεκινήσει σε μεταπτυχιακό και ερευνητικό επίπεδο πρόγραμμα, διαφοροποιημένο. Το Master of Arts στο Performance Writing, όπως αυτό ξεκίνησε στο Dartington College of Arts, προσφέρθηκε για δύο χρόνια στο Arnolfini of Bristol, όμως κι εδώ από το 2012 η εισαγωγή μεταπτυχιακών φοιτητών στο MA Performance Writing σταμάτησε.

Το άρθρο του Larry Lunch«The Quiet Ear of Conversation, a foreword» αποτέλεσε τη βάση να σκιαγραφηθεί η συγγραφική και ακαδημαϊκή προσωπικότητα του John Hall, πρωτουργού του Performance Writing στο Dartington College of Arts.Ο John Hall είναι «ποιητής, δάσκαλος και συγγραφέας». Οι τρεις αυτές ιδιότητες εξυπηρετούν μια χρονολογική σειρά, «φάσεων έντασης» με τις οποίες επιλέγει να ορίσει τον επαγγελματικό του βίο. Η σχέση του με τον ποιητή J.H. Prynne, τον τράβηξε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ποιητικής δραστηριότητας, στη συμμετοχή του (ως ποιητής, αναγνώστης και ανταποκριτής) στο English Intelligencer, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια κυκλική ποίηση που εκδόθηκε από τον Andrew Crozier και στη συνέχεια από τον Peter Riley. Το Intelligencer, το οποίο διέκρινε η πνευματική πολυφωνία των ποιητών, δεν ήταν πανεπιστημιακή πρωτοβουλία και φαίνεται ότι η υπακοή του Prynne σε οποιαδήποτε πρόγραμμα ήταν εξαιρετικά ευέλικτη. Η συμμετοχή σε αυτό το πλαίσιο ποιητικής δραστηριότητας συγκράτησε τον Hall ενεργό, ο οποίος διαφορετικά θα είχε εγκαταλείψει απογοητευμένος πρόωρα το Πανεπιστήμιο.

Το έργο του Hall στηρίζεται στις δυο θεμελιώδεις παραμέτρους «ακούγοντας» και «συζητώντας». Η υπεροχή που ο Hall βρίσκει στη συνομιλία (η οποία καλλιεργείται με βάση τις δικές του εμπειρίες διδασκαλίας και τη διαλογική ανταλλαγή ανάμεσα σε όλα τα μέλη των ομάδων) αποτελεί το υλικό μιας ανερχόμενης κοινότητας ποιητών.[ii] Για τον Hall η «κουβέντα και ο διάλογος», που είναι ωραία, προϋποθέτουν επίσης μια ορισμένη κοινωνικότητα που αντιστέκεται τις επιταγές της κοινωνικής εξουσίας και της θεσμικής ευπρέπειας. Στο έργο του η ανάγνωση και η γραφή είναι ζωτικής σημασίας. Στα δοκίμιά του τα οποία διαπραγματεύονται και ανοίγουν προσεγγίσεις για την ανάγνωση και το Performance Writing «αυτές τις αλλαγμένες γραφές και μορφές κειμένου» η προθετικότητα είναι στραμμένη με σαφήνεια στη σωματικότητα. Συχνά, αυτά τα δοκίμιά του, ζητούν να θεωρηθούν τα κείμενα ως πράγματα που είναι, από υλικό και οπτικό τρόπο, ως πράγματα που λαμβάνουν χώρα στο χώρο και στο χρόνο. Ζητούν επίσης να εμπλακούν τα κείμενα με τα πράγματα που έγιναν και τα οποία βρίσκονται στη διαδικασία των πράξεων (γραφής και ανάγνωσης). «Να σκεφτόμαστε την ανάγνωση και τη γραφή ως πράγματα που γίνονται και τα κείμενα ως πράγματα που λαμβάνουν χώρα στον χώρο και δεν υπάρχει για αυτό το έργο κανόνας μελέτης ή σύνολο τυποποιημένων κριτικών προσεγγίσεων» υποστηρίζει ο Hall. Μάλλον, αυτό το έργο, απαιτεί τρόπους εμπλοκής, διεπιστημονικής προσέγγισης και κοινωνικής δέσμευσης.[iii]

Στο έργο του «Δεκατρείς τρόποι για το Performance Writing» ο Hall κάνει λόγο για τη θεμελίωση εννοιολογικού και προσδιοριστικού της σύνθεσης και της performance και αναφέρει παραδείγματα ώστε να γίνει αντιληπτή η σχέση αυτή, σύνθεσης/γραφής και performance. Το ιδιαίτερο της συμφραζόμενης σκέψης του είναι ότι το Performance Writing είναι μια ευρύτερη εμπειρία που διαμορφώνεται από τις σχέσεις μεταξύ κειμένων και άλλων κοινωνικών πρακτικών «κάνοντας το συγκεκριμένο κείμενο νέο» (Hall, J. 2013). Κάνει λόγο για τη σιωπή και τον θόρυβο στην ποίηση – να μπορεί ένας συγγραφέας να γράφει χωρίς λόγια και να γίνεται κατανοητός από τους αναγνώστες είτε με ηχητικό είτε με οπτικό τρόπο. Να θέτει ερωτήματα αν αυτά που γράφει είναι αυτά που θέλει να γράψει κι αν είχε ένα άλλο σώμα, αν θα μπορούσε να το κατευθύνει ώστε να γράψει όσα γράφει. (Lunch,L. 2013)

Το ερώτημα του Hall σχετικά με το σώμα αποτελεί τη βάση ερευνών στο πλαίσιο του Performance Writing, σχετικών με σώμα & λέξη /body & word, οι οποίες στην Ελλάδα αποτελούν βασικό επιστημονικό – καλλιτεχνικό ενδιαφέρον για τον Χρήστο Πολυμενάκο (MA Performance Writing Dartington College of Arts και την υποφαινόμενη Δρ. Μάρω Γαλάνη (Master Δημιουργικής Γραφής Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονία, στο θέμα: Performance Writing Image Body and Word).

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Performance Writing έχει εξαπλωθεί κυρίως μέσω των αποφοίτων του προγράμματος στο Dartington College of Arts, ο οποίοι με μια πλούσια ποικιλία καλλιτεχνικών μορφών και ερευνών δοκιμάζουν να μετατρέψουν την δυνατότητα του Performance Writing πέρα από πτυχίο BA και ΜΑ, σε μια πολιτιστικά δικτυωμένη περιοχή έρευνας.

Σε διάφορα μέρη όπως το Oakland, California, το The Banff Centre στον Καναδά, κάτω από την ανάγκη για επαναπροσδιορισμό και ανάδειξη προσπαθειών προς τη κατεύθυνση της δημιουργίας ενός νέου λογοτεχνικού τοπίου, το Performance Writing υιοθετήθηκε από αρκετούς λογοτέχνες, καλλιτέχνες, ανεξάρτητους και ακαδημαϊκούς ερευνητές, ασκούμενους, εκπαιδευτικούς και ιδρύματα.

Μεταπολεμικά η τέχνη εστιάζεται στην σωματική δράση και ξεκινά η κατάργηση των ορίων ανάμεσα στις τέχνες. Με βάση αυτό το «Dartington»[iv] εκτείνει τη συγγραφική εργασία πέρα από τη σελίδα και ανοίγει δρόμο για τη λογοτεχνία. Ως δημιουργική διαδικασία και ως αναγνωστική εμπειρία, με το «ζωντανό χώρο» και το «ζωντανό σώμα» στο παρόν, το Performance Writing διεκδικεί την ύπαρξή του ως «συμβάν/ έργο τέχνης» ισοδύναμο με την τελική παραγόμενη δημιουργία της σελίδας. Αν δούμε τη συγγραφή στο πνεύμα του Performance Writing θα δεχτούμε μαζί την ανάγκη για περαιτέρω και διαρκή κριτική μελέτη των παραγόντων που συνιστούν την επιτελεστικότητα/ performativity και την επιτέλεση /performance.Την ανάγκη για μελέτη όλων των εννοιών που νοηματοδοτούν το performativity [τη σύνδεση της γλώσσας με το επιτελεστικό] και την αναγκαιότητα προσέγγισης, σε ιστορικο-κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο, όλων των φαινομένων και θεμάτων που εμπλέκονται στην performance [τελετουργία, ασυνείδητο, εμφυλότητα, σώμα: «φαινομενολογικό, φαντασιακό-ποιητικό, συμβολικό-πολιτικό και πραγματικό-τραυματικό» (Μήτρου, Γ. 2020 σ. 175)]. Εξ άλλου η φιλοσοφία και η περαιτέρω ανάπτυξη του «Dartington» στηρίζεται στην εποικοδόμηση, σε πρακτικές και έρευνες κατά τις οποίες υπονομεύεται η οριοθέτησή του και διευρύνεται η συζήτηση.

[i] Η θεμελιώδης πτυχή του Performance Writing είναι η «υλικότητα της συγγραφής» (materiality of writing) και εξ αυτού προκύπτει η ανάγκη για διερεύνηση νέων συγγραφικών πρακτικών οι οποίες εδρεύουν στη σωματικότητα και όχι κατ’ ανάγκη στη σελίδα και στον θεωρητικό πλούτο που αναμφισβήτητα βρίσκεται σε αυτή. (Bergvall, 1996)
[ii] Το Performance Writing δεν προοριζόταν ποτέ να είναι μια λέσχη με μέλη όπως ο Σουρεαλισμός υπό τον Μπρετόν
[iii] Είναι το έργο που ζωντανεύει από το ήσυχο αυτί του ασκούμενου και τη συνομιλία με τον δάσκαλο σε επίπεδο εκπαίδευσης (Lunch,L. 2013)
[iv] όπου «Dartington» αφορά στο εγχείρημα της προσέγγισης στο πεδίο της συγγραφής η οποία έλαβε χώρα στο Dartington College of Arts

Βιβλιογραφικές αναφορές
Hall, J (2008) Thirteen Ways of Talking about Performance Writing Shearsman Books, Plymouth: PCAD.
Hall, J. (2013) Essays on Performance Writing, Poetics and Poetry, Shearsman Books ISBN 978-1-84861-317-1
Hall, J. (2020) Some Opening Remarks on Performance Writing, Galani, M. (ed) 2ed Scientific Congress Performing arts in Education: collectivity, thought and experience, University of Patras, 23 -24 March 2018 ISBN: 978-618-5496-00-5
Bergvall, C. (1996). Processing Writing: From Text to Textual Interventions University of Plymouth, what do we mean by performance writing, Keynote for 1st Performance Writing Symposium (Dartington, 1996). Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο:
https://pearl.plymouth.ac.uk/bitstream/handle/10026.1/2250/CAROLINE%20BERGVALL.PDF;sequence=1 (Accessed 10/4/2019).
Cheek, C. (2019). Reading and Writing: the Sites of Performance Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο:
https://www.asu.edu/piper/how2journal/vol_3_no_3/bergvall/cheek-reading-writing.html (Accessed 10/4/2019).
Lunch, L. (2013) The Quiet Ear of Conversation, a foreword to John Hall book On Performance Writing with pedagogical sketches, Shearsman Books
Μήτρου, Γ. (2020) Performance art: ασυνείδητο σώμα, περιστασιακή πράξη Εκδόσεις Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη