Διαβάζοντας από την ποιητική συλλογή
του Τόλη Νικηφόρου
«Κόκκινες Πηχτές Σταγόνες», εκδόσεις Μανδραγόρας
Γράφει η Διώνη Δημητριάδου
τολμάς
ν’ αφήσεις την πόρτα σου ανοιχτή
και όταν νιώσεις το καυτό του χνώτο
τολμάς και πάλι
να κοιτάξεις το θηρίο στα μάτια
Το θηρίο για μια ακόμη φορά εισχωρεί στον ποιητικό κόσμο του Τόλη Νικηφόρου, κι αυτός τολμά να το κοιτάξει στα μάτια – ίσως όμως μόνον έτσι γράφεται η αληθινή ποίηση. Ευθύβολος και ειλικρινής με μια αυθεντική φωνή, όπως τον έχουμε γνωρίσει σε όλες τις ποιητικές του καταθέσεις, μόνο που τώρα το κόκκινο που χρωματίζει όλες τις εκδοχές της ποίησής του είναι πιο βαθύ από ποτέ:
όπως μέσα στα σύννεφα το ηλιοβασίλεμα
το πιο βαθύ μου κόκκινο είναι τώρα
Κι αυτός, βιώνοντας τη μετάλλαξη του πορφυρού σε βαθύ και ανελέητο μαύρο, στέκεται σε πλήρη ενατένιση της σκοτεινής αβύσσου, που πλέον του ανταποδίδει το βλέμμα: την άβυσσο που με κοιτάει στα μάτια, με επίγνωση της αδυσώπητης αλήθειας: αυτή η κορυφή που πάλεψε να κατακτήσει δεν υπάρχει, κι θα πρέπει να νιώθει καταξίωση μόνο μέσα στον αγώνα για το φτάσιμό της. Η πορεία του Νικηφόρου προς μια κορυφή (στην ουσία ανύπαρκτη) συνδέεται κατά άμεσο τρόπο με ένα κείμενο που καθόλου ποιητικό δεν είναι, ωστόσο με την ίδια οπτική πολύ βαθιά στην ουσία των ανθρώπινων πραγμάτων καταδύεται. Όπως και η ποίηση του Νικηφόρου σε όλες της τις εκδοχές. Σκέφτομαι, λοιπόν, ότι μπορεί να γειτνιάζει η ποίηση με το φιλοσοφικό δοκίμιο. Με γνώμονα αυτό διαβάζω τα ποιήματα έχοντας στο βάθος του μυαλού ότι κοινό υπόστρωμα στη σκέψη του ποιητή, από τη μια, και του φιλοσόφου (στην προκειμένη περίπτωση) Αλμπέρ Καμύ, από την άλλη, θα πρέπει να υπάρχει, γιατί το παράλληλο εδώ είναι ο «Μύθος του Σίσυφου – Δοκίμιο πάνω στο παράλογο».
Επιχειρεί ο Νικηφόρου μια χειραψία, μια κατά μέτωπο αναμέτρηση με τη ματαιότητα, όπως ακριβώς η εμβληματική μορφή του μυθικού Σίσυφου, κάτω από τη φιλοσοφική της εκδοχή από τον ανατόμο του παραλόγου, επιμένει να ανεβαίνει τον λόφο με το ασήκωτο βάρος του βράχου που τιμωρήθηκε να κουβαλά, και που με τη σειρά του επιμένει διαρκώς να κατρακυλά στα ριζά του λόφου, σε μια μαρτυρική ματαίωση της όλης προσπάθειας. Και όμως, στη φιλοσοφική οπτική του Καμύ ο Σίσυφος θα μπορούσε να θεωρηθεί και ευτυχισμένος:
Ακόμα κι ο ίδιος ο αγώνας προς την κορυφή φτάνει για να γεμίσει μια ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο.
(Αλμπέρ Καμύ, Ο μύθος του Σίσυφου – Δοκίμιο πάνω στο παράλογο, εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1973)
Έτσι και εδώ ο Νικηφόρου δηλώνει όρθιος, να κοιτάζει το θηρίο στα μάτια. Παραλληλίζω με προηγούμενη ποιητική αναφορά του. Απέναντι στην επαναλαμβανόμενη απειλητική ματαίωση ποια δύναμη εφευρίσκεται;
να αποδεχτείς τη ματαιότητα
το σκοτεινό μηδενικό
που καθημερινά στα βήματά μας ενεδρεύει
να ζήσεις πάντα διψασμένος
ερωτευμένος με τα θαύματα
λες κι είσαι δεκαοχτώ χρονών
λες και δεν πρόκειται αύριο
να γίνουν όλα στάχτη
ή ακριβώς γι’ αυτό
[…]
(στάση ζωής)
Φλόγα απ’ τη στάχτη, 2017, Μανδραγόρας
Κατανοώ διαβάζοντας ότι όλη η τραγικότητα αυτής της διαπίστωσης εντοπίζεται στη φράση «ή ακριβώς γι’ αυτό». Και φυσικά η δύναμη πηγάζει από την αποδοχή αυτής της διαπίστωσης, από τη βίωση του τραγικού.
Συνδέεται η διαπίστωση αυτή συνειρμικά με έναν άλλο ποιητή, τον Λουκά Κούσουλα (οι συνομιλίες των ποιητών δεν έχουν τέλος ευτυχώς), που σχολιάζοντας ποιητικά τον ευτυχή (κατά τον Καμύ) Σίσυφο θα γράψει:
[…]
Όταν η ευτυχία προϋποθέτει – μάλλον,
αυτό είναι: σαλτάρισμα!
Ο Σίσυφος που κατεβαίνει το λόφο.
(Λουκάς Κούσουλας, Τα ποιήματα, 1962-2002, εκδόσεις Δόμος, 2003)
Αναφέρεται, λοιπόν, ο Νικηφόρου σε έναν κοινό τόπο για όσους κατανοούν τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία (αν θέλουμε εδώ να θυμηθούμε και τον άλλο εκλεκτό της γραφής, τον Άγγελο Σικελιανό, που άγγιξε κι αυτός τις δικές του κορυφές με τη γνώση του μάταιου αγώνα), και καταξιώνει από τη μια την ενατένιση της κορυφής (με τη διαμεσολάβηση του θηρίου) και από την άλλη την τραγική κατάβαση. Όλος ο ψυχικός κόσμος διάφανος μέσα από την τραγική διαπίστωση. Η αποδοχή του σκοτεινού μηδενικού, της ματαιότητας. Από αυτό το σημείο της συνειδητής παρέμβασης στη ζωή αρχίζει η δημιουργική πορεία του θνητού και πεπερασμένου όντος, που διαφορετικά θα υπέμενε αγόγγυστα τη μηδαμινότητά του, ενώ τώρα ορθώνεται πιο ψηλά από τις δυνάμεις (αόρατες και παντοδύναμες τάχα) που υποκλίνονται μπροστά στη σισύφεια ελευθερία. Ο Νικηφόρου, σαν γνήσιος ποιητής που είναι, δεν διστάζει να προτείνει τη συνειδητή στάση της επίγνωσης απέναντι στην ατέρμονη αναζήτηση του ανθρώπου για απαντήσεις στα ερωτήματά του και στην ταυτόχρονη σιωπή του κόσμου. Όρθιος, να κοιτάζει το θηρίο στα μάτια σε μια δημιουργική (όσο και μάταιη στην αποτελεσματικότητά της) αναμέτρηση μαζί του· δεν πρόκειται να του δοθεί ούτε χάρη ούτε χρόνος, παρά μόνο η βαθιά (όσο και τραγική στην ουσία της) συνειδητοποίηση πως το θνητό ον κερδίζει την αθανασία της γραφής κι ας μην κατάφερε να νικήσει τη σωματική φθαρτότητα.
Διώνη Δημητριάδου