DIO-GEN-ES
Nothing comes from Nothing.
Remember. Hukommelse.
What is time?
A noose tied to the sky’s ceiling.
A paradox made of mud and mist.
DIOgenes. Die. I. All. Do.
Nothing can change and become something other than what it was.
Repeat. Gentagelse.
What is time?
Unthinkable. The unthinkable.
An asymmetrical infinity in a square world.
A secret osmosis. There!
The smile of a flower
– life is dreaming in the deep –
reinforced concrete over your head.
S(R)avage existence. Existence,
rising out of matter. The ego emerges,
multiplied in the reflection of the others. Of the others
not there. Not there, absent
from their own multiplied selves. I,
Here, have never met anyone, one will say. One will say,
no one came to meet me here. Here,
Me-You. You
-Me. Now. Now?
DioGENes.
Gen-. Zen. Εν. Ον. Ω!
Who said, we do not know What truly happens in the end?
«Do not cry, my dearest, do not be afraid of this world…»
Being is indestructible, whole and undivided and still and perfect.
Can you see the light beaming through the window?
It is the night. The night is afraid to fall asleep.
The night is afraid it might have never been awakened.
The night is nailing the night with darkness.
A gaping mouth.
The dead resist.
Barbwires, children’s cries.
How much life did You consume today?
I burn this body, I deliver it intact.
«Unsischere Zeiten». Uncertain times.
«人生は素晴らしい (Jinsei wa subarashī)». Life is so beautiful.
Last refuge.
A shroud glows in the icy waters.
All sense-impressions are false.
DiogenES.
Shhhhh!
Oh! tangible absence, are you cold? Where are you going?
I am You.
Death
Does Not
Exist.
(Translation by Vanessa Barré)
DIO–GEN–ES
Τίποτα δεν μπορεί να γεννηθεί από το Τίποτα.
Θυμήσου. Hukommelse.
Τι είναι ο χρόνος;
Βρόγχος δεμένος στο ταβάνι τ’ ουρανού.
Παραδοξότητα από λάσπη και σύννεφο.
DIOgenes. Die. I. All. Dø.
Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει και να γίνει κάτι άλλο από αυτό που ήταν.
Επανάλαβε. Gentagelse.
Τι είναι ο χρόνος;
Αδιανόητο. Το αδιανόητο.
Μια απειρία ασύμμετρη σ’ έναν τετράγωνο κόσμο.
Όσμωση μυστική. Εκεί.
Το χαμόγελο ενός λουλουδιού
– η ζωή ονειρεύεται στον βυθό –
μπετόν αρμέ πάνω από το κεφάλι σου.
Δύστ(ρ)οπη η ύπαρξη. Η ύπαρξη
καθώς βαραίνει από την ύλη αναδύεται. Αναδύεται
το εγώ πολλαπλασιασμένο στα πρόσωπα των άλλων. Των άλλων
απόντων. Απόντων
στα δικά τους πολλαπλασιασμένα εγώ. Εγώ
εδώ δεν συνάντησα ποτέ κανέναν, θα πει. Θα πει,
κανένας δεν με συνάντησε εδώ. Εδώ,
εγώ-εσύ. Εσύ
-εγώ. Τώρα. Τώρα;
DioGENes.
Gen-. Zen. Εν. Ον. Ω!
Ποιος είπε, δεν γνωρίζουμε στο βάθος τι θα γίνει;
«Μην κλαις, καρδούλα μου, τον κόσμο μην φοβάσαι…»
Το Ον είναι ανώλεθρο, πλήρες και ενιαίο και ατάραχο και τέλειο.
Το βλέπετε το παράθυρο που φέγγει;
Είναι η νύχτα. Η νύχτα φοβάται να κοιμηθεί.
Η νύχτα φοβάται μήπως δεν έχει ξυπνήσει ποτέ.
Η νύχτα με νύχτα καρφώνει τη νύχτα.
Το στόμα χάσκει.
Αντιστέκονται οι πεθαμένοι.
Συρματοπλέγματα, πλέγματα από φωνές παιδιών.
Εσείς πόση ζωή καταναλώσατε σήμερα;
Κατακαίω αυτό το σώμα, το παραδίδω ακέραιο.
Unsischere Zeiten. Αβέβαιοι καιροί.
Jinsei wa subarashī. Η ζωή είναι πολύ όμορφη!
Τελευταίο καταφύγιο.
Ένα σάβανο φέγγει στα παγωμένα νερά.
Οι εντυπώσεις των αισθήσεών μας είναι λανθασμένες.
DiogenES.
Σςςςςςς!
Απτή απουσία, κρυώνεις; Πού πας;
Εγώ είμαι Εσύ.
Θάνατος
δεν
υπάρχει.
She-Dionysus Origgea
Her eyes are made from dust.
Chlorophyll flavoured are her hair, branches growing from the tips.
Her stomach, a mountain rock-Intact.
She feeds on regrets.
If you ask her what time it is, she licks her fingers to her wrist.
She suffers from a disease: remembering there is something she forgets but never what it is.
Rooted in her house, living charcoals hanging on the walls.
Her friends, long dead. One chrysanthemum, what she remembers the most.
During the night she transforms.
The others are watching.
She’s wearing the world’s blue spark and the chrysanthemum on her shoulders.
Climbing high,
she opens her arms,
opens her legs,
she opens her mouth,
throws up light.
The others, smiling at her, as if she was theirs.
She flashes her teeth,
flashes her claws,
she crushes her flesh,
her memories,
she tears herself apart.
The others applaud.
She is hopeless.
She gives away her insides, like sacramental bread, in Gloria.
She digs the words with her tongue.
Then, she blooms.
(Translation by Vanessa Barré)
Ωριγγέα η Διόνυσος
Τα μάτια της είναι από χώμα.
Τα μαλλιά της με γεύση χλωροφύλλης και κλαδιά στις άκρες.
Η κοιλιά της, μια πέτρα από βουνό ακέραιο.
Τρέφεται με λύπες.
Αν τη ρωτήσεις τι ώρα είναι, γλείφει τα δάχτυλά της μέχρι τον καρπό.
Υποφέρει από την αρρώστια να θυμάται πως κάτι έχει ξεχάσει και ποτέ τι.
Έχει ριζώσει στο σπίτι της με ζωντανά κάρβουνα κρεμασμένα στους τοίχους.
Οι φίλοι της, πεθαμένοι καιρό. Ένα χρυσάνθεμο θυμάται πιο πολύ.
Τα βράδια μεταμορφώνεται.
Οι άλλοι τη βλέπουν.
Φοράει μπλε λάμψεις αυτού του κόσμου και το χρυσάνθεμο στους ώμους.
Ανεβαίνει ψηλά,
ανοίγει τα χέρια,
ανοίγει τα πόδια,
ανοίγει το στόμα,
ξερνάει φως.
Οι άλλοι της χαμογελούν σα να ήταν δική τους.
Δείχνει τα δόντια της,
δείχνει τα νύχια της,
τσαλακώνει το σώμα της,
τις μνήμες της,
διαμελίζεται.
Οι άλλοι τη χειροκροτούν.
Αυτή απελπίζεται.
Μοιράζει αντίδωρο τα σπλάχνα της, εις Δόξαν.
Σκάβει με τη γλώσσα τις λέξεις.
Ανθίζει μετά.