The blackbird
Chaos said, “I’m everything you didn’t want to see.”
Sorrow said: “I am your unfinished mourning.”
The blackbird said “Listen to my warble.”
Το κοτσύφι
Είπε το χάος: «Είμαι ό,τι δεν ήθελες να δεις».
Είπε η λύπη: «Είμαι τα ανολοκλήρωτα πένθη σου».
Είπε το κοτσύφι: «Άκου το κελάηδημά μου».
Blue dark 2
Fish fins
split the thick sea
and you, in a dark blue tunic,
walk on tiptoe on its cracks.
Blue dark,
just before the dead of night;
clones from the bottom trap you,
subterranean galleries open for your initiation,
stories of women in long dresses
and with a light of anticipation in their eyes
seduce you
Miriam with a knife dances through the ages,
Fatme is fragrant, drinking love,
Leila bares her breasts to the moon,
Jedda has death nailed down on her lips,
and Amali the Syrian,
with the headless body in her hands,
with the headless body of her daughter in her arms,
stands still.
And the father with the blond head,
a little over there,
a little further,
as if they were two children;
but they gave birth to one,
whole.
You scream, you refuse to see
but the image is there;
its tentacles are already all over you,
it burns.
Cracks multiply in the sea,
blue dark faces of drowned emerge,
people who were looking for a homeland,
you shout for them to pay attention because
being dead they may not see,
they may have already spread the senses.
You are cold all through the night,
you are very cold,
like this damn thing
like a thick ink sea
entering through some crack
inside the house.
You swim in your icy sweat,
you fight the waves, the sheets,
your hands grab handrails
so that you won’t drown, you slip
and the splash of the waters swallows you up.
Blue dark 2
Πτερύγια ιχθύων
σχίζουν την πηκτή θάλασσα
κι εσύ, με χιτώνα blue dark,
ακροβατείς στις ρωγμές της.
Blue dark,
λίγο πριν τη βαθιά νύχτα˙
κλώνοι από τον βυθό σ’ εγκλωβίζουν,
υπόγειες στοές ανοίγουν για τη μύησή σου,
ιστορίες γυναικών με μακριά φορέματα
και μ’ ένα φως προσμονής στα μάτια
σε αποπλανούν.
Η Μίριαμ στους αιώνες μ’ ένα μαχαίρι χορεύει,
η Φατμέ μοσχοβολά, πίνοντας τον έρωτα,
η Λεϊλά αφήνει ελεύθερα τα στήθη στο φεγγάρι,
η Τζέντα έχει καρφωμένο τον θάνατο στα χείλη,
και η Αμάλη η Συριανή,
με το ακέφαλο σώμα στα χέρια,
με το ακέφαλο σώμα της κόρης της στα χέρια,
στέκει ακίνητη.
Κι ο πατέρας με το ολόξανθο κεφάλι,
λίγο πιο κει,
λίγο πιο πέρα,
σαν να ήταν δύο παιδιά˙
μα εκείνοι ένα γέννησαν,
ολόκληρο.
Εσύ ουρλιάζεις, αρνείσαι να δεις,
όμως η εικόνα εκεί˙
χώθηκαν ήδη πλοκάμια της παντού σου,
εγκαύματα.
Οι ρωγμές πολλαπλασιάζονται στη θάλασσα,
blue dark πρόσωπα πνιγμένων ξεπροβάλλουν,
πρόσωπα που έψαχναν πατρίδα,
εσύ φωνάζεις να προσέχουν γιατί
σαν νεκροί μπορεί και να μη βλέπουν,
να έχουν απλώσει τις αισθήσεις.
Ολόκληρη νύχτα κρυώνεις,
κρυώνεις πολύ,
λες και αυτή η καταραμένη
σαν παχύρευστο μελάνι θάλασσα
μπαίνει από κάποια ρωγμή
μέσα στο σπίτι.
Κολυμπάς στον παγωμένο ιδρώτα σου,
παλεύεις με τα κύματα, με τα σεντόνια,
τα χέρια σου αρπάζονται από κουπαστές
να μην πνιγείς, γλιστράς
και ο παφλασμός των νερών σε καταπίνει.
Naked body
You emerged
in a centuries-old archaic position.
Mounted on a pedestal.
Made of ashes
Ashes for your naked body,
ashes for your starched galloping hair.
I got closer.
“You here? How; You are dead. Don’t you know that?’
You smiled.
Not to me; to the past.
You sneered at the flesh,
the tears of nothing.
“I’m not the one,” you replied.
And I didn’t have time for more, you didn’t have time.
Neither a look, nor a conversation.
You dived down again.
The waters offered you a sea garden.
Memory of the womb, final decay.
The podium is empty.
Not even a podium.
I, viewer of the void.
Γυμνό σώμα
Αναδύθηκες
σε στάση αιώνων αρχαϊκή.
Σε βάθρο τοποθετημένος.
Από στάχτη πλασμένος
Στάχτη το γυμνό σώμα σου,
στάχτη τα κολλαριστά καλπάζοντα μαλλιά σου.
Πλησίασα.
«Εσύ εδώ; Πώς; Είσαι νεκρός. Δεν το ξέρεις;».
Χαμογέλασες.
Όχι σ’ εμένα• στα τετελεσμένα.
Σάρκασες τη σάρκα,
τα δάκρυα του τίποτα.
«Δεν είμαι εγώ αυτός», απάντησες.
Κι άλλο δεν πρόλαβα, δεν πρόλαβες.
Ούτε βλέμμα, ούτε κουβέντα.
Ποντίστηκες ξανά.
Τα νερά σού πρόσφεραν έναν θαλάσσιο κήπο.
Μνήμη της μήτρας, καταληκτική αποσύνθεση.
Άδειο το βάθρο.
Ούτε βάθρο.
Εγώ, θεατής του κενού.
The panther
I dwell in my past.
In the one by three corridor,
painted stormy sea,
between the children’s room
and in the room of the hymenaeus
and the one of the farewell.
Jumbled memories,
orgasms, births, seethed words,
bird caws, chrysalises
spin cocoons in the eyes.
The black panther, still a baby,
slept with me through the night,
his hand in my hand.
I dwell in my past.
In the one by three corridor,
at its end, a mirror.
I look myself and the panther inside it,
our features altered,
his, mine, as one;
a river of blood flowed from the hand that held me
and his own arm badly injured.
I dwell in my past.
In the corridor between the children’s room
and in that of hymenaeus,
where the mirror spills my guts.
Ο πάνθηρας
Κατοικώ στο παρελθόν μου.
Στον διάδρομο ένα επί τρία,
βαμμένος φουρτουνιασμένη θάλασσα,
ανάμεσα στο παιδικό δωμάτιο
και στο δωμάτιο του υμεναίου
και του αποχαιρετισμού.
Ανακατωμένες μνήμες,
οργασμοί, γέννες, κοχλάζουσες λέξεις,
κρωγμοί πτηνών, χρυσαλίδες
γνέθουν κουκούλια στα μάτια.
Ο μαύρος πάνθηρας, μωρό ακόμη,
κοιμήθηκε μαζί μου όλη τη νύχτα,
το χέρι του στο χέρι μου.
Κατοικώ στο παρελθόν μου.
Στον διάδρομο ένα επί τρία,
στην άκρη του, ένας καθρέφτης.
Κοιτάζω μέσα εμένα και τον πάνθηρα,
αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά μας,
δικά του, δικά μου, ένα˙
από το χέρι που με κρατούσε κυλά ποτάμι αίμα
και το δικό του χέρι βαριά τραυματισμένο.
Κατοικώ στο παρελθόν μου.
Στον διάδρομο ανάμεσα στο παιδικό δωμάτιο
και σε’ εκείνο του υμεναίου,
εκεί όπου ο καθρέφτης ξερνά τα σωθικά μου.
Amphibious life
I open my mouth and molluscs pour out,
I dip my head in whispers of fish,
in hums and hisses of waters.
My hair mutate in tufts of algae,
I wreck with a transformed outline,
amphibian arthropod I deep dive.
I notice the shedding of my shell,
my broken limbs,
my evaporating weight;
and with lazy movements,
I come down to my inner life.
Αμφίβια ζωή
Ανοίγω το στόμα και μαλάκια ξεχύνονται,
βουτώ το κεφάλι σε ψιθύρους ιχθύων,
σε βόμβους και συριγμούς υδάτων.
Τα μαλλιά σε θυσάνους φυκιών μεταλλάσσονται,
ναυαγώ με μετασχηματισμένο περίγραμμα,
αμφίβιο αρθρόποδο βαθιά βυθίζομαι.
Παρατηρώ την αποπομπή του κελύφους μου,
τα διαθλασμένα μέλη μου,
το εξατμιζόμενο βάρος μου˙
και με κινήσεις νωχελικές,
κατέρχομαι στην εντός μου ζωή.
Translated in English by Margarita Papageorgiou
Μετάφραση στα Αγγλικά Μαργαρίτα Παπαγεωργίου
Επιμέλεια μετάφρασης Ελένη Χρυσομάλλη