Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη
Δύο μικρές ιστορίες με μπόλικη Χριστουγεννιάτικη λύπη
ΕΙΡΩΝΕΙΑ
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων όταν την παράτησε. Εκείνη είχε ετοιμάσει δείπνο για δύο, αλλά εκείνος δεν ήρθε ποτέ. Τα κεριά σώθηκαν μετά από ώρα, έξω άρχισε να πέφτει χιόνι, εκείνη αποκοιμήθηκε στολισμένη στον καναπέ, πλάι σε ένα τζάκι που η φλόγα του πήγαινε να σβήσει. Και όταν ξύπνησε και συναντήθηκε με τη μοναξιά, αναρωτήθηκε πώς χάθηκαν όλα.
Τον είχε μάθει να αγαπά την ποίηση, καθώς του μιλούσε με στίχους. Πολλές φορές ήταν η Μούσα της, μοιραία τον έκανε ποίημα. Τα ποιήματα που έγραψε γι’ αυτόν ή με αφορμή τη σχέση τους τα έβγαλε σε βιβλίο εν τέλει. Εκείνος επινόησε τον τίτλο μάλιστα, καθώς του έδωσε το ελεύθερο να το κάνει.
‘Οταν χώρισαν οριστικά έμεινε το βιβλίο. Κυκλοφορούσε κανονικά, βρήκε πολλούς αναγνώστες, έπαιρνε καλές κριτικές. Πέτυχε η ποιήτρια. Η σχέση τους απέτυχε μόνο.
Ο ΚΟΣΜΑΣ
Και τα δύο του παιδιά δεν του μιλούσαν. Είχαν πάψει να του μιλάνε. Ο ένας του γιος ξελογιάστηκε από τα εικοσιπέντε με μια ελληνοαμερικάνα και έφυγε μαζί της και με την οικογένειά της στην Αμερική. Εκεί συνέχισε τις σπουδές του, βρήκε καλές δουλειές, δίδαξε στο Χάρβαρντ, ευτύχησε. ‘Ηταν λίγοι οι γονείς του, έκαναν λάθη και όλα τα μέτρησε-εξάλλου δύσκολα κλείνεις την πόρτα στο όνειρο, όταν τύχει και σου τη χτυπήσει. Αλλά κι άλλος του γιος έκοψε νωρίς τους δεσμούς. Μια παρεξήγηση που γιγαντώθηκε μέσα του, μια ερωτική σύντροφος δέκα χρόνια μεγαλύτερη και καπάτσα, τα πεθερικά που παρείχαν πολλά, ο πεισματώδης χαρακτήρας της γυναίκας του Κοσμά ήταν αρκετά για να ξεχειλίσει το ποτήρι.
Έτσι τα έχασε νωρίς τα παιδιά του, θα’ ταν δε θά’ ταν πενήντα οκτώ χρονών. Χάθηκαν οριστικά από την καθημερινότητά του, λες και πέθαναν. O Κοσμάς ωστόσο, έζησε μια αρκετά πλούσια ζωή με τη γυναίκα του τη Ζωή, αλλά πάντα ένιωθαν σαν να τους λείπει κάτι. ‘Ηταν οι δυο τους, αυτοί και οι Άλλοι. Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα του ΄24 ο Κοσμάς έφυγε από τη ζωή σε ηλικία ενενήντα ετών. Τα παιδιά του δεν πήγαν στην κηδεία. Πιθανότατα δεν το ήξεραν καν.
Εκείνος δεν μπορούσε να το δει, αλλά η γυναίκα του τού έβαλε μαζί του μέσα στο φέρετρο, κάτι να τον συνοδεύει στο επέκεινα. Ήταν μια οικογενειακή φωτογραφία μιας άλλη εποχής. Εκείνος, εκείνη και τα δύο αγόρια σε παιδικό πάρτυ. Ήταν ολοι αγκαλιασμένοι σφιχτά σε περίεργο και διασκεδαστικό σύμπλεγμα. Γελούσαν δυνατά. Και φαινόντουσαν πολύ ευτυχισμένοι.