Γράφει η Κούλα Αδαλόγλου
Η κυρία Σόνια κάποια παραμονή Χριστουγέννων
Η κυρία Σόνια είναι συνταξιούχος, πολλά χρόνια πια, με αρκετή άνεση, στα 74 τώρα. Μόνη, δεν έκανε οικογένεια, επιλογή της. Μια φορά την εβδομάδα συναντά τις κοντινές φίλες της. Κάποιες άλλες εκτάκτως.
Τα φετινά Χριστούγεννα δεν θέλει να τα περάσει «όπως πάντα». Παίρνει στα χέρια την κιθάρα της. Παίζει κάποιες φορές, για να κρατάει την κιθάρα ζωντανή, λέει, στην πραγματικότητα είναι μια συντροφιά. Κάτι έχει στον νου της.
Παραμονή Χριστουγέννων βγαίνει στην πλατεία Αριστοτέλους, πιάνει ένα παγκάκι, παίζει και τραγουδά, Αρλέτα, Νέο κύμα. Δίπλα της ένα καλαθάκι με γλυκάκια, αυτά τα μικρά χριστουγεννιάτικα σοκολατένια, για τα παιδιά, αλλά και για τους μεγάλους. Δεν ζητά, προσφέρει. Κάποιοι την κοιτούν ειρωνικά, πολλοί με συμπάθεια. Αρκετοί κοντοστέκονται και την ακούν. Μια περαστική δημοσιογράφος την πλησιάζει, τη ρωτά πώς τη λένε, θέλει ένα τηλέφωνο, να τα πούνε σύντομα, την εντυπωσίασε.
Ανήμερα. Σχεδόν ερημιά, και κρύο πολύ. Αλλά ξαναβγαίνει. Εικόνες, πρόσωπα, μουσικές από το παρελθόν την πλημμυρίζουν, την κυκλώνουν, νιώθει κάτι σαν κούραση.
Η φίλη της που βγαίνει να ανάψει ένα κερί, όπως το συνηθίζει τέτοια μέρα, τη βρίσκει με το κεφάλι στο στήθος. Την κουνάει ελαφρά, συνέρχεται, σαν παραζαλισμένη, την πηγαίνει στο σπίτι, δεν ήταν και μακριά. Ένα τσάι και πανετόνε τη ζεσταίνουν, τη συνεφέρνουν. Την παρακαλάει να πάνε μαζί στο δικό της σπίτι, περιμένει τα παιδιά, πρέπει να φύγει. Η Σόνια αρνείται, την καθησυχάζει, όλα καλά, θα φάει και θα ηρεμήσει. Θα μιλάνε.
«Μου αρέσει πολύ η ιστορία της κυρίας Σόνιας, όπως την έγραψες, μαμά. Θα την πάρω να τη διαβάσω στην τάξη ή και στη χριστουγεννιάτικη γιορτή. Κρίμα που η κυρία Σόνια …»
«Μην πεις τίποτα άλλο», τη διακόπτει, «ζει με τις μουσικές της, αυτό είναι. Την αγαπώ. Η αφήγηση, ξέρεις, μπορεί να αγγίξει κάτι από την ψυχή. Η συνέντευξη ήταν ίσως μια αφετηρία».
Σήμερα είμαι καλά, έχω αναλαμπές, μου είπαν. Διάβασα την ιστορία για μένα στο τάμπλετ μου. Ας είναι καλά η Ζωή και η αγάπη της. Εκείνο που δεν ξέρουν είναι ότι, ακόμη και όταν βυθίζομαι, τα Χριστούγεννα εκείνα έρχονται και μου κρατούν συντροφιά, με τραγούδια και με πρόσωπα, και με μια χαρά, που με κάνει να χαμογελάω, όταν οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν γιατί. Παραμονή σήμερα, πότε έρχονται, πότε περνούν… Ετοιμάζουν μια μικρή γιορτή, άκουσα. Λέω να πάρω την κιθάρα μου και να πάω εκεί, στο στολισμένο σαλόνι.