Scroll Top

Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες | Αλλιώς ωραία | Γράφει η Μάρω Γαλάνη

Ανθολόγηση αφιερώματος: Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Επιμέλεια αφιερώματος : Μίνα Π. Πετροπούλου

 Το Culturebook με αφορμή τα Χριστούγεννα και το πως επηρεάζουν την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, θέλησε  μέσω   του λυτρωτικού ρόλου της  Λογοτεχνίας  να παρουσιάσει διηγήματα που καταγράφουν σκέψεις, συναισθήματα και βιώματα για τη συγκεκριμένη περίοδο, που δεν αποπνέουν μόνο  χαρά και αισιοδοξία αλλά και κάποτε πικρία, θλίψη και πόνο. Πάντοτε όμως την αλήθεια της έμπνευσης για τον κάθε δημιουργό. Με αυτό το σκεπτικό ετοίμασε το συγκεκριμένο αφιέρωμα, στο οποίο συμμετέχουν διακεκριμένοι και διακεκριμένες συγγραφείς.

Ευχαριστώ  από καρδιάς όλους όσοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην πρόσκλησή μας.

Η επιμελήτρια

Μίνα Π. Πετροπούλου

Γράφει η Μάρω Γαλάνη

Αλλιώς ωραία

Αν οι άνθρωποι δεν έκαναν ποτέ ανοησίες τίποτα έξυπνο δεν θα είχε γίνει ποτέ
Wittgenstein

Δεκέμβρης μήνας. Αυτός σπουδαίος παρατηρητής πουλιών. Μοιράζεται το πάθος και τις γνώσεις του για τα πουλιά -από τους βασιλαετούς της Ελλάδας μέχρι τους παπαγάλους στο Πουέρτο Ρίκο. Η ομιλία του «Οδηγός πεδίου για τα πουλιά της Ευρώπης» πήγε περίφημα. Οι εργασίες του Συνεδρίου ολοκληρώθηκαν πριν δυο μέρες. Αποφάσισε να παραμείνει στην πόλη. Σπατάλησε και τα δυο μερόνυχτα περιφερόμενος σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου γυμνός. Απολάμβανε τη χαρά της μοναξιάς.

Βγήκε σήμερα. Είναι παραμονή Χριστουγέννων. Μπήκε στο «Love Tea and Coffee House» -το πρώτο καφέ που συνάντησε-φεύγοντας από το ξενοδοχείο του. Κάθισε απέναντι από τον τοίχο με τα τριάντα ρολόγια που τα πλαισίωναν φωτάκια Χριστουγέννων. Το τσάι σας, κύριε είπε ο σερβιτόρος. Και με άψογη επαγγελματικότητα, εξοικειωμένος με την ακρίβεια των κινήσεων, τον σέρβιρε. Χωρίς να γυρίσει το βλέμμα του, είπε ευχαριστώ. Κοίταζε με συμπάθεια την κυρία απέναντί του. Την είδε να βάζει το μικρό δάχτυλο του δεξιού της χεριού στο φλυτζάνι σαν να δοκίμαζε τη θερμοκρασία του τσαγιού της. Κατέβασε τα μάτια της όταν τον πήρε είδηση. Κι εκείνος ντράπηκε με την αδιακρισία του. Έριξε το βλέμμα του χαμηλά και είδε ένα μικρό μέρος από το μεσοφόρι της που είχε γλιστρήσει κάτω από τη φούστα της. Μια απροσδιόριστη επιθυμία να κάνει κάτι για αυτή τη γυναίκα τον κυρίευσε. Καθώς περνούσαν τα λεπτά μια χλομή σκανδαλιάρικη σκέψη θρονιάστηκε στο μυαλό του. Να γονατίσει με σεβασμό και αθωότητα στα πόδια της. Να βγάλει την Swarovski pin lapel από το σακάκι του. Να σηκώσει τη φούστα της και με την πολύτιμη καρφίτσα πέτου να πιάσει την δαντελίτσα και να την μαζέψει ψηλότερα. Να ισιώσει τη φούστα της. Μετά να χαιρετήσει την ηλικιωμένη γυναίκα. Να χαιρετήσει επιτέλους την δική του τόλμη.

Ολόκληρο το σύμπαν δονήθηκε με μιας. Τα ρολόγια του «Love Tea and Coffee House» άρχισαν όλα μαζί να χτυπάνε την ώρα, ηχώντας μαζί και τη γελιοποίησή του. Η ζωή και η σοβαρότητά της δεν υποστηρίζει την ευμεταβλητότητα. Δεν είναι ένα πρωτοποριακό μεταμοντέρνο αφήγημα που υπερασπίζεται τη ρευστότητα και υπονομεύει τον συγκροτημένο, σταθερό εαυτό, η ζωή. Η προσήλωση στη κατάλληλη συμπεριφορά δίνει πρόσβαση στην επιτυχία, σκέφτηκε. Πως μου ‘ρθε αυτή η παλαβή σκέψη; αναρωτήθηκε. Στην ιδέα και μόνο τέτοιας πράξης όλα τα χρώματα έσβησαν. Όλα εκτός από το αναθεματισμένο κόκκινο στα μάγουλα του. Ξαναμμένος άφησε, για το ρόφημα του, ένα μεγάλο ποσό πάνω στο τραπέζι και σηκώθηκε βιαστικά.

Ο δρόμος ήταν μόνο δικός του. Η μέρα  έδυε ταχύτατα. Η καρδιά του σπάραζε κεντροαριστερά του στέρνου του. Αναστέναξε βαθιά και με πραγματικό πάθος στις κινήσεις του πήρε προς τα δεξιά το δρόμο για το ξενοδοχείο του. Μπήκε στο δωμάτιο. Η σκέψη της παρόρμησης που ματαίωσε έμοιαζε να περιφέρεται, αφέντρα του μυαλού του, προς όλες τις κατευθύνσεις. Ήθελε να πάρει τη μορφή ή την ορμή της πραγματικής του επιθυμίας. Τον βασάνιζε. Ένας πανικός ξεκίναγε. Το περίεργο κενό στο στομάχι, η αίσθηση ψύχους, η ακανόνιστη, γρήγορη ανάσα, ο θρίαμβος του ακραίου άγνωστου φόβου, ερχόμενος.

Βγήκε στο μπαλκόνι. Κοίταξε αριστερά στο βάθος. Το ποτάμι έρεε αργά. Εναρμόνισε την ανάσα του στη ροή του. Πάει πέρασε. Ματαίωσε την κρίση. Της ματαίωσης σήμερα, σκέφτηκε, κάπως άκομψα εκφρασμένο για τον τρόπο του. Χαμογέλασε στην τόλμη, για ελευθερία, των λέξεων που έτρεξαν στο κεφάλι του.

Κάθισε στη μοναξιά της μιας και μοναδικής πολυθρόνας. Οι σκέψεις του αιωρήθηκαν ασύνδετα θραύσματα, άλλα καθαρά και άλλα θολά. Πρώτη φορά τις άφησε ήσυχες χωρίς «την καταστολή της αισθητικής» που πάντα τους επέβαλε. Κι έτσι που ήταν ανοιχτός σταδιακά άρχισε να διακρίνει ένα νόημα. Μαγευόταν από τους ανθρώπους. Υπέφερε όμως από ακραία ατολμία να βρεθεί πραγματικά κοντά τους. Διεκπεραίωνε τη ζωή. Πετυχημένος κοινωνικά, συμβατικός, έγγαμος -με τη τρίτη σοβαρή του σχέση- ήξερε ότι θα λύγιζε με τα χρόνια εξαιτίας της δειλίας του. Και έτσι όπως συμβαίνει μερικές φορές, σε μια ώρα σιωπής, να παίρνουν οι άνθρωποι τη σημαντικότερη απόφαση όλων, γαλήνεψε το μέσα του. Δέχτηκε την πραότητα, την αβρότητα, την ατολμία, τη σοβαρότητά του. Την χωρίς παρορμητικούς τρόπους συμπεριφορά του, θα πλάθει τις σκέψεις του με προσοχή ώστε να γίνονται το περικάλυμμα των σκέψεών του, ποτέ δε θα ζεστάνει με πράξεις τα συναισθήματά του, θα έχει μια ζωή ακραίας μοναξιάς και ένα αξιοπρεπές τέλος.

Έβαλε ψύχρα. Σηκώθηκε να μπει στο δωμάτιο. Κοντοστάθηκε. Το απέναντι κτίριο πνιγμένο στον κισσό – έξοχη συνέπεια της υγρασίας της πόλης. Κάρφωσε το βλέμμα του στο μεγάλο παράθυρο του τρίτου ορόφου. Είδε πίσω απ’ το τζάμι ένα σώμα γυμνό να στέκεται κοιτώντας έξω. Όμορφο περίγραμμα. Σαν να ήταν η ενσάρκωση της απλότητας και της ερήμωσης. Χωρίς δεύτερη σκέψη μπήκε και πήρε τα κιάλια του. Διέκρινε καθαρά έναν δυνατό άντρα σε ακινησία κούρου. Η μισή του πλευρά ήταν στο φως, η άλλη μισή στη σκιά. Μέτρησε τις δώδεκα πλευρές του και είδε μισοφέγγαρο τον αφαλό του, από τη φωτισμένη μεριά. Στον αριστερό του μηρό είδε σε tattoo γραμμένο καλλιγραφικά «Castor & Pollux». Γύρω από τους γοφούς του ήταν δεμένη μια λευκή πετσέτα και μια ακόμη ριγμένη στον αριστερό του ώμο, από την αφώτιστη πλευρά, αυτή. Τα μαλλιά του ήταν μάλλον σκούρα κι ανακατωμένα.

Βγήκε στο δρόμο. Το ασανσέρ σταμάτησε με ένα μικρο τράνταγμα κι οι πόρτες άνοιξαν, αυτόματα. Ένα και μοναδικό διαμέρισμα στον όροφο. Χτύπησε το κουδούνι. Περίμενε, δε θα δοκίμαζε δεύτερη φορά. Να πάρει η οργή τα καθωσπρέπει, ψιθύρισε την ώρα που ο γυμνός άντρας του άνοιγε. Τώρα ήταν ντυμένος με ένα μπεζ παντελόνι, κούμπωνε το τελευταίο κουμπί του πουκαμίσου του – ίδιου χρώματος- και τα δυο από υπέροχο Βρετανικό μαλλί Shetland. Τον κοίταξε και είδε στα υγρά του μάτια εικόνες από τα βουνά της Περσίας. Υπέροχες! Χωρίς ίχνος κόκκινου στις παρειές του άκουσε έκπληκτος τον εαυτό του να λέει: χρειάζομαι ένα φίλο απόψε. Με μια χειρονομία εκπληκτικής χάρης, πρώτα υποκλινόμενος και μετα ορθώνοντας το σώμα του ο άντρας είπε: περάστε. Πασχίζω να γίνω επαγγελματίας στη τέχνη της αληθινής ζωής συμπλήρωσε κάπως συνεσταλμένα και παραμέρισε αφήνοντάς του χώρο να μπει.

Βιογραφικό Μάρω Γαλάνη

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου

Βιογραφικό Αντώνης Σκιαθάς