Scroll Top

7 + 1 Λόγος | Απρίλιος 2025 | Βασίλης Τζανακάρης

Υπεύθυνη στήλης: Μίνα Πετροπούλου

7+1 Λόγος: Μια Πύλη στη Σύγχρονη Γραφή

Η στήλη 7+1 Λόγος φιλοδοξεί να αναδείξει αδημοσίευτα ή νεοεκδοθέντα κείμενα που αξίζουν την προσοχή των αναγνωστών. Διηγήματα, αποσπάσματα μυθιστορημάτων, δοκίμια και ιστορικές μελέτες συνθέτουν έναν χώρο πνευματικής αναζήτησης, προσφέροντας νέες προοπτικές στη σκέψη και τον προβληματισμό. Στόχος είναι η προβολή σημαντικών κειμένων και η ενθάρρυνση του διαλόγου γύρω από σύγχρονες και διαχρονικές θεματικές, καθώς η γραφή δεν αποτελεί απλώς έκφραση, αλλά πεδίο διαρκούς ερμηνείας και νοηματοδότησης.

Απρίλιος 2025

Η τέχνη του Λόγου χαρτογραφεί τα λεπτά όρια της ανθρώπινης εμπειρίας — από τις εκπλήξεις και τις ανατροπές, το αστυνομικό μυστήριο και την καθημερινότητα των ανθρώπων, τις προσδοκίες, τις επιθυμίες και τις άρρητες σκιές που βαραίνουν νου και καρδιά ή τη γνώση που αλλάζει την κοσμοθεωρία μας.  Ο Λόγος αμφισβητεί το status quo  ή ερμηνεύει φαινόμενα της σύγχρονης κοινωνίας. Αποσπάσματα έργων (εκδόσεις ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ) από μυθιστορήματα, διηγήματα, συλλογικά έργα και δοκίμια ιχνηλατούν ιστορικές διαδρομές, ζωντανεύουν τόπους και περιόδους αλλά και εμβαθύνουν σε σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα. 19ος αιώνας, 20ος και 21ος αιώνας – ο καμβάς των μυθιστορημάτων. Ελλάδα, Κωνσταντινούπολη και ο ευρύτερος κόσμος  – οι τόποι που παρουσιάζονται.  Μεταπολίτευση, Γερμανικό σύνδρομο, woke κουλτούρα  αντικείμενα ιστορικής ανάλυσης και ουσιαστικής εμβάθυνσης.

Στο σύνολό τους τα κείμενα αναδεικνύουν τη δύναμη του λόγου —λογοτεχνικού και δοκιμιακού – που με στοχασμό, ακρίβεια και εσωτερικό παλμό, φωτίζει τα εμφανή ή υπόγεια ρεύματα της εποχής που πραγματεύονται και προσφέρουν  πολύτιμα εργαλεία κατανόησης του κόσμου.

Στο 7+1 Λόγος για τον Απρίλιο 2025 συνεργάστηκαν με αποσπάσματα από νεοεκδοθέντα βιβλία τους  από τις εκδόσεις ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ οι συγγραφείς Ευάγγελος Φιλόπουλος, Βασίλης Τζανακάρης, Ηλίας Τσιαμήτρος, Μάνθος Σκαργιώτης, Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, Λιάνα Σακελλίου, Κώστας Μποτόπουλος, Μάκης Ανδρονόπουλος  και Γιώργος Πανόπουλος.

Το κείμενο εισαγωγής προέκυψε από την ανάγνωση των κειμένων τους

Μίνα Π. Πετροπούλου

Δ/ντρια Ύλης Culture Book

 

Βασίλης Τζανακάρης

ΑΜΑΛΙΑ. ΜΙΑ ΠΟΡΝΗ ΣΤΑ ΑΖΗΤΗΤΑ

Απόσπασμα

Οι φιέστες στης «Κοκόνας» το «σπίτι»!

«Τέλος πάντων» είπε η Αμαλία ανάβοντας άλλο ένα τσιγάρο. «Ξεφύγαμε κι αφήσαμε πολύ πίσω μας τη Σμύρνη, χωρίς να προλάβω να σου πω πως εκεί, στο σπίτι της “Κοκόνας” μας, αρκετές φορές είχαμε και τα καλά μας. Τα γλέντια μας. Τα ραβαΐσια μας. Φιέστες τα λέγαμε εμείς, γιατί σε αυτά γινόταν ένα ξεφάντωμα άλλο να σ’ τα λέω κι άλλο να τα ζεις. Βεγγέρες τα έλεγαν οι πλούσιοι της Σμύρνης. Για τους πελάτες μας τα φτιάχναμε, είτε αυτοί ήταν Έλληνες είτε Τούρκοι, αλλά και για τους Λεβαντίνους, που δεν ήταν και λίγοι από δαύτους. Για έναν σωρό τέτοιους τα φτιάχναμε, που ήταν καλοί πελάτες, με χρήμα άσωστο, και για κάποιους ξέμπαρκους λεφτάδες και περαστικούς εμπόρους που μαθαίναμε ότι θα τους έφερναν τα καράβια από τόπους άγνωστους και μακρινούς γεμάτους με χρήμα· Φράγκοι αλλά και άλλοι πλούσιοι από την Αλεξάνδρεια, από το υπόλοιπο Μισίρι, με χρήματα που τους έτρεχαν από παντού και δεν έβλεπαν την ώρα να τα ξοδέψουν και να τα χαρούν. Αλλά και για εκείνους που έρχονταν κάθε τόσο από την Πόλη με το τρένο είτε από τη μεριά της θάλασσας. Κυρίως αυτοί από την Πόλη έρχονταν με το τρένο. Μπέηδες και αξιω­ματούχοι του τουρκικού γκουβέρνου και γαιοκτήμονες που δεν ήξεραν τι είχαν και πόσα είχαν, αλλά και από τη γύρω περιφέρεια, τη δικιά μας, που κατέβαιναν στη Σμύρνη για δουλειές και ξέδομα.

»Οι περισσότεροι από αυτούς σε μας γίνονταν άλλοι άνθρωποι. Ανασταίνονταν! Εμείς βέβαια ειδοποιούσαμε για τις ημερομηνίες, τις μέρες μας, για όλα. Είχε τον τρόπο της η μαντάμ Έλλη, η “Κοκόνα” μας· δεν της ξέφευγε τίποτα. Ήταν κωλοπετσωμένη και “εν πολλαίς…”, άντε να μην πω πάλι τι, γηράσασα, όπως έλεγαν τότε οι καθαρευουσιάνοι· δεν λέω, γιατί κι εγώ τα δικά της παιχνίδια έπαιζα και μέσα στο ίδιο καζάνι μ’ εκείνη έβραζα.

»Η μαντάμ Έλλη, λοιπόν, τα κανόνιζε όλα μέχρι τελευταία λεπτομέρεια. Μας έντυνε του κουτιού για τις περιστάσεις. Οι μισές στα κίτρινα, οι άλλες μισές στα ροζ, άλλοτε στα γαλάζια, ανάλογα με τι χρώμα είχαν τα μαλλιά μας, αν τύχαινε καμιά γιορτή εκεί κοντά ή τι εποχή ήταν. Μας έπαιρνε καινούργια μεταξωτά εσώρουχα, μεταξωτές κάλτσες, από αυτά που έρχονταν από τα Παρίσια, όπως μας έλεγε. Όλη μέρα τριγυρνούσε κι έψαχνε στον Φραγκομαχαλά όταν ήταν να κάνουμε κάποια φιέστα. Μπαινόβγαινε στα καλύτερα μαγαζιά που είχαν και πουλούσαν έναν σωρό τέτοια πράγματα και κάθε τόσο έφερναν καινούργια. Στη συνέχεια, μας έβαζε να λουστούμε με τη σειρά δυο και τρεις φορές, να βαφτούμε και να πασαλειφτούμε ξανά και ξανά με μοσχολίβανο και πομάδες. Ύστερα μας έβαζε να φορέσουμε τα πασουμάκια μας, που ήταν από βελούδο, μαλακά σαν βούτυρο, και μας έδινε να μασήσουμε με τις χούφτες μαστίχα χιώτικη, να μοσχοβολάει ο στόμας μας, όπως έλεγε. Άλλες πάλι φορές μάς το άνοιγε και εξέταζε τα δόντια μας ένα προς ένα, μύριζε τις ανάσες μας, μας έδινε να πίνουμε σιρόπια ‒δεν ξέρω αν έριχνε και κάτι μέσα‒ και μας έβαζε να καίμε αρώματα στο σαλόνι και στα δωμάτια καθώς ετοιμάζαμε τους ναργιλέδες με τα χασίσια.

»Η αδυναμία της “Κοκόνας” μας, όπως της άρεζε και της ίδιας να τη φωνάζουν, ήταν τα… ίσια πόδια. Όταν επέλεγε κοπέλες για το “σπίτι” της, πρώτα τις έβαζε να σταθούν όρθιες σε στάση προσοχής κι ύστερα έπαιρνε τρεις χρυσές τουρκικές λίρες και τις έχωνε ανάμεσά τους, για να δει αν στέκονται από την ισιάδα· μία λίρα ανάμεσα στα μπούτια, μία στα γόνατα και μία στις γάμπες. Σε όσες από τις υποψήφιες οι λίρες δεν μπορούσαν να κρατηθούν κι έπεφταν, τις έστελνε αλλού για δουλειά· σε όσες όμως είχαν ίσια πόδια και τις κρατούσαν χωρίς να πέσουν, τις άφηνε ως προκαταβολή για την πρόσληψή τους. Ήταν σπουδαίο προτέρημα εκείνη την εποχή να είναι η γυναίκα ζουμερή, αφράτη, με καμπύλες, ίσια πόδια και κάθε είδους στρογγυλάδες.

ΑΜΑΛΙΑ. ΜΙΑ ΠΟΡΝΗ ΣΤΑ ΑΖΗΤΗΤΑ – ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΖΑΝΑΚΑΡΗΣ

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Η Αμαλία, μια πόρνη αγαπημένη… 
Μια πόλη στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων, η Θεσσαλονίκη.
Μια χρονιά σημαδιακή για τη σύγχρονη ιστορία, 1963.

Στα τραπεζάκια του θρυλικού καφε-ζαχαροπλαστείου «Φλόκα»,
η Αμαλία, μια τραγική πρωταγωνίστρια των οίκων ανοχής,
ξετυ­λίγει με αφοπλιστική ειλικρίνεια το κουβάρι των αναμνήσεών της.
Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου, τα πορνεία, το νοσοκομείο Συγγρού,
η «Σωτηρία» των φυματικών, η κατοχική Θεσσαλονίκη
αποτελούν οδόσημα της συγκλονιστικής εξιστόρησής της.
Στο φόντο, η δολοφονία του βουλευτή της Ε.Δ.Α. Γρηγόρη Λαμπράκη
και, λίγα χρόνια νωρίτερα, εκείνη του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, οι εκλογές της 3ης Νοέμβρη… πλαισιώνουν το συναξάρι της Αμαλίας, μιας πόρνης στα αζήτητα.

Βιογραφικό Βασίλης Τζανακάρης

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου