Φανή Κεχαγιά, Είμαι, εκδ. Μετρονόμος
Είμαι Λυγμός και Γέλως
Η Φανή Κεχαγιά μετά από δύο μυθιστορήματα, δύο θεατρικά έργα και ένα παραμύθι, εμφανίζεται και πάλι με μια συλλογή διηγημάτων βαθιά ανθρωποκεντρική. Πρόκειται για ένα παιχνίδι «ρόλων και ταυτοτήτων», όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο, όπου το πρωτοπρόσωπο «Είμαι» αφηγείται, περιγράφει ζωές που θα μπορούσαν να είναι υπαρκτές, προσωποποιεί κατοικίδια, ζωντανεύει τον κακό λύκο, παρωδεί την Κοκκινοσκουφίτσα, χτίζει χαρακτήρες, «προπάντων αντιήρωες», «πρωταγωνιστές αναπάντεχους», κάθε ηλικίας, καταγωγής, επαγγέλματος, φύλου, ιδιότητας και ιδιοσυγκρασίας. Ο καθένας αφηγείται τον εαυτό του, την ιστορία του, μια ιστορία που μπορεί να χάνεται στον χρόνο, ενώ ο αφηγητής, στην περίπτωση αυτής της συλλογής εξωδιηγητικός, υπηρετεί την πλοκή με αρετές μυθιστορηματικές, τέρποντας τον αναγνώστη.
Σε ένα απόλυτα ρεαλιστικό περιβάλλον η Φανή Κεχαγιά κινείται και διακειμενικά εμπλέκοντας ακόμα και τους Α. Καμύ, («Η καθισμένη» σ. 89), τον Ν. Καβαδία, τον Θ. Βαλτινό, με μια μυθοπλαστική ευκολία που καθιστά τα κείμενα ευανάγνωστα, εύπεπτα και παρόλο που ο ιστορικός χρόνος κινείται πολύ συχνά ανάδρομα, ο αφηγηματικός χρόνος παραμένει φιλικός προς τον παρόντα χρόνο προσδίδοντας στα κείμενα μια γάργαρη φρεσκάδα. Τόπος της είναι τόσο η ελληνική κοινωνική διαστρωμάτωση, όσο και η σχέση της με αντίστοιχες χωρών όπως το Καμερούν, η Αίγυπτος, η Ρουμανία. Καταγράφει γλαφυρά ένα κοινωνικό γίγνεσθαι σε όλους γνωστό, ωστόσο καλά κρυμμένο από τα μέσα, όπως διαμορφώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα με όλες τις κοινωνικές στρεβλώσεις που μπορεί να δημιούργησαν σταδιακά οι μετακινήσεις πληθυσμών, προς τη χώρα μας. Η διάδραση και η κοινωνική αδικία αποτελεί ορόσημα για τη θεματολογία της.
Η Κεχαγιά αφηγούμενη, αλλάζει ύφος, γλώσσα, ιδιώματα με αξιόλογη ικανότητα στον χειρισμό, καθώς είναι εμφανής η μελέτη της και η γλωσσική της κατάρτιση, αφού χειρίζεται την ελληνική γλώσσα σε όλες τις εκφάνσεις της με ακρίβεια και πλούτο. Η επόμενη αφηγηματική αρετή του αφηγηματικού της σύμπαντος είναι η μυθοπλαστική της ικανότητα αλλά και η αβίαστη αφηγηματική ροή, η οποία καθηλώνει συχνά τον αναγνώστη, αφού καταφέρνει με την εικονοποιητική της δύναμη και τις πλούσιες περιγραφές, χωρίς την αλόγιστη χρήση επιθέτων, να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον. Οι αφηγήσεις της εκκινούν το συναίσθημα δραματουργικά προκαλώντας, αβίαστα, συγκίνηση, ακόμη και γέλιο, αφού τολμά να ασχοληθεί με ευαίσθητα κοινωνικά φαινόμενα, άλλοτε με αριστοφανικό χιούμορ, άλλοτε με ατάκες που θυμίζουν κωμωδίες του Τσιφόρου και άλλοτε με μια σκωπτική διάθεση η οποία υποβόσκει ως καλώς εννοούμενη ειρωνεία σε όλα της τα κείμενα. Ένα χιούμορ που σε διηγήματα όπως ο «Πεπονογάμης» θα μπορούσε άνετα να μεταφερθεί είτε στη θεατρική σκηνή, ακόμα και ως τηλεοπτικό ή κινηματογραφικό σενάριο.
Ιστορίες ανθρώπων της διπλανής πόρτας, ιστορίες που θάφτηκαν βαθιά σε πολυκαιρισμένα μπαούλα, δεν ξεχνά να ασχοληθεί με το τραύμα, άνθρωποι τσακισμένοι, θηλυκοί, αρσενικοί, ανδρόγυνοι, παιδιά, ζώα που προσωποποιούνται, για να δηλώσουν, να κραυγάσουν την κάθε λογής κακοποίηση, αλλά και να δηλώσουν απερίφραστα, να περιγράψουν, χωρίς αιδώ, με ρεαλιστική σκληρότητα, την παθογένεια και το περιβάλλον όπου έδρασαν εκείνοι ως κακοποιητές. Κείμενα όπως, η «Νεκρή», το «Θεριό», ο «Φοιτητής», η «Γάτα», ο «Κακός λύκος», η «Ραμόνα Ρουμάνα», η «Πόρνη», το «Κούντου», ακόμα και η «Ανήμπορη», πραγματεύονται την κοινωνική κακοποίηση που υφίστανται τα φύλα, ενώ ασκούν ταυτόχρονα και αποικιακή κριτική.
Όλα ξεκινούν, περιέχουν και περιέχονται σ’ ένα υπαρξιακό «είμαι». Όλα αφορούν την υπαρξιακή καταβύθιση, τη δηλωτική ανάγκη, τη θεραπευτική αφήγηση των χαρακτήρων, την πορεία τους προς μια λυτρωτική έξοδο. Ακόμα και το παράπονο του «Εξομολόγου», δηλώνει υποδόρια μια ανακούφιση για εκείνο που νιώθει κανείς σαν βάρος, μια βαριά πατημασιά στο στήθος, χωρίς να μπορεί να το βεβαιώσει, «Κατόπιν τούτου, ηκούσθη στεναγμός -άπαξ- και βήματα απομακρυνόμενα. Όταν αντελήφθην πως απέμεινα μόνος, εσηκώθην, έβγαλα και κρέμασα τα άμφια, εκλείδωσα τον ναόν και εκίνησα προς την οικίαν μου. Η άσφαλτος μοι ομοίασε με έλος εις του οποίου το κολλώδες τέλμα εβούλιαζε ο βηματισμός μου.»
Στο δέκατο ένατο διήγημα οι δεκαεννιά ήρωες και αντιήρωες της συλλογής, αστυνομικοί, εγκληματίες, ανήλικοι κι ενήλικες, «άγιοι και διάολοι», πρόσωπα, καταστάσεις, κυριολεκτικά και μεταφορικά, πετούν τα προσωπεία και παρελαύνουν υπαρξιακά με διονυσιακό, σχεδόν, παλμό, δηλώνοντας την παρουσία τους, την πεμπτουσία τους, αποκαλύπτοντας την πρόθεση της συγγραφέως να διασαφηνίσει τον στόχο της θεματικής της. Πως ο καθένας μπορεί να Είναι, ή δικαιούται, όπως τονίζει στο οπισθόφυλλο, να διεκδικεί μια ταυτότητα ή πολλές, να είναι αυτό που μπορεί, ανεξάρτητα από το ποιος ή τι στην πραγματικότητα είναι. Η Κεχαγιά επιχειρεί ουσιαστικά να καταγράψει το εσώτερο Είμαι, όπως εκδηλώνεται περιστασιακά στις ποικίλες κοινωνικές και ψυχοκοινωνικές του εκφάνσεις, δημιουργώντας τη υποκειμενική ή αντικειμενική πραγματικότητα όπως την εκλαμβάνει ο καθένας από εμάς στο ευρύτερο και στο στενό του περιβάλλον. Ένα ξεφλούδισμα του Matrix όπου ρόλοι και ταυτότητες αποκαλύπτονται, γρατζουνώντας την επιφάνεια, άλλοτε με συμπάθεια προς τον αποκαλυφθέντα, άλλοτε προκαλώντας συγκίνηση εκκινώντας την ενσυναίσθηση και πάντα με τη χρήση του χιούμορ, άλλοτε εμφανούς, άλλοτε υπαινικτικού και άλλοτε αγγίζοντας τα όρια αυτοσαρκασμού με τη θηριώδη ψυχαναλυτική δύναμη.
«Είμαι υποθετικός επίλογος σε ένα σύμπαν χωρίς αρχή και τέλος./[…]Είμαι Λυγμός και Γέλως./ […] Είμαι Ήμουν και Θα Γίνω. Είμαι το Εδώ και το Αλλού. Είμαι το Κάπου και είμαι Όπου. Είμαι Έτσι και είμαι Αλλιώς. Είμαι Εντελώς και είμαι Όπου. Είμαι Τώρα και είμαι Ίσως./[…]Είμαι η Μνήμη και η Λήθη. Μνημολήθη είμαι. Είμαι Αγκαλιά και Διαγραφή. Είμαι Πτυχή και είμαι Ανάπτυγμα. Είμαι Γυναίκα και Άντρας. Είμαι Εγώ και είμαι Εσύ.»