Γήρας _ γέρας
Νοέμβριος ακόμα, του 2020
Θέλω να έρθω στο χωριό αλλά δε μπορώ πια. Αν ήταν πριν από πέντε χρόνια, μετά χαράς! Όλο σκέφτομαι τη Μαρίνα μας. Πώς να περνάει μόνη της στο Παρίσι! Τη λάτρευε η μητέρα της, με το όνομά της στο στόμα έφυγε. Έπρεπε το μονάκριβό μας να το αφήσουμε να σπουδάσει στην Αρχιτεκτονική. Ο πατέρας της επέμενε: «Η Ιατρική είναι το μέλλον!». Το μέλλον είναι του καθενός το ριζικό. Κάνουν τώρα παρέα. Φύγαμε για τη Ρόδο με ντακότα, το ’52. Είμασταν μαζί στο νοσοκομείο, βρήκαμε σπίτι κοντά, είχαμε και βοηθό. Ξεκίνησε το μεγάλο ρεύμα για τη Γερμανία, κάναμε τις εξετάσεις για όσους ήθελαν να ξενιτευτούν. Γερά σκαριά οι Καλυμνιοί. Τους προτιμούσαν. Τα αδέλφια μου μακρυά. Μόνη τα πέρασα όλα. Mας εκτιμούσαν, ό,τι θέλαμε… Κάναμε φιλίες, ταξίδια. Στις κούτες με τα πράγματα, σαν γυρίσαμε στην Αθήνα, βρήκα μια εικόνα, την “Παναγιά Γρηγορούσα”. Παράξενο, κανείς δεν ξέρει πώς βρέθηκε, μα ούτε και πώς χάθηκε, σαν τακτοποιηθήκαμε πια. Η εξαδέλφη μου, η Δομηνίκη, μου είπε ότι έβαψε τη μάντρα στο κληρονομικό στο χωριό. Ίσως αυτή, που είναι νεότερη, μπορεί να έρχεται. Εγώ όχι, πια. Ούτε γραμμή δε μπορώ να διαβάσω. Μου λείπουν πιο πολύ οι κυριακάτικες και ο περίπατος… Η γιαγιά Λευτεριά μας ένωνε όλους. Την Αθήνα δεν την ήθελε. Ήρθαμε εδώ πριν τον πόλεμο. Μέναμε στην αρχή «Πατριάρχου Ιωακείμ, 34». Αν ήταν καλοκαίρι, της στρώναμε στην πίσω αυλή, αν ήταν χειμώνας, δεν ερχόταν ποτέ. Όλα τα χρόνια φορτώθηκαν στην πλάτη μου. Στον πόλεμο, παίρναμε με τις αδελφές μου ένα σακούλι πασατέμπο και το τρώγαμε στο Ζάππειο, απέναντι από ένα γιασεμί. Ο Ανδρέας Απέργης ερχόταν κάθε μέρα και μας έφερνε από λίγο καφέ. Για να με βλέπει. Κρίμα, πέθανε από φυματίωση, άνοιξη ήταν.
Πίνακας: Steps in Kalymnos/Podi Lawrence