ΚΙΒΩΤΟΣ ΔΙΠΛΑΝΟΥ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΟΣ
Πάντα τον ήξερα λυπημένο.
Με καλημέριζε με κλίση κεφαλής
Και μια αμυδρή λάμψη στα χείλη.
Αυτό περισσότερο φανέρωνε την πρόθεση
Παρά τον ίδιο τον συμβατικό χαιρετισμό.
Άφηνε πίσω του καθώς χανόταν
Ένα πλήθος στικτές πεταλούδες
Θα ήταν από κάποιο είδος παραδείσιο
Φυλακισμένο κάτω από το παλτό.
Εκείνες με οδηγούσαν να κατέβω
Μες στο πηγάδι του μετρό λογαριάζοντας
Πόσες κηλίδες μάταιων συναντήσεων
Μπορούν να αντέξουν δυο μικρά φτερά.
Μα χθες, Δευτέρα, από το διαμέρισμά του
Ακούγονταν δυνατά φτεροκοπήματα
Λες και κρατούσε και πουλιά στα κλουβιά τους
Και τα λευτέρωσε εκεί μέσα ξαφνικά!
Να δείξω ανάστατη; Να τηλεφωνήσω;
Να απαιτήσω να τους ανοίξει παράθυρα;
Μα τα γέλια του; Αυτός γελούσε
Με πονηρία άστρου που διασώθηκε
Απ’ την οργή του κοσμικού κατακλυσμού!
Το άφησα. Ήλθε το ασθενοφόρο
Και δεν έχω άλλα νέα του πια.
Φορτωμένος καραβίσια σκουριά
Ήρθε κι εδώ απ’ το λιμάνι ο Αέρας.
Μόνος εγκάτοικος μια πόλης
Ερημωμένης από πανδημία πανικού.
Γυροφέρνει τις πλατείες και στο τέλος
Σωριάζεται όπως όπως κατάχαμα
Κάτω απ’ τα στέγαστρα της λαχαναγοράς.
Ένας άστεγος σχεδόν, κοιμισμένος
Ανάμεσα σε φρούτα και μαρούλια
Που ξέφυγαν από τελάρα ή φορτηγά.
Εδώ, καθόλου δεν φυσά. Βαθύς ύπνος
Καταπίνει τον άσαρκο γίγαντα.
Τα λιγοστά ανοιχτά παράθυρα
Τα τρώει τ’ αλάτι που κουβάλησε
Απ’ τον νεώσοικο με τις παλιές λαμαρίνες.
Αυτές που πέταξε στην αποβάθρα,
Μπροστά στα γέρικα ποντοπόρα,
Άλλα παροπλισμένα κι άλλα
Χωρίς ποτέ να βγούνε στα νερά.
Το ροχαλητό του εδώ κι εκεί παρασέρνει
Τα στρατσόχαρτα όπου θα τύλιγαν ψάρια
Και το παπούτσι του τελευταίου πελάτη
Που το ‘βαλε στα πόδια ανάμεσα
Σε τρεις χιλιάδες άλλους νηστικούς.
( Από ανέκδοτη ποιητική συλλογή με τον τίτλο “ΕΥΓΕΝΗΣ ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑ” )