Scroll Top

Tragedia dell’Infanzia/Alberto Savinio/CAPITOLO 2, IL SIGNOR «PECHE»/ Ο κύριος «Γιατί» – Μετάφραση από την Βασιλική-Αλεξάνδρα Σκρεμμύδα

Tragedia dell’Infanzia

Alberto Savinio

Ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς, τόσο για τα ιταλικά όσο και για τα ελληνικά γράμματα, ο Alberto Savinio [1] παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το συγγραφικό του έργο, καθώς και για την τεράστια συμβολή του στις τέχνες. Η σχέση μεταξύ μύθου και πραγματικότητας και συγκεκριμένα η ελληνική μυθολογία αποτέλεσε έμπνευση για τον συγγραφέα, ο οποίος αποτύπωσε στα έργα του τα βιώματα και τις γλαφυρές εικόνες που τον συντρόφευαν από την παιδική του ηλικία μέχρι την ωρίμανσή του.

Γεννημένος στη Ρώμη ένα καλοκαίρι του 1891, Αύγουστο μήνα, ο Savinio αφηγείται μέσα από το μυθιστόρημα La tragedia dell’Infanzia (Η Τραγωδία της παιδικής μου ηλικίας) τα δικά του δεινά και τις περιπέτειές του, αφήνοντας στον αναγνώστη μια διαφορετική γεύση από τα χρόνια μιας ταραγμένης παιδικής ηλικίας, γεμάτης ψευδαισθήσεις και ανησυχίες για τον κόσμο και τις σχέσεις των ανθρώπων.

Ο τόπος διαδραματισμού των γεγονότων, η Ελλάδα εξετάζεται τόσο από φυσικής όσο και από γεωγραφικής πλευράς σε σχέση με τον μύθο και την πραγματικότητα. Η περιγραφή του μύθου, τα ιστορικά στοιχεία και τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα της εποχής παρουσιάζονται μέσα από την αφήγηση του πρωταγωνιστή και συγγραφέα.

Το έργο του συγγραφέα ανήκει στην κατηγορία του romanzo di formazione, αφού μέσα από τη μυθολογία αποσκοπεί στο να περιγράψει το ψυχοκοινωνικό κομμάτι.

Ο συγγραφέας, ζωγράφος και συνθέτης περιγράφει την Grecia Saviniana-την Ελλάδα του Savinio -μέσα από την prosa, προσδίδοντας στο έργο του ρεαλιστικό χαρακτήρα. Παρά τις έντονες επιδράσεις του σουρεαλισμού στο μυθιστόρημά του και στα έργα ζωγραφικής του, υπάρχει πάντοτε μια σύγκρουση εσωτερική ανάμεσα στην ηλικία της παιδικότητάς του και στην απειλή της ενηλικίωσης, που σύμφωνα με το κείμενο, αν και είναι η φυσική συνέχεια του ανθρώπου, τρομάζει τον συγγραφέα, ο οποίος αναζητά στο ελληνικό πνεύμα [2] μια σύνδεση ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν του. Με εμφανείς επιρροές από τον εξπρεσιονισμό και τον σουρεαλισμό, το μυθιστόρημα του συγγραφέα με τη χρήση του μύθου αποτυπώνει το πνεύμα της κλασικής Ελλάδας, την Ελλάδα που εκθείασε και παρουσίασε με εξωτικό τρόπο [3] .

Η παρούσα μελέτη είναι η μετάφραση από το μυθιστόρημα Tragedia dell’Infanzia του Alberto Savinio [4] (Αθήνα 1891-Ρώμη 1952), ψευδώνυμο του Andrea Francesco de Chirico. Θα προηγηθεί το ιταλικό κείμενο και θα ακολουθήσει η μετάφραση.

[1] Ο Alberto Savinio, ψευδώνυμο του Andrea Francesco de Chirico και αδερφός του Giorgio de Chirico (ζωγράφου σουρεαλιστή), μεταφέρθηκε στην Ελλάδα την περίοδο της γέννησης του αδερφού, το 1988. Η πόλη της Αθηνάς με το σύμβολο της κουκουβάγιας, η πόλη, όπου άνθισαν οι τέχνες, τα γράμματα και η φιλοσοφία, διαμόρφωσε το πνεύμα αλλά και την κουλτούρα του συγγραφέα.
[2] Το πνεύμα του κλασικού ελληνικού πολιτισμού ήταν η δομή της νοοτροπίας του συγγραφέα.
[3] Χρήση μεταφορών και στοιχεία υπερβολής.
[4] Alberto Savinio, Tragedia dellInfanzia, Piccola Biblioteca 458, Adelfi, Milano, 2001.

 

CAPITOLO 2
IL SIGNOR «PECHE»

Felici impedimenti si levarono sulla strada del mio destino. Per quella volta, la terribile Vecchia girò al largo. Il tonfo dei suoi passi si allontanò nella notte.
Una mattina il sole batté diritto sul mio lettino, nel suo raggio migliaia di omettini venivano a darmi il buongiorno. Splendeva la polpa del limone tagliato a mezzo, brillavano le boccette schierate sul comodino. Nella conca del cucchiaio d’argento, la goccia superstite dello sciroppo si era trasformata in rubino.
I miracoli sono fatti così?
Io sapevo ciò che nessun altro poteva sapere, vedevo ciò che nessun altro riusciva a vedere.
La luce che dai miei occhi e dal mio cuore aveva sgombrato il buio, non veniva dal sole sì dal volto della mia buona mamma, ove il sorriso ,come la stella riemerge dalla nube,era tornato a brillare.
Quel sorriso io l’accoglievo con gratitudine, ma quanto a cercare la segreta causa che lo aveva fatto rifiorire, me ne guardavo bene. Le dolorose prove sostenute poco avanti mi avevano insegnato che il dolcissimo bene dell’esistenza va accettato incondizionatamente e senza esame, e che a svelare le cagioni recondite della mia felicità riconquistata, rischiavo di guastarla in qualche modo e precipitare novamente nei pericoli spaventosi ai quali ero scampato per miracolo.
La mamma mi somministrava la limonata, il vino tònico, le pozioni comunque di facile ingestione, ma era incapace a vincere la resistenza che io opponevo al calomelano.
L’ora del calomelano, la più brutta della giornata, era l’unica traccia del passato buio che il ritorno della luce non era riuscito a dissipare.
All’avvicinarsi del detestabile cucchiaino d’osso rompevo in strilli acutissimi, mi buttavo dalla parte del muro, e in un disperato tentativo di scampo mi cacciavo in fondo al letto a «fare il palombaro».
Poiché a ridurmi con la forza era necessaria una mano di ferro, la mamma deponeva le armi e cedeva il posto al babbo.
Questi si metteva in marcia dal fondo della camera, con l’incedere lento di una forza sicura di sé e che nulla può arrestare. Messo in balia di quell’uomo potente,ogni resistenza diventava vana.
Benché le operazioni che noi compiamo a nostro dispetto non meritino premio, l’ingestione del calomelano mi era compensata con uno spicchio d’arrancia ,e nella fragranza del frutto divino la mia rabbia sbolliva.

L’aroma dell’aureo frutto-quello stesso che le Esperidi custodivano nel magico giardino che fioriva sui confini dell’Occidente,e onde l’uso è rimasto presso talune genti mediterranee di nominare l’arancia col nome di Portogallo -suscitava fantasmi di giardini in corona intorno a golfi tranquilli, ove il disco del mare,simile all’occhio di una dea, splende nella luce meridiana.

L’odore delle arance oggi non riesco più a dissociarlo da orrende visioni di tombe scoperchiate, di fumanti carnai, di cadaveri in putrefazione. Ma che la prudente natura, misericordiosa a noi e al tragico destino della nostra vita, nasconda sotto gli aromi l’acre fetore che emanano i suoi pori,questa è una verità che a quel tempo io non sospettavo neppure.
Tuttavia lo spicchio d’arrancia non era rimedio da calmare i miei dubbi.
Quando tutte le cose sono mutate, perché costringermi ancora a mandar giù quell’acquaccia amarissima?
«Perché il calomelano», rispondeva mio padre, «pulisce i budellucci dei bambini».
«Peché?»
«Perché in calomelano non ci sono né erre né esse».
«Peché?»
«Perché il farmacista non li ha messi».
«Peché?»
«Perché i bambini lo possano bere senza tante smorfie».
«Peché?»
Il babbo gonfiava le gote,incarnava le sopracciglia, cacciava fuori tutto il fiato che aveva in corpo.
«Finiamola! Troppe cose vuol sapere il Signor “Peché”».
I modi bruschi sono un ripiego troppo scoperto. Se insistevo ancora: «”Peché? Peché? “» , mio padre visibilmente a corto di argomenti ,cercava cavarsela facendomi il solletico sotto il ganascino.
Scappatoie!
Mentre mio padre mostrava di non darsi pensiero degli efferati sentimenti che mi tumultuavano dentro, o perché li reputava indegni di attenzione, o perché anche lui, come tanti genitori, non sospettava quale giudice implacabile egli aveva nel proprio figlio, io premendo la maschella sul petto per sedare i tormentosi sussulti del riso, masticavo veleno vedendomi nonché ludibrio di quell’uomo potente ,ma costretto dalle sue mani a una ilarità forzata e umiliante.
Fu così che io ebbi il soprannome di Signor Peché. Il quale forse mi si addice tuttavia. Ma mentre in quei lontani e crèduli tempi io mi arrabbiavo, e scalpitavo, e mi reputavo vittima della fiera iniquità dei grandi se a una domanda non seguiva pronta e suadente la risposta, oggi, assuefatto dalla iniquità nonché degli uomini ma degli stessi dèi che ineffabilmente ci governano, mi sono rassegnato all’inviolabile silenzio in cui affondano i miei «perché».
Mentre ricalco in compagnia della mia Mnemosine le orme di quello che fui, e rotti gli ormeggi del presente navigo i mari favolosi dell’infanzia ,un crudele genietto si compiace talvolta a rompere il mio pietoso inganno.
Fugge il passato spaventato dalla luce.
Sono io dunque quello stesso Signor Peché?
Riemergo da un sogno sovrumano: un sogno vergognoso .
La mia disperata curiosità chiede soccorso allo specchio.
Accanto alla mia persona,investo quel piccolo fantasma di me stesso e gli grido.
«Vane sono le tue istanze, Signor Peché. Noi non ci somigliamo più. Dobbiamo separarci».
Quello allora, pavido e a malincuore, cala lentamente non so se nell’oscuro fondo di me o nei lucidi abissi dello specchio, lascia monda di sé la mia figura, nella desolata realtà del presente. Oggi padre, non ti assilerei più con i miei «perché». Calmi e in silenzio, godremmo la pace della curiosità sopite ,degli spenti desideri.
«Perché non torni dunque?»

 

Μετάφραση
Ο κύριος «Γιατί»

Ευτυχή εμπόδια υψώθηκαν στον δρόμο της μοίρας μου. Για εκείνη τη φορά, η τρομερή «Γριά-μπαμπούλας» δεν πλησίασε. Ο γδούπος από τα βήματά της απομακρύνθηκε μέσα στη νύχτα.
Ένα πρωινό, ο ήλιος χτύπησε απευθείας στο μικρό μου κρεβάτι. Στην ακτίδα του χιλιάδες ανθρωπάκια έρχονταν να με καλημερίσουν. Έλαμπε το τεμαχισμένο στη μέση λεμόνι, έλαμπαν τα παραταγμένα φιαλίδια στο κομοδίνο. Στην κοιλότητα του ασημένιου κουταλιού, η σταγόνα σιροπιού που είχε απομείνει είχε γίνει σαν ρουμπίνι.
Έτσι γίνονται τα θαύματα;
Εγώ γνώριζα αυτά που κανείς άλλος δεν μπορούσε να γνωρίζει, έβλεπα αυτά που κανείς άλλος δεν μπορούσε να δει. Το φως, που στα μάτια και την καρδιά μου είχε διαλύσει το σκοτάδι, δεν ερχόταν από τον ήλιο, αλλά από το πρόσωπο της καλής μου μαμάς, όπου το χαμόγελο, σαν άστρο που αναδύεται μέσα από το σύννεφο, είχε επιστρέψει φωτεινό.
Εκείνο το χαμόγελο εγώ το υποδεχόμουν με ευγνωμοσύνη, αλλά, για να αναζητήσω τη μυστική αιτία που το έκανε να ξανανθίσει, έψαχνα καλά. Οι οδυνηρές δοκιμασίες, που είχα υποστεί λίγο πριν, μου είχαν διδάξει ότι το γλυκύτατο αγαθό της ύπαρξης γίνεται αποδεκτό χωρίς όρους και εξετάσεις και, για να αποκαλύψω τις κρυφές αιτίες της ανακτημένης ευτυχίας μου, κινδύνευα να την καταστρέψω με κάποιο τρόπο και να επανέλθω πάλι στους τρομακτικούς κινδύνους από τους οποίους είχα ξεφύγει δια θαύματος.
Η μαμά μου χορηγούσε λεμονάδα, τονωτικό κρασί, τα θεραπευτικά δηλαδή φίλτρα που ήταν εύκολης κατάποσης, αλλά δεν μπορούσε να νικήσει την αντίσταση που πρόβαλα στο καλομέλανο. Η ώρα του καλομέλανου, η χειρότερη της ημέρας, ήταν το μόνο ίχνος του προηγουμένου σκοταδιού, που η επιστροφή στο φως δεν μπόρεσε να εξαφανίσει.
Με το που πλησίαζα στο απεχθές κουταλάκι ξεσπούσα σε απότομες στριγκλιές, έπεφτα προς την πλευρά του τοίχου και σε μια απελπισμένη προσπάθεια διαφυγής χωνόμουν στο βάθος του κρεβατιού, κάνοντας τον «δύτη».
Επειδή για με επαναφέρουν με το ζόρι χρειάζονταν ατσάλινα χέρια, η μαμά κατέθετε τα όπλα και παραχωρούσε τη θέση στον μπαμπά.
Εκείνος ξεκινούσε από το βάθος του δωματίου με εκείνο το αργό βάδισμα αυτοπεποίθησης, που τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει. Στο έλεος αυτού του δυνατού άνδρα, κάθε αντίσταση γινόταν μάταιη.
Παρότι οι πράξεις που κάνουμε σε πείσμα δεν αξίζουν επιβράβευση, η κατάποση του καλομέλανου ανταμειβόταν με μια σκελίδα πορτοκάλι και στη γεύση του ονειρώδους φρούτου ο θυμός μου έσβηνε.

Το άρωμα του χρυσαφένιου φρούτου, του ίδιου με αυτό που οι Εσπερίδες περιφρουρούσαν στον μαγικό κήπο όπου καλλιεργούταν, στα σύνορα της Δύσης, και λόγω του οποίου έχει παραμείνει συνήθεια σε αρκετούς μεσογειακούς λαούς να ονομάζουν το πορτοκάλι με το όνομα της Πορτογαλίας, παρέπεμπε σε φαντάσματα με στεφάνια, σε κήπους γύρω από κόλπους, όπου ο δίσκος της θάλασσας λάμπει σαν το μάτι μιας «θεάς» στο φώς του μεσημεριού.

Το άρωμα των πορτοκαλιών δεν μπορώ πια να μην το ταυτίσω με φρικτά οράματα από ακάλυπτους τάφους, ομαδικούς τάφους που καπνίζουν, πτώματα σε αποσύνθεση. Μα το ότι η προνοητική φύση, συμπονετική προς εμάς και την τραγική μοίρα της ζωής μας, κρύβει κάτω από τα αρώματα την έντονη δυσοσμία που αναδύεται από τους πόρους της, αυτή είναι μια πραγματικότητα που εκείνο τον καιρό ούτε που υποψιαζόμουν.
Παρόλα αυτά, η σκελίδα του πορτοκαλιού δεν ήταν κατάλληλη θεραπεία για να ηρεμήσει τα νεύρα μου. Όταν όλα τα πράγματα έχουν αλλάξει, γιατί να είμαι ακόμα αναγκασμένος να κατεβάζω εκείνο το τόσο πικρό παλιόνερο;
«Επειδή το καλομέλανο», απαντούσε ο πατέρας μου, «καθαρίζει τα εντεράκια των παιδιών».
«Γιατί;»
«Επειδή στη λέξη καλομέλανο δεν υπάρχει ούτε «ρο» ούτε «σίγμα».
«Γιατί»
«Επειδή ο φαρμακοποιός δεν τα έχει βάλει».
«Γιατί;»
«Έτσι ώστε τα παιδιά να μπορούν να το πιούν χωρίς πολλούς μορφασμούς».
«Γιατί;»
Ο μπαμπάς φούσκωνε τα μάγουλα, ζάρωνε τα φρύδια, ξεφυσούσε όλη την ανάσα που είχε στο κορμί του.
«Ας τελειώνουμε! Πολλά ζητά να μάθει ο κύριος “Γιατί”».
Οι απότομοι τρόποι είναι ένα πολύ προφανές τέχνασμα. Όταν επέμενα ακόμη με τα «Γιατί, γιατί;» ο πατέρας μου εμφανώς στερούμενος επιχειρημάτων, προσπαθούσε να ξεφύγει, γαργαλώντας με κάτω από τα μάγουλα.
Υπεκφυγές!
Ενώ ο πατέρας μου έδειχνε να μην σκέφτεται τα άγρια συναισθήματα που με τάραζαν εσωτερικά, ή επειδή δεν τα έκρινε άξια προσοχής, ή επειδή και εκείνος, όπως πολλοί γονείς, δεν υποψιαζόταν ποιον αδίστακτο κριτή είχε στο πρόσωπο του γιού του, εγώ, πιέζοντας το σαγόνι στο στήθος για να μετριάσω τα αγωνιώδη λαχανιάσματα του γέλιου, έχυνα μέσα μου δηλητήριο, θεωρώντας με περίγελο αυτού του δυνατού ανθρώπου, περιορισμένος από τα χέρια του σε μια φαιδρότητα καταναγκαστική και ταπεινωτική.
Έτσι συνέβη και πήρα το παρατσούκλι του κυρίου «Γιατί», το οποίο, ωστόσο, ίσως μου αρμόζει. Μα ενώ εκείνους τους μακρινούς καιρούς της ευπιστίας θύμωνα και κτυπιόμουν από αδημονία και θεωρούσα τον εαυτό μου θύμα της χαοτικής αδικίας των μεγάλων, όταν σε μια μου ερώτηση δεν ακολουθούσε έτοιμη και πειστική η απάντηση, σήμερα, εξοικειωμένος με την αδικία όχι μόνον των ανθρώπων αλλά και των ίδιων των «θεών» που ανέκφραστα μας κυβερνούν, είμαι συνηθισμένος στην απαράβατη σιωπή, στην οποία βυθίζονται τα «γιατί» μου.
Ενώ ιχνηλατώ, συντροφιά με την ευσεβή μνημοσύνη, τα χνάρια αυτού που ήμουν, σπάζω τα αγκυροβόλια του παρόντος και ταξιδεύω στις μυθικές θάλασσες της παιδικής ηλικίας ένα σκληρό «τζίνι» χαίρεται, από καιρού εις καιρόν, να σπάει τη θλιβερή εξαπάτησή μου.
Δραπετεύει το παρελθόν, τρομαγμένο από το φως.
Είμαι εγώ, λοιπόν, ο ίδιος ο κύριος «Γιατί»;
Επανέρχομαι από έναν ύπνο υπεράνθρωπο, έναν ύπνο ντροπιαστικό.
Η απελπισμένη περιέργεια μου ζητά ανακούφιση στον καθρέπτη.
Δίπλα μου, προσβάλλω το μικρό φάντασμα του εαυτού μου και του φωνάζω:
«Μάταιες είναι οι αντιρρήσεις σου κύριε “Γιατί”. Δεν μοιάζουμε πλέον. Πρέπει να χωριστούμε».
Εκείνο, κατόπιν, συνεσταλμένο και απρόθυμο, κατεβαίνει αργά δεν ξέρω πού, στο σκοτεινό βάθος του εαυτού μου ή τις φωτεινές αβύσσους του καθρέπτη, και αφήνει καθαρή από την παρουσία του τη φιγούρα μου μέσα στη θλιβερή πραγματικότητα του παρόντος.
Σήμερα, πατέρα, δεν θα σε καταδίωκα με τα «γιατί» μου. Ήρεμοι και σε ησυχία θα απολαμβάναμε την ηρεμία της καταλαγιασμένης περιέργειας, των σβησμένων επιθυμιών.
«Γιατί δεν επιστρέφεις, λοιπόν;»

 

* Η Βασιλική-Αλεξάνδρα Σκρεμμύδα γεννήθηκε το 1992 στην Πάτρα και φοίτησε στο Αρσάκειο Πατρών. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στο τμήμα της Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας. Πραγματοποίησε Μεταπτυχιακές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βενετίας στο τμήμα της Ιταλικής Φιλολογίας και Λογοτεχνίας, θέμα δε της Διπλωματική της ήταν Ερμηνεύοντας στα ελληνικά <<Η τραγωδία της Παιδικής μου Ηλικίας >>του A.Savinio. Ερμηνευτικά ζητήματα. Σήμερα, ολοκληρώνει το Διδακτορικό της στο Τμήμα της Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Αθηνών.
Δίδαξε Ιταλική Γλώσσα και Διδακτική στο Πανεπιστήμιο της Περούτζια και Ιταλική Γλώσσα και Γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Σαλέντο.
Εκτός της μητρικής της γλώσσας , μιλά ιταλικά, αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά.