Scroll Top

Ο σύγχρονος Φρανκενστάιν στη διηγηματογραφία της Έλσας Κορνέτη – Παρουσίαση από την Λίλια Τσούβα

   Ο Βολταίρος (Voltaire, 1694-1778) τον 18ο αιώνα είχε αναπτύξει ένα είδος διηγημάτων με φιλοσοφική σκέψη. Το φιλοσοφικό παραμύθι, όπως ονομάστηκε, με προκάλυμμα τον κόσμο του παραμυθιού και όπλο του την ειρωνεία και τη σάτιρα, στηλίτευε τα κακώς κείμενα.

Η Έλσα Κορνέτη στη συλλογή διηγημάτων της Το νησί πάνω στο ψάρι (Μελάνι 2020), θίγει επίκαιρα θέματα με τον τρόπο του φιλοσοφικού παραμυθιού. Οι αφηγήσεις της συνιστούν αλληγορίες μέσα από τις οποίες θίγονται φιλοσοφικές ιδέες. Το έργο περικλείει στοιχεία märchen, γερμανικού παραμυθιού για ενήλικες, είδος που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ετερότητα, τον σκοτεινό μας εαυτό, και από το οποίο άντλησε στοιχεία το ρομαντικό γοτθικό.

Στα διηγήματα της Έλσας Κορνέτη επικρατεί ένα αίσθημα εκπεπτωκυίας πραγματικότητας η μετάβαση από έναν εδεμικό χρόνο, σε έναν αλλόκοτο και εντελώς δυσοίωνο. Το έργο διαπνέεται από βαθύ ανθρωπισμό και υποδόρια ειρωνεία. Ασκεί δριμεία κριτική στον πολιτισμό μας και τις αξίες του. Διακατέχεται από την ανάγκη ανεύρεσης του αληθινού προσώπου και την προσπάθεια αφύπνισης με σκοπό τη χαμένη αθωότητα.

Η τεχνική συγγενεύει με αυτή του μαγικού ρεαλισμού, ενώ η γλώσσα είναι ποιητική. Ένα σύνολο φανταστικών γεγονότων και μαγικών πράξεων, με πραγματικούς ή εξωπραγματικούς χαρακτήρες, σε χρόνους συγκεκριμένους ή αόριστους. Παράλληλα, μια μουσική πανδαισία στη γλώσσα με θαυμαστή εικονοποιία, κινηματογραφική ατμόσφαιρα, πλούτο επιθέτων και αντιθετικών ζευγών (ταχύτητα-βραδύτητα, συναισθήματα-αποκτήματα, ψηφιακή κοινωνία-πραγματική ζωή, κ. ά.).

Οι χαρακτήρες είναι κυρίως αρχετυπικοί. Δύο από τα ισχυρότερα αρχέτυπα στη συλλογή είναι ο Φάουστ και ο Προμηθέας, χαρακτήρες που στοιχειώνουν και τη ρομαντική φαντασία. Ό, τι αυτοσυγχωρείται διαρκώς είναι της ζωής η διάψευση ή το θαύμα; Αυτό είναι το μότο που τοποθετεί η Έλσα Κορνέτη στην αρχή του έργου, προσδιοριστικό του περιεχομένου.

Οι χαρακτήρες λειτουργούν ως σκοτεινό alter ego ορισμένων κατά τα άλλα κανονικών ανθρώπων. Στο είναι τους φωλιάζει το αίσθημα μιας σκοτεινής δύναμης που πασχίζει να καταστρέψει τον ίδιο τους τον εαυτό. Αντιπροσωπεύουν το δαιμονικό στοιχείο. Αναλαμβάνουν να αποκαλύψουν το παράλογο, το αρνητικό στοιχείο που ενυπάρχει στον πυρήνα τους.

Στη θεματολογία καλλιεργείται μια διάθεση νοσταλγίας για το παλιό και το αυθεντικό, αλλά και μια ατμόσφαιρα μεταφυσικής προσδοκίας. Η πλοκή δομημένη με άξονα το μυστήριο περιλαμβάνει τη βία των πραγμάτων γύρω μας. Τη φρίκη της οικολογικής καταστροφής, την απληστία, τη χρηματοθηρία, τον εγωκεντρισμό, την απουσία ελευθερίας, τη μοχθηρία, τις απολύσεις, τη φτώχεια. Εμμένει στα ψηφιακά περιβάλλοντα, την τεχνητή νοημοσύνη, τα ρομπότ, την ηλεκτρονική ζωή και τονίζει την ανάγκη μας για επαφή, συναίσθημα, αισθητική.

Η απόκοσμη βλοσυρότητα των θεμάτων της Έλσας Κορνέτη με τη γοτθική και λυρική εικονοποιία ασκεί κριτική στην αλαζονική και θριαμβική φύση του στυγνού τεχνοκρατισμού, ενώ αποθεώνει τη χωρίς όρια δημιουργικότητα της τέχνης, την ομορφιά της πανίδας και της χλωρίδας. Η ύπαρξη συμπόνιας και αγάπης για τα πλάσματα της φύσης που εκδηλώνεται στο έργο ωθεί στην ανάληψη ευθύνης για εγκλήματα που βαρύνουν αποκλειστικά εμάς και τον πολιτισμό μας. Οι περιγραφές είναι αβίαστες. Ο λόγος πολύ φυσικός.

   Μια φορά κι έναν κακό καιρό, ήταν μια πόλη ροδαλή, λαμπερή και φουσκομάγουλη που ζούσε στην ευδαιμονία της με τους φιλάργυρους κατοίκους της που δεν έκλαψαν ποτέ και για τίποτα. Γύρω τους μαίνονταν πόλεμοι και φωτιές και κακοποιήσεις, όμως οι κάτοικοι της πόλης αυτής δεν σκοτίζονταν, γιατί κέρδιζαν καλά και τις νύχτες γέμιζαν σεντούκια δρύινα με χρυσά φλουριά. Μα ξαφνικά η πόλη απόκτησε ένα μόνιμο σύννεφο βροχής στο κεφάλι της. Έβρεχε ασταμάτητα στη συννεφιασμένη σκοτεινή πια πόλη και οι κάτοικοί της για να κυκλοφορούν είχαν προσαρμόσει μόνιμες ανοικτές ομπρέλες στα καπέλα τους.

   Η πόλη μούλιαζε, λάσπωνε, πλημμύριζε κι οι κάτοικοί της στρέβλωναν από τα αρθριτικά και τις ρευματοπάθειες. Οι ραχοκοκαλιές τους ολοένα στράβωναν και αυτοί περπατούσαν καμπουριασμένα και σκυφτά. (σελ. 36)

Η Έλσα Κορνέτη περιγράφει τον αλαζόνα άνθρωπο που ζει μέσα στη σήψη και την αλλοτρίωση. Θύτης και θύμα ταυτόχρονα, προσβάλλει τους νόμους της φύσης και τη θρησκευτική ευσέβεια, ωθείται στη διαστροφή και το μίσος, ενώ υποφέρει από έλλειψη συμπόνιας για οποιοδήποτε πλάσμα είναι διαφορετικό από εκείνον και παράξενο. Βυθισμένος σε αφελή και τραγική ανωριμότητα, δεν είναι σε θέση να αναλάβει τις ευθύνες για όσα τον βαρύνουν.

Στο βάθος ωστόσο οικτίρει τον εαυτό του για όσα επιπόλαια πρόδωσε ή αλόγιστα απαξίωσε. Με τον τρόπο δράσης του θυμίζει τον δύστυχο Φρανκενστάιν της Μαίρης Σέλλευ (Mary Shelley, Frankenstein, 1818), το τέρας το πλασμένο από τα ευτελή και άχρηστα ανθρώπινα κατάλοιπα του τοπικού νεκροταφείου, που αντιμετωπίζεται από τη στιγμή της γέννησής τουακόμη και από τον ίδιο το δημιουργό του- με φρίκη και απέχθεια. Σαν δαιμονικό πτώμα, ταξιδεύει από τη βουκολική Ελβετία στην παγωμένη Ανταρκτική, εγκαταλειμμένο και μισητό.[i]

Σύμφωνα με τους Sigmund Freud , Carl Jung και Bruno Bettelheim, τα παραμύθια δεν είναι παρά εκδηλώσεις παγκόσμιων φόβων και επιθυμιών. Στη φαινομενικά σκληρή και αυθαίρετη φύση τους αντανακλάται κάτι διδακτικό: ο φυσικός και απαραίτητος θάνατος του παιδιού, οι διαδοχικές φάσεις ανάπτυξης και μύησης.

Η Έλσα Κορνέτη, στη συλλογή διηγημάτων της Το νησί πάνω στο ψάρι, πλάθει εικοσιτέσσερις ευφάνταστες και αλληγορικές αφηγήσεις μεταξύ ονείρου και εφιάλτη[ii] για τον κόσμο μας. Με την ποιητική τους γλώσσα και τα στοιχεία του παραμυθιού οι δεξιοτεχνικά γραμμένες ιστορίες συμβάλλουν στη συνειδητοποίηση και την ωρίμανση. Θέτουν το ανθρώπινο είδος ενώπιον των ευθυνών του για όσα αδιαφορεί ή προξενεί.

   Οι ανάποδοι άνθρωποι της μικρής ανάποδης πόλης άρχισαν να κοιτιούνται με απορία μια που δεν είχαν πια κινητά και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές για να κοιτάξουν και να αναζητήσουν ειδήσεις, νέα, ειδοποιήσεις και άλλα μηνύματα ούτε αυτοκίνητα και άλλα μέσα για να μετακινηθούν. Δεν υπήρχε κανένας ηλεκτρονικός τρόπος ή κόμβος για να τους εξηγήσει τι τους συμβαίνει και γιατί. Άρχισαν να σκέφτονται ότι ίσως και να μην κοιτάχτηκαν ποτέ στα μάτια, να μην έδωσαν ποτέ τα χέρια, γιατί δεν ήξεραν να κοιτάζονται και ν’ αγγίζονται, γιατί προτιμούσαν να κοιτούν βαδίζοντας εικόνες ηλεκτρονικές και ν΄ αγγίζουν οθόνες επαφής, ίσως γιατί ξέχασαν πώς να μιλούν ανθρώπινα, γιατί έμαθαν να μιλούν άπταιστα σε μια άλλη γλώσσα που λέγεται ηλεκτρονική, αλλά ξέχασαν τη δική τους, ίσως γιατί ήξεραν μόνο να βυθίζονται αθόρυβα σε οθόνες φωτεινές και βουβά και μοναχικά να πληκτρολογούν.(σελ. 82)

Βιβλιογραφία
Βλαβιανού, Α., Γκότση, Γ., κ. ά. Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, ΕΑΠ., 2000, 37.
Travers, Martin, Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, μετάφραση Ιωάννα Ναούμ, Μαρία Παπαηλιάδη, Βιβλιόραμα, 2005, 90-93, 97.

[i] Travers, 2005, 97.
[ii] Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου.