Εφ’ ενός λυγμού» ή αλλιώς, με έναν πόνο, με μια ανάσα κομμένη, ασθματική διαβάζεται το νέο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Γυπαράκη το οποίο εστιάζει στην σχέση του αγοριού με τον πατέρα αλλά και με τη μάνα, τη γυναίκα, τη φύση, την κοινωνία, την ομορφιά, τον τρόμο, τον κόσμο όλο.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του εβδομήντα, ένας πατέρας προσπαθεί να επιβιώσει και να θρέψει την οικογένειά του κάνοντας, ανάμεσα σε άλλα, το επάγγελμα του ελαιοχρωματιστή. Κάθε μέρα, ο πατέρας ξεκινά από την Πετρούπολη μαζί με τον γιο του και πηγαίνουν στο κέντρο της Αθήνας όπου περνούν τις μέρες τους δουλεύοντας, εξερευνώντας, παρατηρώντας, διευκρινίζοντας, σκύβοντας και κάπου κάπου, ανασηκώνοντας τους ώμους. Η σκιαγράφηση της σχέσης πατέρα – γιου σε όλο το βιβλίο είναι ενδιαφέρουσα, ζωντανή, περιεκτική, συχνά συγκινητική. Η εν λόγω σχέση χτίζεται πάνω στην ανάγκη του πατέρα να διδάξει, να παραδειγματίσει, να πειθαρχήσει, να κυριαρχήσει και ύστερα, να αφεθεί και να λυγίσει. Χτίζεται, επίσης, πάνω στην ορμή του γιου να ανακαλύψει, να δοκιμάσει, να αυτοπραγματωθεί, να ξεπεράσει, να πετάξει. Μεγάλα ιστορικά, καθώς και κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, θίγονται εν τη ρύμη της ιστορίας. Ωστόσο, η αφήγηση του Γυπαράκη δεν ενέχει καθόλου διδακτισμό αλλά διαμορφώνει μια ατμόσφαιρα, η οποία χαρακτηρίζει όλη την περίοδο στην Ελλάδα από το χίλια εννιακόσια εξήντα ως τις μέρες μας. Η στάση στο καφενείο, το οποίο αποτελεί ασφαλή τόπο για τους άντρες του βιβλίου, δίνει μερικές από τις πιο ωραίες εικόνες με αποκορύφωμα τον χορό – φτερούγισμα του πατέρα και τη μεταμόρφωση του στα μάτια του γιου.
Με γραφή διεισδυτική, καυστική, χιουμοριστική, πολυεπίπεδη, ο Γυπαράκης στήνει το σύμπαν του βιβλίου του έτσι ώστε να συμπεριλάβει, έμμεσα ή άμεσα, όλες τις πτυχές του μεγαλώματος ενός αγοριού. Η αναγνώριση της δύναμης της μάνας, η διαρκής παρουσία των σεξουαλικών ερεθισμάτων, η παντοδυναμία του σώματος, η ματαίωση της ενηλικίωσης, η ορμή για ανεξαρτησία είναι μόνο ορισμένα από τα στοιχεία των οποίων η μαστόρικη διαπραγμάτευση από τον συγγραφέα, καθιστά το «Εφ’ ενός λυγμού» ένα μοναδικό λογοτεχνικό ανάγνωσμα. Πάνω και πέρα απ’ όλα, κυριαρχεί το βίωμα. Της ανατροφής του ήρωα σε μια συγκεκριμένη οικογένεια, εποχή και κοινωνία, με πολύ συγκεκριμένους νόμους, όρους και προδιαγραφές. Το βίωμα που γίνεται αδήριτος νόμος. Εφ’ ενός λυγμού. Εφ’ ενός μοχλού. Εφ’ όρου ζωής.
«Είχαμε πιάσει δουλειά στην οδό Φωκυλίδου, στο Κολωνάκι, σ’ ένα διαμέρισμα ρετιρέ. Ωραίος δρόμος η Φωκυλίδου. Γεμάτος νεραντζιές και μπουκαμβίλιες και σπίτια βγαλμένα από ευαίσθητες χορδές ψυχής αρχιτεκτόνων με σπουδές στην μουσική της νοσταλγίας. Δεν είχα ιδέα τι ήταν τα νεράντζια. Όσο για τις μπουκαμβίλιες, πίστευα ότι είναι αναρριχώμενο φυτό κατευθείαν από το Παρίσι της Άνοιξης του Μάη. Μου είχε πει ο πατέρας ότι σ’ αυτή την γειτονιά έμεναν πολλοί Έλληνες που είχαν δει την εξέγερση του Μάη δια ζώσης. Ούτε το δια ζώσης δεν ήξερα τι ήταν. Σήμερα σκέφτομαι ότι ο πατέρας χρησιμοποιούσε την συνθηματική και σκωπτική γλώσσα του κόμματος. Εκείνο που κατάλαβα τότε, ήταν ότι οι μπουκαμβίλιες ήταν κομμουνίστριες παριζιάνες που ζήτησαν άσυλο στην κατ’ εξοχήν μπουρζουάδικη περιοχή της Αθήνας. Βάφαμε το διαμέρισμα κι ο πατέρας τραγούδαγε τον ύμνο της τρίτης διεθνούς, όπως μου είπε όταν τον ρώτησα. Εγώ από τραγούδια ήξερα τον ύμνο του Παναθηναϊκού. Κάναμε διάλειμμα να φάμε. Φακές είχε φτιάξει η μάνα με ρέγκα. Αυτά τα μικρά σπυριά μου θύμιζαν τα στίγματα στο σώμα μου που τα λέμε κρεατοελιές. Ένα οικόπεδο από φακές ήμουνα. Αφού φάγαμε έβγαλα δύο νεράντζια που είχα κόψει από το δέντρο στην είσοδο της πολυκατοικίας κι είχα πιστέψει ότι είναι πορτοκάλια. Τα είδε ο πατέρας και μου είπε με ύφος παρόμοιο με του δασκάλου μου που μ’ ανέβαζε στον πίνακα να πω το μάθημα.
«Που τα βρήκες αυτά;»
«Από το δέντρο στην είσοδο, απάντησα.»
«Είσαι βλάκας! Δεν τρώγονται ζώον! Είναι πικρά! Μόνο για γλυκό του κουταλιού είναι!»
Αυτή την διαφορά, κουτάλι για γλυκό και κουτάλι για σούπα δεν την κατάλαβα ποτέ. Εμένα μου άρεσε να τρώω την σούπα με μικρό κουτάλι και το γλυκό με μεγάλο. Ηλίθιος ο κόσμος των μεγάλων. Μεγαλώνοντας έμαθα ότι ο Βαν Γκονγκ έτρωγε τα σπόρια από τα ηλιοτρόπια, κι αυτά πικρά ήταν. Με πήραν τα κλάματα. Στην βεράντα του διαμερίσματος είχε μια μπουκαμβίλια. Είχε απλωθεί τόσο πολύ που είχε σκεπάσει τον τοίχο λες κι ήταν μουσαμάς για να ζωγραφίσει το είναι της. Τα λουλούδια της, όπως με είδαν να κλαίω, στράφηκαν και με κοίταξαν με ύφος όμοιο με το δικό σου κάθε φορά που σου χαϊδεύω τα χείλη με δάχτυλα τα μάτια μου. Κι είπε η επικεφαλής κομμουνίστρια των ανθέων μπουκαμβίλια, «Μην του δίνεις σημασία του πατέρα σου, δεν γνωρίζει τον Βαν Γκονγκ όπως κι εσύ αγνοείς τι σημαίνει πραγματικότητα.» Ήταν από τις λίγες φορές που χάρηκα που γνώρισα μια κομμουνίστρια έστω κι αν ήταν Παριζιάνικο λουλούδι. Ο πατέρας μετάνιωσε που με αποπήρε.
«Έλα, μην κλαις, θα τ’ αξιοποιήσουμε!»
Τα έκοψε στην μέση, τα έστυψε κι έριξε τον χυμό τους στο χρώμα που βάφαμε το σαλόνι. Όπως έπεσε ο χυμός νεραντζιών στο ντενεκέ με το χρώμα πήρε κι άστραψε το προϊόν κι έγινε καθρέπτης όπου φάνηκαν τα δάκρυα του πατέρα να μετατρέπουν τα δικά μου σε αχτίδες ηλίου. Μ’ αγκάλιασε και μου τραγούδησε μια μαντινάδα.»
* Κωνσταντίνος Γυπαράκης, «Εφ’ ενός λυγμού»/Εκδ. Ιωλκός