Scroll Top

Ημερολόγιο ενός ποιήματος: σχόλια πάνω στην ποιητική συλλογή με πεζοποιητικές επεκτάσεις της Λίλης Μιχαηλίδου Παγιδευμένο μετάξι – Παρουσίαση από τον Παναγιώτη Νικολαΐδη

Τοπία, ζωή, έρωτες, μνήμες, στοχασμούς, αλλά και το βαθύ υπαρξιακό αποτύπωμα αυτών στην πάλλουσα ποιητική συνείδηση, αποτυπώνει η Λίλη Μιχαηλίδου στην πρόσφατη και ειδολογικά υβριδική συλλογή της Παγιδευμένο μετάξι. Πιο συγκεκριμένα η ανά χείρας συλλογή δομείται διαλεκτικά, καθώς στην αριστερή σελίδα έχουμε πρώτα τη μεταστοιχείωση της εμπειρίας σε ποιητικό λόγο, ενώ στη δεξιά σελίδα έχουμε κείμενα που αν και φέρουν πεζή, ημερολογιακή μορφή, διαπνέονται, ωστόσο, από ποιητικότητα και ευαισθησία και πραγματεύονται την ίδια εμπειρία του αντίστοιχου ποιήματος. Με την πρώτη ανάγνωση στο επίπεδο της κυριολεκτικής επιφάνειας, τα ποιήματα, αλλά και τα πεζά κείμενα προσφέρουν την ευκαιρία να ανιχνευθεί μια διαλεκτική, αλλά και συμπληρωματική διαχείριση σημαντικών θεμάτων όπως έρωτας και αγάπη, ζωή και θάνατος, χρόνος και μνήμη, λόγος και σιωπή, φυγή και απώλεια, με κέντρο πάντα μιαν ευαίσθητη γυναικεία φύση και οπτική. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι σε όλο το μάκρος και πλάτος της συλλογής τόσο η υπαρξιακή όσο και η ερωτική αναζήτηση με παρούσα την ποιητικά γόνιμη αγωνία της φθοράς, του χρόνου και του θανάτου προοικονομούν με διαύγεια τον πυρήνα του ποιητικού στοχασμού, ο οποίος εδράζεται στη σχέση της ποιητικής συνείδησης με την ιστορία, την κοινωνική πραγματικότητα, τη μνήμη, τη θνητότητα και τη γλώσσα.

Ευδιάκριτο, επομένως, αλλά και συνάμα υπαινικτικό και εσωτερικό, όπως και στα προηγούμενα βιβλία της ποιήτριας, είναι το στοιχείο του κοινωνικού προβληματισμού το οποίο εμβαθύνει στο θέμα της ημικατεχόμενης, αλλά και αλλοτριωμένης πατρίδας. Η ψυχολογική εσωστρέφεια, ωστόσο, στην περίπτωση αυτή όχι μόνο δεν αποκλείει την κριτική θεώρηση του πολιτικού, κοινωνικού και ιστορικού χώρου, αλλά αντίθετα δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας διαφορετικής όρασής του. Η κριτική, μάλιστα, σε κάποια σημεία του βιβλίου, διάθεση, η οποία συνδυάζεται σχεδόν πάντα με μια διάχυτη πικρία, πηγάζει από την έντονη αντίθεση της αφενός με έναν κόσμο χωρίς σταθερές ανθρωπιστικές και οικολογικές αξίες και αφετέρου με μια πατρίδα που, παρά την ημικατοχή, έχει απολέσει τραγικά την πολιτική και πολιτιστική της ταυτότητα. Η Λίλη Μιχαηλίδου, λοιπόν, συνδυάζοντας τη δύναμη της αγάπης, του έρωτα, το υπαρξιακό άγχος και την ποιητική αυτοαναφορικότητα επιτυγχάνει με έναν τρόπο εσωτερικό, βαθιά ατελή και ανθρώπινο να αναγάγει ποιητικά την ιστορία σε αντικειμενικό υπαρξιακό βίωμα. Κι εδώ διαφαίνεται, βεβαίως, η ποιητική αλλά και πολιτική ηθική της, η οποία αποτελεί διακριτή σταθερά σε όλα τα προηγούμενα βιβλία της, καθώς η ποίηση δεν αποτελεί εύκολο βήμα ιστορικού ή πολιτικού διδακτισμού, αλλά αντίθετα μιαν εσωτερική προσπάθεια αυτογνωσίας.

Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι τόσο μέσα από την εσωτερική ενδοσκόπηση όσο και από την εξωτερική παρατήρηση σε γηγενή, αλλά και κοσμοπολίτικα τοπία (Λονδίνο, Βερολίνο Μούνστερ κ. ά.), σκιαγραφείται εξελικτικά μια γυναικεία ποιητική μυθολογία και προσωπογραφία, η οποία δομείται αντιστικτικάˑ από τη μια με πολλές σιωπές και υπονοούμενα, με άλογες, υπερρεαλιστικές, αποσπασματικές εικόνες και αυξημένη κατά περιοχές σκοτεινότητα και από την άλλη με ευθύβολα σχόλια και σαφείς ιστορικοκοινωνικές αναφορές. Η διπλή, επομένως, εσωτερική (εαυτός, Κύπρος) και εξωτερική γραμμή (κοινωνία, κόσμος) που δεσπόζει στο βιβλίο, υπό το πρίσμα της ποιητικής ευαισθησίας της Μιχαηλίδου γίνεται αντιληπτή σαν δυο παράλληλες και εφαπτόμενες αρτηρίες, που αιματώνουν δυναμικά τη μνήμη και τη ζωή, εξασφαλίζοντας την ασταμάτητη ροή της συνείδησης και του ποιητικού λόγου.

Στρέφοντας, επομένως, το βλέμμα της προς τα έξω, η ποιήτρια αξιοποιεί τις παραστάσεις της για να επιστρέψει πολύ βαθιά μέσα, επικυρώνοντας την προσωπική της θέαση των πραγμάτων με μια προοπτική διαχρονικότητας. Εκείνο που μετράει στη ζωή και στην ποίηση της Λίλης Μιχαηλίδου είναι το όραμα, η ζωή και ο έρωτας, αλλά και η επίμονη διάθεση για αυθεντικότητα, στοιχεία τα οποία συντηρούνται μέσα από την ανεξάντλητη επαφή με την τέχνη (λογοτεχνία, μουσική, ζωγραφική γλυπτική) και τη ζωή, και αποκαλύπτουν εντέλει τη ρομαντική αντίσταση του ποιητικού υποκειμένου ενάντια στο κατεστημένο και τον συντηρητισμό. Έτσι, λοιπόν, οι λογοτεχνικές, καλλιτεχνικές, ταξιδιωτικές, αλλά και κοινωνικές αναφορές στη συλλογή οδηγούν σχεδόν πάντα σε αντίστοιχες μνημονικές και υπαρξιακές καταβυθίσεις που αποπνέουν αγάπη για τον άνθρωπο και πάλλουν δυνατά τους συγγραφικούς στοχασμούς στη φλέβα της ζωής.

Μια δεσπόζουσα, τέλος, συγγραφική στρατηγική, που αποτελεί ταυτόχρονα και θεματικό άξονα του βιβλίου, είναι το όνειρο. Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι η ποιήτρια δεν επιδίδεται μόνο στη συγγραφή λογοτεχνικού ονείρου, αλλά και στην καταγραφή του προβληματισμού σχετικά με τη διαδικασία ποιητικής μεταστοιχείωσής του. Και είναι ακριβώς αυτή η διττή στόχευση, υπαρξιακή, αλλά και αισθητική της ονειρικής γραφής της Μιχαηλίδου που υλοποιείται ως εικονογραφική αναπαράσταση της ψυχικής ζωής και που ταυτόχρονα συνθέτει ένα απροσδόκητο μυητικό ταξίδι προς το ασυνείδητο και την εμπειρία της γραφής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα όνειρα στην ανά χείρας συλλογή αποτελούν θεμελιώδη δομικά στοιχεία, που συμβάλλουν στην αυτογνωσία του ονειρευόμενου ή μεταιχμιακά αφυπνισμένου ποιητικού υποκειμένου. Κυρίως όμως, δίνουν πρόσβαση στο φαινόμενο της απώθησης και στο απαγορευμένο, αποτυπώνοντας τις βαθύτερες ψυχικές του καταστάσεις, τις εσωτερικές του συγκρούσεις, την πάλη του με το καλό και το κακό, τη μνήμη και το παρόν, με την επιθυμία και τη σεξουαλική ενόρμηση. Έτσι κοινοποιούν λανθάνοντα αισθήματα και συγκροτούν μιαν άλλη πραγματικότητα εξίσου σημαντική με την εξωτερική πραγματικότητα του ποιητικού υποκειμένου. Το όνειρο, δηλαδή, αποτελεί το κύριο όχημα και στρατηγική της γραφής με το οποίο επιτυγχάνεται η επικοινωνία του συνειδητού με το ασυνείδητο, του πάνω με τον κάτω κόσμο, του παράλογου με τη λογική, του θεατού με το αθέατο, της παιδικής ηλικίας και της νεότητας με το παρόν, της μνήμης με τη λήθη, του έρωτα με τον θάνατο.

Συνοψίζοντας, η ανά χείρας συλλογή, που αποτελεί την έκτη ποιητική κατάθεση της Λίλης Μιχαηλίδου, αποτελεί μια σύνοψη ιδεών, εμπειριών και αισθημάτων που αναπηδά από ιδιαίτερα προσωπικά βιώματα και συμπυκνώνει όχι μόνο τη συναισθηματική ωρίμανση της ποιήτριας, αλλά και μια επώδυνη στροφή στο υπαρξιακό της υπέδαφος. Πέρα από κάποιες επιμέρους επιφυλάξεις σε συγκεκριμένα σημεία για έλλειψη πυκνότητας και διάχυση, πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για μιαν αξιόλογη κατάθεση, η οποία διαθέτει τόσο εσωτερική βιωματική συγκίνηση και αισθητική συνοχή όσο πρωτοτυπία και δύναμη.

ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ

Άρχισε να ξημερώνει
όταν, στην ησυχία μου
καθώς διάβαζα απορροφημένη Σουρίτα
με άγγιξε στον ώμο
«Σήκω και πιάσε μια ζιβανία»
Από τώρα; αποκρίνομαι
«Ναι, γιατί όχι»
Μα είναι πολύ νωρίς για ζιβανία
«Δεν έχει νωρίς και αργά για μένα
όλες τις ώρες μπορώ να πίνω»
κι έριξε τα ζάρια με τ’ ανοιχτά στόματα

Σήκωσα το κεφάλι από το βιβλίο κι έψαξα τα μάτια του
κι είδα μέσα τους ν’ απλώνονται
οι βουνοκορφές του Πενταδάκτυλου
καθώς τις ακουμπούσε το πρώτο αχνό φως του ήλιου

Και τότε κατάλαβα πως η φωνή που με διάταζε
δεν ήταν η δική του, αλλά του βουνού
διψασμένου να μεθάει
από το πρωί ως το βράδυ
να μην ακούει, να μη νιώθει, να μη θυμάται
να μη βλέπει.

*

Σηκώθηκα στις πέντε το πρωί, μαγείρεψα φασολάκια πράσινα
με κρεμμυδάκια, ντοματίνια, ελιές και μαϊντανό, έφτιαξα καφέ
και κάθισα στο μπαλκόνι, διάβασα ξανά ποιήματα του Ραούλ
Σουρίτα από τη συλλογή Αντιπαράδεισος και έγραψα επηρεασμένη,
Προφανώς, το ποίημα εκπληρώνοντας το στόχο της μέρας.

Λίλης Μιχαηλίδου Παγιδευμένο μετάξι (Εν τύποις, Λευκωσία 2021)