Το 1981, σε ηλικία 16 ετών, είδα στην τηλεόραση την Αναπαράσταση, την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Θ. Αγγελόπουλου, βασισμένη σε ένα αληθινό γεγονός συζυγοκτονίας. Ο φόνος του μετανάστη εκ Γερμανίας συζύγου και πατέρα, διαπράττεται από τη γυναίκα του και τον εραστή της σε ένα χιονισμένο και υποφωτισμένο ορεινό χωριό της Ηπείρου. Ένα χωριό ολιγάνθρωπο όπου κυριαρχεί η σιωπή και η πέτρα. Το κινηματογραφικό έγκλημα εκτυλίσσεται μέσα σε δέκα λεπτά στη σκοτεινή σιωπή, λες και το σκληρό τοπίο επιβάλλει την αλαλία του στους ανθρώπους του και στις πράξεις τους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως χρόνια μετά ο Θ. Αγγελόπουλος σε μια συνέντευξή του αναφέρει: “…πήγα στο χωριό που είχε γίνει το έγκλημα. Κάθισα στο καφενείο. Οι ντόπιοι, που ντρέπονταν γι΄αυτό που είχε συμβεί στο χωριό τους, μαζεύτηκαν γύρω μου και με κοίταζαν αμίλητοι. Κατάλαβα πως έπρεπε να φύγω το γρηγορότερο…”. Τότε αντιλήφθηκα για πρώτη φορά ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνο ήλιος και θάλασσα, αλλά και βράχος και ομίχλη. Και ότι τα φαινόμενα αυτά δεν είναι γεωλογικά ή μετεωρολογικά, μα κοινωνικά και ιστορικάˑ και καταπίνουν ζωές.
Διαβάζοντας το δεύτερο βιβλίο της Δήμητρας Λουκά, Η Μούτα και άλλες ιστορίες (2021), τα διηγήματα του οποίου διαδραματίζονται σε αυτή τη γεωλογική και ιστορική δύναμη που λέγεται Ήπειρος, η σιωπή με κατέκλυσε σαν πλημμυρίδα απόγνωσης –όπως και τότε. Τα δεκαπέντε κείμενα που περιέχονται στο καλαίσθητο αυτό βιβλίο (εκδ. Κίχλη) “αγκιστρώνονται” σε έναν κοινό ιστό: τον ιστό της παθογόνας, εν πολλοίς επικίνδυνης σιωπής. Θαμμένα μυστικά, απωθημένες αγάπες, μυστικά εγκλήματα, ανέκφραστες επιθυμίες, αποσιωπημένα δίκαια, τραύματα βουβά, ανείπωτοι τρόμοι, σιωπηλές λύπες, συνιστούν μια ανθρωπολογία κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του ερμητικά κλειστού ηπειρώτικου τοπίου. Ο άγριος τόπος, τα ξερά πηγάδια, οι στενόχωροι συμπαγείς ορίζοντες, δημιουργούν ανθρώπους σκληρούς και αμίλητους, με εμμονές, φόβο, χωρίς υγρασία και εύκαμπτους αρμούς, “ψυχές που ψάχνουν ψυχές να ακουμπήσουν”. Ο φόνος και η εκδίκηση καιροφυλακτούν, το κακό υφέρπει, είναι πλασμένο με το χώμα, με το νερό των ποταμών, στοιχειώνει τον τόπο.
[…Όταν έφτασα, βρήκα το σπίτι της κλειστό. Η αυλή γεμάτη αγριόχορτα, είχε ένα πέτρινο πηγάδι στη μέση. Σήκωσα το καπάκι του. Ούτε σταγόνα δεν γυάλιζε στον πάτο. Και οι πλάκες στα σκαλοπάτια όλες σπασμένες. Την περίμενα ώρα. Ήρθε. Φορούσε μαύρο κεφαλομάντιλο, κατεβασμένο ως τα μάτια σαν ένδειξη μετάνοιας, και μια ξεθωριασμένη ρόμπα που έπεφτε μπόλικη πάνω στο κοκαλιάρικο κορμί της… Δεν μίλησε…κάθισα σε μία από τις δύο καρέκλες που ήταν ελεύθερες. Τις άλλες δύο τις είχε ντυμένες με αντρικά ρούχα. “Είναι του Χρήστου και του Περικλή” είπε. “Τα ρούχα τους. Έτσι όπως τα άφησαν τότε. Και οι καρέκλες που κάθονταν. Χρήστος ήταν ο άντρας μου. Γύρισε ένα βράδυ του Φλεβάρη του ’46, με τούτα τα ρούχα”. “Γύρισες;”, του είπα αμέσως. “Πώς είσαι έτσι;” “Όπως είναι όλοι οι κρεμασμένοι, με φλέβες κομμένες σύρριζα στον λαιμό και κάτουρο που βρωμάει αμμωνία και αίμα”. “Μου μίλαγε κανονικά, σαν να είχε ξεχάσει πως ήταν πεθαμένος”…]
Και ενώ ο ρεαλισμός είναι έκτυπος στις ιστορίες της Μούτας, το υπερφυσικό στοιχείο έρχεται να απογειώσει την αφήγηση, τοποθετώντας την–όπως έχει ήδη επισημανθεί από την κριτική, στον χώρο του μαγικού ρεαλισμού. Έτσι έχουμε τη μεγάλη Ιστορία (μετανάστευση, εμφύλιος, κατοχή) και τα ήθη της ελληνικής επαρχίας (νοοτροπίες, δοξασίες) να μπαίνουν από τις μικρές χαραμάδες που αφήνουν οι προσωπικές ιστορίες των ηρώων και των ηρωίδων της Λουκά, ενώ, παράλληλα, φαντάσματα αδικοσκοτωμένων επιστρέφουν, πνιγμένοι που φοβούνται το αεικίνητο της θάλασσας ζητούν ένα κομμάτι γης να απαγκιάσουν, μόρες, λάμιες, αγγελούδες, σαϊταναραίοι και δαίμονες καθορίζουν τη μοίρα των ανθρώπων. Το πραγματολογικό και ενίοτε ιστορικά εξακριβωμένο στοιχείο (Σιαμαντάκας) εμπλέκεται αγαστά με το μυθοπλαστικό-μαγικό. Και είναι εκεί, σε αυτή τη διττότητα, που υφέρπει η λογοτεχνικότητα των διηγημάτων και, κατ’ επέκταση, η συγκίνηση που προκαλούν.
Τα θέματα του παρόντος βιβλίου η Λουκά τα διαχειρίζεται, όπως και στο πρώτο της βιβλίο, (Κόμπο στον κόμπο), με αφαιρετικό και λιτό τρόπο. Άλλωστε η δωρικότητα του ύφους της συνάδει με την τραχύτητα της Ηπείρου. Η γλώσσα της–πυκνή, περιεκτική και δουλεμένη –, χαρακτηρίζεται από υποδόρια δραματική έντασηˑ έχει ειδικό βάρος. Σαν ένα καλό κόκκινο κρασί με γεμάτο σώμα, έντονες τανίνες και υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ. Οι ηπειρώτικοι ιδιωματισμοί έχουν υποχωρήσει έως εξαλειφθεί στη Μούτα, γεγονός που δεν επηρεάζει την προφορικότητα και την παραμυθητική λειτουργία της αφήγησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο δεύτερο αυτό βιβλίο δεν υπάρχει γλωσσάρι όπως στο πρώτο. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση εναλλάσσεται με την τριτοπρόσωπη, αξιοποιείται η τεχνική της μαρτυρίας σε ένα εξωδραματικό πρόσωπο, καθώς και η παράθεση αυτούσιων κειμένων –υποτίθεται αυθεντικών–μέσα στα διηγήματα (εδώ, όπως φυσικά και στο ύφος, εντοπίζουμε την επίδραση του Θ. Βαλτινού).
Η συλλογή διηγημάτων Η Μούτα και άλλες ιστορίες ανατέμνει το ηπειρώτικο τοπίο χωρίς να το περιγράφει λεπτομερώς και διεισδύει στα έγκατα των ψυχών των ηρώων της, που είναι δέσμιοι του χώρου και φορείς της μοίρας τους, χωρίς να συναισθηματολογεί. Συνδέει την αποστασιοποιημένη αποτύπωση της ζωής της επαρχίας με τη μεταφυσική λογοτεχνία σε έναν ιδιότυπο υπερβατικό ρεαλισμό στη βάση μιας υπαρξιακής θεώρησης ή ενός αισθήματος δικαίου για κάποιο αμάρτημα κοινωνικής, κυρίως, προέλευσης. Θα μπορούσαμε να πούμε πως εντάσσεται στο ρεύμα της ρεαλιστικής ηθογραφίας με δραματικό-ψυχολογικό υπόστρωμα και επενδυμένης γλωσσικά με τοπικούς ιδιωματισμούς. Στην περίφημη Νέα ηθογραφία (εκπρόσωποι της οποίας είναι ο Σ. Δημητρίου και ο Γ. Μακριδάκης παλαιότερα, ο Δ. Κανελλόπουλος με τον πρόσφατο και βραβευμένο Αστρίτη του, ο Δ. Παπαμάρκος με το δημοφιλές Γκιακ, ο Μ. Μακρόπουλος κ.ά) που έχω την αίσθηση πως ως όρος επινοήθηκε για να μην εξανίστανται οι νεότεροι πεζογράφοι, οι οποίοι αισθάνονται άβολα στο άκουσμα του όρου “ηθογραφία”ˑ λες και η ηθογραφία, στη μεγάλη πεζογραφική παράδοσή μας, ταυτίζεται μόνο με φουστανέλες, στάνες και αμνοερίφια. Η Δήμητρα Λουκά, όμως, θεωρώ ότι προχωρεί. Είναι σαν να τεντώνει τα ανθρώπινα πάθη, τον ανθρώπινο ψυχισμό και να τα φτάνει στο όριοˑ να τα κάνει τοπίο. Ένα τοπίο κλειστοφοβικό, περίκλειστο, ανδροκρατικό και βίαιοˑ μια ανθρωπολογία σιωπής, μια α ν θ ρ ω π ο γ ε ω γ ρ α φ ί α άηχη και σκληρή σαν πέτρα.
Είναι γνωστό πως η δυτική σκέψη εδράζεται σε ζεύγη, σε δυαδικές αντιθέσεις αξιολογικού τύπου, π.χ. ψυχή-σώμα, υγεία-νεύρωση, άνδρας-γυναίκα κ.τ.λ. Ο ένας όρος είναι η πραγματικότητα και ο άλλος η έκπτωση, η αντανάκλαση. Το ίδιο και τα διηγήματα της Μούτας είναι οργανωμένα σε δίπολα: τρυφερότητα-βία, αγάπη-μίσος, φως-σκοτάδι, δίκαιο-άδικο, υπερφυσικό-φυσικό, ζωή-θάνατος. Η Λουκά, όμως, συχνά διασαλεύει αυτές τις αξιολογήσεις, υπαινισσόμενη ότι οι ιεραρχημένες αυτές αντιθέσεις δεν είναι φυσικές αλλά “κατασκευές”. Λειτουργεί αποδομιστικά και δημιουργεί μια προοπτική που κατοχυρώνει την έννοια του Άλλου: του υπερφυσικού, του αλαφροϊσκιωτου, του νοσηρού, του εγκλήματος, ακόμα και του θανάτου. Και αυτό χωρίς να καινοθηρεί ναρκισσιστικά, χωρίς να αμφισβητεί το ιδεώδες της οργανικής μορφής και τη συνεκτικότητα της αφήγησης.
Με το βιβλίο αυτό η Δ. Λουκά αγγίζει ένα όριο. Το όριο της λεγόμενης Νέας Ηθογραφίας. Από κει και πέρα ό,τι ειπωθεί, και υπό το βάρος της πληθωρικής παραγωγής αυτού του είδους, θα είναι μια επανάληψη, μια αντανάκλαση χωρίς λάμψη. Στον γενέθλιο τόπο, τον εν πολλοίς τραυματικό, βλάστησαν εύγευστοι, μεστοί καρποί. Η συγγραφέας γνωρίζει πλέον καλά πως οι ρίζες πληγώνουν κάποτε αλλά τα φυλλώματα είναι πυκνά και βαθύσκιωτα. Και πως ο δρόμος είναι ανοιχτός στον ορίζοντα. Θα τον περπατήσει. Εμείς, θα την περιμένουμε..