Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Μαρίας Αρχιμανδρίτη, «Πουέντε» (πόλις, 2020), αποτελεί μια γέφυρα αυτογνωσίας του σύγχρονου ανθρώπου, μια διαδρομή που διασχίζοντας εσωτερικά ερωτήματα οδηγεί τον αναγνώστη στη συνάντηση με τον βαθύτερο εαυτό. Ρεαλισμός και μεταφυσική, μεταρρεαλισμός και ψηφιακός κόσμος δημιουργούν έναν ιδεολογικό χώρο συνεχούς αυτοπαθητικής ανασύστασης.
Η εικόνα στην ποιητική της Αρχιμανδρίτη κατέχει κεντρική θέση. Με αδρές γραμμές μοιάζει να σχηματίζει θολές φιγούρες, που σμίγουν με άλλες παραστάσεις σε ένα ρευστό κάδρο. Με οδηγό τη συνειρμική κίνηση του στίχου και τους ήπιους συμβολισμούς, γεμίζει το ποιητικό κάδρο με χρώμα και κίνηση. Οι περισσότερες συνθέσεις υιοθετούν μία αφηγηματική ροή, σαν να διηγείται η δημιουργός σύντομες μυθιστορίες. Κοινωνικά στιγμιότυπα και πάθη εκτίθενται μέσα από τον φακό ενός εξωδιηγητικού ποιητικού αφηγητή. Η ποιήτρια δανείζεται από τον εξπρεσιονισμό έναν αποκαλυπτικής υφής προβληματισμό για τη φθορά και τον θάνατο, την ασθένεια και τη σεξουαλικότητα, μέσα όμως από μία φωτεινή εικαστικά οπτική. Το φως μετριάζει την μελαγχολία του εξπρεσιονιστικού χώρου.
Αυτή η δυναμική εικονοποιία όμως, σε συνδυασμό με μεταφορές και παρομοιώσεις, δημιουργούν έναν εκρηκτικό ποιητικό χώρο δράσης, αφήνοντας τον αναγνώστη να οικοδομήσει τις δικές του γέφυρες με τις συνθέσεις της συλλογής. Οι τίτλοι αποτελούν ένα τέτοιο ερμηνευτικό κλειδί, ενεργοποιώντας την ερμηνευτική διαδικασία της αναγνωστικής πρόσληψης. Αν στην πρώτη ανάγνωση μοιάζουν αδιάφοροι για τον ακροατή, μετά το πέρας εκείνης, ο αναγνώστης καλείται να επιστρέψει εκ νέου στους τίτλους για να εντοπίσει τα βαθύτερα σημεία του κειμένου.
Επίκεντρο του ποιητικού προβληματισμού είναι το σώμα ως υλική απεικόνιση του ίδιου του ανθρώπου. Οι ήπιοι εξπρεσιονιστικοί τόνοι μέσα στον θρυμματισμένο στίχο συνθέτουν μια ποίηση σωματική. Το σώμα άλλοτε καταγράφεται ως περιεκτικό ουσιαστικό κι άλλοτε ακρωτηριασμένο, όπως ο στίχος, και τραυματισμένο από τη φθορά. Μάτια, σωθικά, δάχτυλα, συκώτι και άλλα μέλη ή μεμονωμένα όργανα εμφανίζονται διαρκώς τις συνθέσεις της συλλογής (αντίστοιχο εντοπίζουμε στην ποιητική της Αγγελάκη-Ρουκ). Το σώμα ως ύλη πλάθεται για να λειτουργήσει σαν μία μεταφυσική γέφυρα με το πνεύμα. Αλλάζει και φθείρεται. Οι εξπρεσιονιστικές πινελιές ξεγυμνώνουν την αλήθεια μπροστά στις αγωνίες του σώματος. Αυτή ακριβώς η ουσία είναι που το σώμα μετατρέπει σε σύμβολο για να δώσει πρόσβαση στον κόσμο της ποιήτριας. Αισθητοποιεί την ύπαρξη ως υλική πορεία στον χρόνο. Η οδύνη του σύγχρονου ανθρώπου αποτυπώνεται μέσα από τον ακρωτηριασμό και τη σωματοποίηση του πόνου. Το διαμελισμένο σε όργανα κορμί αναπαριστά την άμυνα του ανθρώπου απέναντι στην επέλαση της φθοράς.
Η στροφή στο σώμα και το άτομο εκφράζει την αντίδραση απέναντι στον υλισμό της σύγχρονης μηχανοποίησης και του κομφορμισμού των νέων τεχνολογιών. Οι ραγδαίες αλλαγές των καιρών και η αβεβαιότητα για το μέλλον είναι εκείνα που ιστορικά έτρεφαν τον εξπρεσιονισμό. Η Αρχιμανδρίτη σφυρηλατεί μία ποιητική προβληματισμού μέσα από το ατομικό δράμα ως κραυγή διαμαρτυρίας. Εκφράζει την αντίδραση απέναντι στην αλλοτριωμένη και εφησυχασμένη αστική αντίληψη για την εφημερία. Το ποιητικό εγώ μοιάζει αποξενωμένο από το σώμα και τις εικόνες της εποχής του. Το πρωτοενικό υποκείμενο όμως είναι ένας αφηγητικός τύπος. Οι ποιητικοί χαρακτήρες γενικότερα των συνθέσεων, λειτουργώντας ως σύμβολο αντιπροσωπευτικών τύπων (και όχι εξατομικευμένων χαρακτήρων), αισθητοποιούν το συλλογικό, ή όπως σημείωνε ο Antonin Matejcek, ο εξπρεσιονισμός είναι μία έκφραση συμβολικής υποκειμενικοποίησης του αντικειμενικού, που μεταστοιχειώνει την αντικειμενική πραγματικότητα σε ατομικό βίωμα. Οι αντιήρωες της Αρχιμανδρίτη απεικονίζουν γενικές αλήθειες και αποδίδουν την αντανάκλαση του εξωτερικού κόσμου στην ψυχολογία του ατόμου.
Οι ποιητικές γέφυρες της Μαρίας Αρχιμανδρίτη – Κριτική από τον Δήμο Χλωπτσιούδη
Από CULTURE BOOK
02/11/2021