Περιδιαβαίνοντας στον ποιητικό – πεζογραφικό διάκοσμο της κας Γκυ-Βουβάλη νιώθει κανείς να τον επισκέπτεται ένας λυρισμός που κρατά από το αρχαίο μέλος μιας ποίησης, για χρόνια ξεχασμένης, όπου νεράιδες και ξωτικά ξεπηδούν σαν από μια ανάγκη να μεταμορφωθεί η βιωτή σε αναγεννησιακή παραμυθία, […] «Πλεούμενα μ’ άφωνα πανιά, πάνω στα διάφανα νερά τους/Πήγασοι και Μονόκεροι/παιχνίδια, παραμύθια/εφτασφράγιστα μυστικά/και των αστερισμών τα γιορτινά πυροτεχνήματα.», (σελ.10). Το βιβλίο αποτελείται από δύο ενότητες. Στη δεύτερη ενότητα του βιβλίου συναντώνται πεζόμορφα ποιητικά κείμενα, τα οποία αναγγέλονται από τη συγγραφέα ως ποιητικά πεζά, όπου η πεζογραφική ικανότητα της συγγραφέως συναντά την ποιητική αφήγηση με ρεαλιστικότερη διάθεση. Ωστόσο, η νεορομαντική διάθεση δεν την εγκαταλείπει. Θα έλεγε κανείς πως το καινοφανές στην ποίηση της Γκυ-Βουβάλη είναι η στοίχιση του αρχαιοελληνικού μέλους, […] «Και με του Ιανού το πρόσωπο, φούσκωσε το νερό της. “Τ’ όνομα μου είναι Αργώ, τ’όνομά μου είναι Γοργώ”, στέναξε η ψυχή της.»,(σελ.61), με νεορομαντικές ψηφίδες, οι οποίες, ωστόσο κρύβουν έναν ψυχαναλυτικό σουρεαλισμό που ακουμπά βαθιά στον ψυχισμό του ποιητικού υποκειμένου, […] «Ένα μεγάλο στόμα/ανοίγει η ψυχή/μες από τα μάτια του χάους/και κράζει/πεταλούδες το πρωί/πυγολαμπίδες το βράδυ», (σελ.37).
Η ποιητική αφήγηση έχει πολλά πρόσωπα στην ποιητικό σύμπαν της Γκυ-Βουβάλη. Κυριαρχεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση μα δεν παραμελεί και τα άλλα δύο πρόσωπα με έμφαση, συχνά, στην απεύθυνση. Πότε το ποιητικό υποκείμενο συνδιαλέγεται με τη Σελήνη, άλλοτε με τη μέρα καθώς εισβάλει σαν νεογέννητη ελπίδα στο κατώφλι, το φως, καθώς αψηφά τον χρόνο και οι αναμνήσεις ντύνονται τον αισιόδοξο μανδύα ενός ελπιδοφόρου μέλλοντος. Και η κατάβαση άρχεται για να αναδυθεί το ποιητικό υποκείμενο στο φως με μια γλωσσοπλαστική διάθεση και μια εικονοπλαστική δύναμη που ξεχωρίζει. Κάπως έτσι, τα επτά πέπλα της υπονοούμενης, ίσως, Σαλώμης γίνονται δώδεκα, όσοι και οι μήνες του χρόνου, και πάλι ο χρόνος υπομνύεται, […] «Δώδεκα ασημιά σκορπισμένα πέπλα/δώδεκα βαθιπες διαμαντένιες χαρακιές/απανωτά αυλακώνουν τον ορίζοντα./Σήμανε μεσονύχτι…/μοναδική χαρίζουν ευτυχία/Αμαζόνες με λυτές φωνές…», (σελ.11.)
Πλουμιστά επίθετα ντύνουν την ποίηση της Γκυ-Βουβάλη, καθώς με ανεπαίσθητους συμβολισμούς και θαυμαστές περιγραφές, λουσμένες στο φως πρωσοποποιούν τη Νύχτα σε μια νεορομαντική ατμόσφαιρα. […] «Νύχτα μου τα πλοκάμια σου/σε τι απάτητους βυθούς με τραβάνε». Έτσι, η σκοτεινή Εκάτη, σαν άλλη Άρτεμις, σαν άλλη Αφροδίτη συναντάται με την ομογέννητη Αστάρτη, αναδυόμενες από τους αφρούς της θάλασσας και το σκοτάδι ενοχοποιείται, σε μια αιθερική προσπάθεια να κατανικηθεί από το φως.
Το φως για τη συγγραφέα αποτελεί το κύριο ποιητικό μοτίβο, καθώς ανακαλεί τη θηλυκή πλευρά της ποίησης και η Σαπφώ μοιάζει να αιωρείται στις λέξεις της συγγραφέως, εγείροντας την αρχαιοελληνική καταγωγή της ποίησης η οποία συντελείται στις λέξεις του καινοφανούς ποιητικού σύμπαντος της Γκυ-Βούβαλη, […] «Ω Σελήνη, λευκή, στρογγυλή/μαργαριτάρια στάζεις/φρέσκιες, πολύτιμες σταγόνες που λάμπουν στο σκοτάδι/δροσιά π’ αργοκυλά την ακριβή ζωή της/μέσα στους δαδαίλους τ’ουρανού/ερώρων δάκρυα χλωμά/αγνά και άσπιλα σαν αγγελούδια», (σελ. 13), χωρίς να παραλείπει τη δραματική σκηνική οδηγία, κλείνοντας την: «Αυλαία», στη (σελ.16). Στην επωδό της αμέσως επόμενης ποιητικής σύνθεσης με τίτλο «ΓΑΛΑΖΙΑ» το ποιητικό υποκείμενο χάνεται «στο φως» (σελ. 17), ενώ εισάγεται με χρώμα γαλανό και υφάσματα να «πλέουν/αναπνέουν», ν’ «ανεμίζουν», να «πετούν», να «θροΐζουν».
Παρόλη την νεοκλασσική διάθεση και τον ρομαντισμό που ξεχειλίζει από την λυρικότητα τον στίχων της συγγραφέως, δεν απαντάται καμία μελαγχολική διάθεση, τουλάχιστον στην πρώτη ενότητα. Αντιθέτως, κάθε της αναφορά στο φως παραπέμπει διακειμενικά σ’εκείνο το ελληνικό φως που φέρει η ποίηση ενός Ελύτη, του Σεφέρη τ’ακρογιάλια και το παιχνίδισμα του ήλιου στα καταγάλανα ελληνικά νερά. Νησιά που ξεπηδούν στο Αιγαίο πέλαγος στραφταλίζουν, […] «…φόρεμα παρατημένο στην άκρη του γιαλού/θροΐζει φθόγους/φωνήεντα, και σύμφωνα κελαρυστά/δάχτυλα που ψαύουν την άμμο/και γράφουν “απουσία”…», (σελ. 47), καθώς δομείται ένας μαγικός διάκοσμος, όπου η ποιήτρια μεταγγίζει την ελπίδα, εξασφαλίζοντας τη συναίνεση του αναγνώστη σε μια β΄πρόσωπη γραφή, σε μια απεύθυνση, η οποία, επίσης, την περιλαμβάνει. […] «Ακολούθησέ με μέσα στα κάδρα,/κι άγγιξε./αφή ονείρου στα βάθη της νυχτιάς,/άυλα πλάσματα, και ο ύπνος φωνήεν στα χείλη, Άφωνο, λευκό το χέρι που θ’ απλώσεις/άσμα πολύχρωμο το μαντήλι/που θα σου χαριστεί/ενθύμιο…», (σελ.16).
Το νερό, η ρευστότητα του χρόνου, κινείται ανάδρομα μόνο για να νοσταλγήσει την παιδική αθωότητα, αυτήν επιθυμεί να ανασύρει η συγγραφέας, όταν στα πεζόμορφα ποιητικά της κείμενα συναντάμε την αναγεννητική διάθεση, ακόμα και τη Γέννηση, ακομα και η Βηθλεέμ γίνεται σύμβολο, ώστε να ξεδιπλώσει το ποιητικό υποκείμενο τις μεταμορφώσεις του αστικού τοπίου σε τόπο ονειρικό. […] «Το ισόγειο όμως, αντί να οδηγεί έξω, στον βρώμικο παράδρομο που γνώριζα, κατέληγε στο σκοτεινό υπόγειο… Μόνο σαν συνήθισε το μάτι μου διέκρινα ένα πολύ φτωχικό σπιτικό… Ξαφνικά βρέθηκα να περπατώ στο φως, πάνω στη χλόη, πλάι σε καλαμιές που οδηγούσαν σ’ ένα πεντακάθαρο, κρυστάλλινο νερό.» (σελ.65-66).
Στα ποιητικά κείμενα της δεύτερης ενότητας η συγγραφέας εκφράζει την ανησυχία της για το μέλλον της ανθρωπότητας, ξεδιπλώνοντας εικόνες και ονειρικά σκιρτήματα, ζωντανεύοντας την ποιητική της αφήγηση με ρήματα κίνησης σε παρατακτική σύνδεση. Το κόκκινο χρώμα στο κείμενο με τίτλο ΤΟ ΝΗΣΙ (σελ. 78), αναδύεται συμβολικά για ν’ αφυπνίσει την ανθρώπινη συνείδηση και το νερό για να σβήσει την αδηφάγα επιθυμία που διακατέχει την ανθρωπότητα για εξουσία, πλούτο, δόξα, καταλήγοντας στην οικολογική καταστροφή. Όλα ξεπηδούν προφητικά σχεδόν στην ποίηση του Γκυ-Βουβάλη μέσα από ένα όνειρο πάντα, δηλώνοντας την άρνηση του ποιητικού υποκειμένου να αποδεχθεί τη φθορά, τον χρόνο και τις συνέπειές του. Το ίδιο ξεπηδούν και οι παιδικές αναμνήσεις, ανασύροντας ακόμα μια φορά το διακείμενο λειτουργικά. Η φράση της Διδούς Σωτηρίου, «Ήταν η τελευταία φορά…», αντηχεί στο κείμενο της Γκυ-Βουβάλη, σε μια προσπάθεια να ισοσταθμήσει τις ζοφερές εικόνες που αντικρίζει το ποιητικό υποκείμενο πίσω από τον δημοσιογραφικό φακό, […]«Ήθελα τόσο πολύ να δω τα παιχνίδια μου… απολογήθηκε μόνο. Ήταν η τελευταία φορά…» (σελ.77). Η ωριμότητα, η αποδοχή, το δραματικό παρόν, νικούν το όνειρο και το ποιητικό σύμπαν συναντά την αντικειμενική πραγματικότητα μ’ έναν αναπόφευκτα, πλέον, πρόδηλο ρεαλισμό.
[…] «Οι νεκροί περιμένουν….»
* Δάφνη Μαρία Γκυ-Βουβάλη, Τα λόγια του ονείρου, εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα 2021