Scroll Top

«7 + 1 διηγήματα για τον Δεκέμβριο του 2021 στο Culture Book»

Συνεχίζουμε και στον μήνα Δεκέμβριο 2021 τη δημοσίευση 7+1 διηγημάτων με ποικίλη θεματική, έκταση και τεχνοτροπία από πεζογράφους που έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη χρονολογικά παρουσία στο πεδίο της αφήγησης. Στόχος μας παραμένει να αποτυπώνεται όλη η ποικιλομορφία της πεζογραφικής μας έκφρασης, όλες οι γενιές, κάθε δημιουργός που αφήνει με το προσωπικό του ύφος μία πολύτιμη ψηφίδα στο παλίμψηστο της ελληνικής λογοτεχνίας. Συνεχίζουμε λοιπόν με διηγήματα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, μεγαλύτερων σε ηλικία συγγραφέων και νεωτέρων, με συχνότερη -ή και όχι- εκδοτική παρουσία διαμορφώνοντας το ιδιαίτερο, δικό μας, διηγηματικό Δίκτυο. Συμμετέχουν αλφαβητικά οι: Ελένη Αγριπίδη, Βικτωρία Ανθοπούλου, Βάια Λαμπροπούλου, Έκτορας Διλιντάς, Αθανασία Κουταλά, Καλλιόπη Μανδρέκα, Μαίρη Γ. Πράσατζη, Αμαλία Τσιμπλή. Καλή ανάγνωση!

Άννα Αφεντουλίδου

Ελένη Αγραπίδη

«Το αγόρι του βιβλιοπωλείου»

Η ξύλινη πόρτα του συνοικιακού βιβλιοπωλείου έκλεινε αργά, όταν βγήκε και ο τελευταίος πελάτης, αφήνοντας μου το περιθώριο να σκεφτώ αν τελικά θα μπω μέσα. Τελικά αποφάσισα να προχωρήσω κρατώντας τον δερμάτινο καφέ χαρτοφύλακα μου ως συνήθως.

Μετά από μερικά βήματα στον κεντρικό διάδρομο του καταστήματος, τον είδα στο βάθος για άλλη μια φορά να μεταφέρει μερικά γεμάτα κιβώτια από την αποθήκη στα ράφια, κουβαλώντας τα με εξαιρετική ευκολία στους ώμους του. Υπέθεσα πως για μια ακόμη φορά, μόλις είχε βγει από τη μεγάλη αποθήκη του καταστήματος. Φαίνεται πως είχε φορτώσει για ακόμη μία φορά από την αποθήκη τα βιβλία που έπρεπε να μπουν στα ράφια και ήταν έτοιμος να τα τοποθετήσει με μεθοδικότητα.

Τα μαλλιά του καστανά, μακριά και ίσια, έστεκαν λαμπερά στον κότσο που τα είχε πιάσει και τα μάτια του όμορφα αλλά πάντα με το ίδιο θλιμμένο ύφος, κοιτούσαν τα ράφια του βιβλιοπωλείου με υπομονή και καρτερία. Καθώς ανέβαινε στην μικρή ξύλινη σκάλα για να βάλει τα βιβλία στα ψηλότερα ράφια, είδα για άλλη μια φορά τα καλλίγραμμα χέρια του να διαγράφονται κάτω από τη μπλούζα εργασίας. Για μια στιγμή αισθάνθηκα το στομάχι μου να σφίγγεται, αλλά συνέχισα να περπατώ κάνοντας πως ψάχνω τα ράφια και πλησιάζοντας όλο και περισσότερο κοντά του, θέλοντας για ακόμα μία φορά να μυρίσω του άρωμα του. Εκείνο τον περίεργο συνδυασμό φθηνού αρώματος και ιδρώτα, που ξεσήκωνε τις αισθήσεις μου. Δεν είχα βρει ποτέ το θάρρος να του μιλήσω και μια φορά που συναντήθηκαν τα βλέμματα μας, έστρεψα τα μάτια που προς το δάπεδο χωρίς δεύτερη σκέψη.

Γνώριζα το όνομα του μιας και άκουγα τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού να τον φωνάζει συνεχώς, όμως στο δικό μου μυαλό υπήρχε ένα και μόνο όνομα. Γοητευτικό και συνάμα παράξενο, «αγόρι του βιβλιοπωλείου». Εκείνο το αγόρι που ήταν πάντα εκεί δίπλα σου, αλλά σχεδόν ποτέ δεν το έβλεπες. Πολλές φορές αναρωτιόμουν αν είμαι η μόνη που τον είχε προσέξει, αν ήμουν η μόνη που έβλεπε την αγωνία που κρύβεται πίσω από τα καλοσχηματισμένα μάτια του.

Τώρα στεκόμουν πίσω του και εκείνος λες είχε μάτια παντού, έκανε δυο βήματα στο πλάι για να με αφήσει να περάσω. Δεν μου έριξε ούτε μία ματιά, λες και όλοι γύρω του ήταν διάφανοι όπως εκείνος. Μία φιγούρα τόσο όμορφη, όσο και αέρινη που ένιωθες λες και δεν μπορούσες να την αγγίξεις. Φορώντας εκείνο το αδιανόητο μπλουζάκι με την επωνυμία του καταστήματος, σχεδόν κανείς δεν πρόσεχε την αδιαπέραστη ομορφιά του, εκτός από εκείνον που προσπαθούσε πάντα να δει τα πράγματα λίγο διαφορετικά από τους υπόλοιπους.

Τα χέρια του έπιαναν με δύναμη τα πακέτα με τα βιβλία, βάζοντας τα σε τάξη με εξαιρετική επιδεξιότητα. Τον παρατηρούσα καιρό τώρα να εργάζεται με προσήλωση και να αφήνει την ελκυστική γοητεία του διάχυτη στο χώρο. Μια γοητεία που δεν έβλεπαν όλοι, παρά μονάχα εκείνοι που αναζητούσαν την ομορφιά στα απλά και καθημερινά. Την ομορφιά που κρύβει ένα βλέμμα, μία κίνηση, ένα χαμόγελο.

Τον προσπερνώ και τον νιώθω να κατευθύνεται προς την αντίθετη μεριά του διαδρόμου. Με απογοήτευση τον βλέπω να απομακρύνεται. Χωρίς να το θέλω, με την άκρη του ματιού μου παρατηρώ μία σταγόνα ιδρώτα να τρέχει από το μέτωπο του και να καταλήγει στο θεληματικό πηγούνι του.

Τον ακολουθώ από απόσταση και τον κοιτάζω, προσπαθώντας να μη με δουν. Ένα περίεργο συναίσθημα με κατακλύζει. Νιώθω ότι δεν θα τον ξανά δω ποτέ. Κατευθύνεται προς την αποθήκη, σπρώχνοντας τις άδειες πλέον από βιβλία κούτες. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ και να ψάξω το βιβλίο που χρειάζομαι για το σχολείο. Κάνω μερικούς γύρους στους διαδρόμους βαριεστημένα και πιάνω νευρικά ένα βιβλίο που σίγουρα δεν χρειάζομαι. Στο ταμείο όπως πάντα αυτή την εποχή έχει ουρά. Μέσα Σεπτέμβρη και καθώς έχουν ήδη ανοίξει τα σχολεία, σε κάθε συνοικιακό βιβλιοπωλείο δεν θα δεις τίποτα άλλο πέρα από χιλιάδες γονείς και παιδιά με λίστες στα χέρια. Η ώρα περνά αργά και βασανιστικά. Έρχεται η σειρά μου και ο υπάλληλος με ρωτά χαμογελώντας τι χρειάζομαι. Δύο γονείς δίπλα μου τσακώνονται για τη σειρά τους και ένα αγόρι τρέχοντας μου πατάει το πόδι. Ύστερα από λίγο φεύγω από το ταμείο και κατευθύνομαι προς τον διάδρομο με τις πένες, έχοντας πάντα το μάτι μου καρφωμένο στην είσοδο της αποθήκης. Καμία κίνηση, πλήρης άπνοια. Το αγόρι του βιβλιοπωλείου δεν λέει να φανεί και οι κούτες με τα βιβλία στέκονται ακίνητες στην είσοδο της αποθήκης περιμένοντας κάποιος να τις αγγίξει. Πληρώνω απογοητευμένη και κατευθύνομαι προς την έξοδο, ρίχνοντας μια τελευταία κλεφτή ματιά. Η ξύλινη πόρτα κλείνει πίσω μου και το διακοσμητικό της καμπανάκι ηχεί μελωδικά.

Γύρισα σπίτι έχοντας μια πολύ περίεργη αίσθηση. Έκατσα στο σαλόνι, ήπια το τσάι μου και έπεσα νωρίς για ύπνο. Την επόμενη μέρα και καθώς άνοιξα το παράθυρο της κουζίνας, είδα δύο ηλικιωμένους άνδρες να συζητούν στο απέναντι παγκάκι με μεγάλο ενδιαφέρον. Χωρίς να το επιδιώξω, άκουσα σκόρπιες λέξεις από αυτά που έλεγαν. Στο άκουσμα των λέξεων «εξαφανίστηκε» και «βιβλιοπωλείο», κρύος ιδρώτας ένιωσα να διαπερνά το σώμα μου. Λίγο αργότερα ανοίγοντας τα δεδομένα του κινητού μου, ξεπήδησε σαν πρώτη είδηση στα τοπικά νέα, η εξαφάνιση ενός νεαρού αγοριού που δούλευε στο βιβλιοπωλείο κοντά στο σπίτι μου. Σύμφωνα με το άρθρο, κανένας δεν τον είδε να ξανά βγαίνει από την αποθήκη μετά το τέλος της βάρδιας του. Η τελευταία μαρτυρία ήταν αυτή του ιδιοκτήτη του βιβλιοπωλείου, ο οποίος κατέθεσε πως τον είδε να ψάχνει κάτι απροσδιόριστο μέσα σε μεγάλα άδεια χαρτόκουτα. Στην αστυνομία κατέθεσε πως την ώρα που έκλεινε το μαγαζί τον αναζητούσε και μάλιστα ήταν αρκετά εκνευρισμένος, καθώς νόμιζε ότι έφυγε νωρίτερα χωρίς να τον ενημερώσει. Η αστυνομία μιλούσε για μια πολύ περίεργη υπόθεση εξαφάνισης. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που διάβαζα και ένιωσα τις τρίχες σε όλο μου το σώμα να σηκώνονται. Πως είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο! Πως γίνεται να εξαφανίζεται ένας άνθρωπος από τη μια στιγμή στην άλλη και μάλιστα σε ένα μαγαζί γεμάτο κόσμο. Ήμουν εκεί, δίπλα του, τον κοιτούσα. Μήπως ήμουν η μόνη;

Κανένα νεότερο δεν υπήρχε για την εξαφάνιση του αγοριού και ας είχαν περάσει αρκετές μέρες. Ολόκληρη η πόλη μιλούσε γι’ αυτή την εξαφάνιση. Όλοι γνώριζαν αυτό το αγόρι, ακόμα και αν κανείς δεν θυμόταν το όνομα του. Αυτό το αγόρι που πέρασε την πόρτα μιας αποθήκης και ποτέ δεν ξαναβγήκε. Δεν βρέθηκε κανένα ίχνος, ούτε κανένα προσωπικό του αντικείμενο. Λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Τα βράδια που ακολούθησαν ήμουν αρκετά ανήσυχη. Είχα στο μυαλό μου τη μορφή του και κυρίως τα μάτια του που κοιτούσαν με εκείνη την περίεργη λάμψη τα ράφια γύρω του. Σκοτεινές σκέψεις είχαν κατακλύσει το μυαλό μου. Τι συνέβη άραγε σε αυτό το αγόρι!

Το θέμα έγινε πρώτη είδηση στα δελτία όλης της χώρας. Οι έρευνες συνεχίστηκαν για καιρό, αλλά μάταια. Κανένας μάρτυρας καμία υπόνοια για το τι θα μπορούσε να του έχει συμβεί. Μια πολύ περίεργη εξαφάνιση, που αναστάτωσε την τοπική κοινωνία και ποτέ δεν εξιχνιάστηκε.

Έπειτα από μερικούς μήνες το βιβλιοπωλείο έκλεισε. Κάποιοι είπαν ότι μετά την εξαφάνιση του αγοριού, κανείς δεν πατούσε το πόδι του στο μαγαζί. Η ιστορία του χαμένου αγοριού ξεθώριασε σιγά σιγά από τη μνήμη όλων και χάθηκε σαν εν μία νυκτί σαν ένα πλοίο στη θάλασσα των Σαργασσών. Τι πραγματικά συνέβη στο αγόρι του βιβλιοπωλείου!

Ένα χρόνο μετά και η σκέψη του είχε χαθεί από το μυαλό μου. Είχε χαθεί μέχρι τη στιγμή που πέρασα ξανά έξω από το κλειστό πλέον βιβλιοπωλείο. Στη θέση του δεν υπήρχε κανένα νέο μαγαζί. Στεκόταν εκεί κλειστό και σκοτεινό. Έσκυψα προς το τζάμι της εισόδου χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα. Με μια φευγαλέα ματιά στον αραχνιασμένο πλέον διάδρομο, η εικόνα του ήρθε και πάλι στο μυαλό μου. Ερωτηματικά που δεν απαντήθηκαν ποτέ και μόνο μια ανάμνηση ξεθωριασμένης ομορφιάς έμεινε στο πίσω μέρος του μυαλού μου, να με στοιχειώνει για πάντα.

Edgar Degas/Self portrait, 1835

Edgar Degas/Degas in a Green Jacket 1855-1856

 Αντιπερισπασμός

Βικτωρία Ανθοπούλου

Το σκέφτοταν καιρό αλλά σε συμπέρασμα δεν είχε καταλήξει. Δεν είχε μπορέσει να καταλάβει τι ήταν αυτό που ενεργοποιούσε αυτή τη μυστήρια χειμαρρώδη ενέργεια που κατέκλυζε την ύπαρξη της ολόκληρη. Τι ήταν αυτό που γινόταν η κινητήρια δύναμη. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι όταν το άφηνε να την κατακλύσει λειτουργούσε μέσα της σαν βαλβίδα εκτόνωσης . Τα δάκτυλα χτυπούσαν ρυθμικά τα πλήκτρα του υπολογιστή και οι λέξεις ξεπηδούσαν σαν από μόνες τους στη λευκή σελίδα που σιγά σιγά γέμιζε μικρά μαύρα σχήματα που γίνονταν λέξεις, συναίσθημα και νερό. Νερό που κύλαγε και ξέπλενε την ψυχή της.

Όπως το συνήθιζε τον τελευταίο καιρό καθόταν μπροστά στον παλιό υπολογιστή κοιτώντας μια άσπρη οθόνη που ειρωνικά αναμετριόταν μαζί της. Η γραμμούλα του κέρσορα αναβόσβηνε προκλητικά προκαλώντας την να πατήσει ένα και μόνο πλήκτρο ανοίγοντας τον χορό. Τα δάκτυλα της ήταν ακινητοποιημένα πολύ ώρα πάνω στο πληκτρολόγιο και τα μάτια της καρφωμένα κάτω δεξιά εκεί που ο υπολογιστής αμείλικτος δείχνει την ώρα. Ήταν αργά, παραμονές γιορτών και τα άσπρα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια στο μπαλκόνι του απέναντι διαμερίσματος αναβόσβηναν ρυθμικά πίσω από τις άσπρες κουρτίνες. Κάποιοι γιόρταζαν τις μέρες που έρχονταν διαλαλώντας με φωτάκια την επίπλαστη ευτυχία τους. Τα αυτοκίνητα έτρεχαν με ταχύτητα στην πολύβουη λεωφόρο πιο κάτω προσπερνώντας ανθρώπους και σπίτια και η ζωή έτρεχε για άλλους γρήγορα και για άλλους λιγότερο πασπαλισμένη με τη χρυσόσκονη που φέρνουν οι γιορτές και που σκορπά γρήγορα αφήνοντας λερωμένα χαλιά και την αίσθηση «τώρα τι»;

Το βλέμμα της έφυγε από το ρολόι και οι αισθήσεις της οξύνθηκαν από την απόλυτη ησυχία και το σκοτάδι του δωματίου που έσπαγε μόνο από την φωτισμένη οθόνη του υπολογιστή. Ήταν η συντροφιά της, διαθέσιμη πάντα και χωρίς πολλές – πολλές απαιτήσεις. Η χρυσόσκονη των γιορτών δεν φέρνει σε όλους την ίδια διάθεση και η ίδια αντιλήφθηκε ότι τα κατά τα άλλα χαριτωμένα φωτάκια των απέναντι εκτός ότι την αποσπούσαν από την συντροφιά του κέρσορα, της χαλούσαν γενικότερα τη διάθεση και προκλητικά τόνιζαν όλα αυτά που η ίδια ένιωθε πως δεν είχε.

Η μάχη των λέξεων να ξεχυθούν απέσπασε λίγο την προσοχή της όμως το βλέμμα της γύρναγε ξανά και ξανά στα άσπρα φωτάκια που αναβόσβηναν τόσο προκλητικά μες τα μάτια της. Τα δάχτυλα της ακινητοποιήθηκαν και σηκώθηκε απότομα βγαίνοντας από το δωμάτιο. Το παλιό ξύλινο σκαμνί πήγε γρήγορα από την κουζίνα στο μπάνιο και η Αθηνά ανέβηκε γρήγορα πάνω του. Σχεδόν με κλειστά μάτια, το χέρι της υψώθηκε στα τυφλά, ψαχούλεψε δεξιά στο μεγάλο ντουλάπι πάνω από την πόρτα χωρίς να κοιτάει και τράβηξε το καλώδιο με τα άσπρα φωτάκια – ψείρες που ξεδιπλώθηκε πέφτοντας στα πλακάκια του μπάνιου. Με χαμόγελο θριάμβου κατευθύνθηκε στο δωμάτιο του παλιού υπολογιστή και έβαλε την άκρη του καλωδίου στην πρίζα στα αριστερά του γραφείου . Το δικό της λαμπερό φίδι από λαμπάκια που δεν αναβόσβηναν τυλίχτηκε γύρω από το παράθυρο με τις άσπρες κουρτίνες .

Ικανοποιημένη για τον αντιπερισπασμό η Αθηνά ξαναγύρισε στον κέρσορα που την περίμενε υπομονετικά χαμογελώντας της που τώρα θα κάνουν οι δυο τους γιορτές όπως και οι απέναντι.

§

 

Βάια Λαμπροπούλου

Πάλι έχασα την 29 Φλεβάρη

Την αυριανή ο μήνα έχει 29 Φεβρουαρίου. Έχω γενέθλια.

Κάθισα στη βεράντα που τη μόνη θέα που έχει είναι το απέναντι μπαλκόνι της κυρά Άννας. Δεν κατάφερα πολτέ μέχρι τώρα να φτιάξω ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Με πήρε ο ύπνος.

Ξύπνησα από ένα τηλεφώνημα. Τρέχω να το σηκώσω. Το σπίτι έλαμψε, ένα τραπέζι γεμάτο φαγητά και γλυκά απλώθηκε μπροστά μου, λουλούδια εμφανίστηκαν στο χώρο και ένας μετρ μου άνοιξε την καρέκλα να καθίσω.

-Η κυρία θα πιεί κρασί; Ρώτησε

Δεν είχα δύναμη να απαντήσω, έγνεψα με το κεφάλι μου «ναι» και εμφανίστηκε μπροστά μου ένα ποτήρι κρασιού χρυσοκέντητο.

Το κρασί κύλισε στο ποτήρι. Ήπια την πρώτη γουλιά και ένιωσα τη καρδιά μου να ευφραίνεται. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ να πιω ένα ποτήρι κρασί με τον εαυτό μου.

Απέναντί μου στέκεται ο μεγάλος καθρέφτης που αγόρασα με τις οικονομίες ενός έτους. Έχει σκαλιστά λουλούδια, γαρδένιες, που αγαπώ. Μου τις έφτιαξε η Μαρία που είναι εικαστικός. Ευτυχώς διάλεξα γύρω μου ανθρώπους που μπορώ να συνεργαστώ και να κάνουμε μαζί δημιουργικά πράγματα. Είδα το είδωλό μου στον καθρέφτη τόσο όμορφο. Τα μαλλιά μου είναι υγιή και δεν έχουν ίχνος καμένου ξανθού πια και τα μάγουλά μου είναι ροδοκόκκινα. Με κοίταξα και χαμογέλασα. Δεν έχασε καθόλου το γοητευτικό μου χαμόγελο από την χάρη του τόσα χρόνια. Ήπια λίγο ακόμη κρασί. Στυφό και γλυκό αντάμα, όπως η ζωή μου. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα το μακιγιάζ μου – πάντα βάφομαι έντονα. Τα μάτια μου όμως έχουν μια θλίψη. Πού πήγε η λάμψη τους; Ίσως τη χάρισα στους έρωτες που έζησα, ίσως στα ατέλειωτα βράδια μέσα στα τσιπουράδικα και τα bar, ίσως στις καλοκαιρινές νύχτες με πανσέληνο δίπλα στη θάλασσα. Έχω μια πίκρα με τις αναμνήσεις μου. Πρέπει να γυρίσω πίσω, να φτάσω εκεί που έχασα τη λάμψη μου. Θα πάω στο πατρικό μου σπίτι, θα πάω στο πάρκο που παίζαμε λαστιχάκι, στο παγκάκι που λέγαμε ιστορίες για φαντάσματα, θα πάω μετά στο φοιτητικό μου σπίτι και μετά στην υπόγεια διαδρομή του τραμ. Εκεί που στα χέρια μου ξεψύχησε ένα παιδί, ένας νέος με καφέ γεμάτα μάτια. Ήπια και άλλες γουλιές κρασί. Έσταξα λιγάκι δάκρυ και έπεσε στο ποτήρι .Θα ακούσω την ανάσα του γοργή και μακρινή, θα δω τα χέρια μου να τρέμουν, θα δω τον θάνατο όμορφο μέσα στο σκοτάδι του, θα ακούσω την απόμακρη φωνή του που καλούσε ” Βοήθεια”. Δεν μπόρεσα να τον βοηθήσω. Άφησε εκεί την τελευταία του πνοή. Άφησα εκεί τα φωτεινά μου μάτια. Μετά πήγα στο σπίτι μου ,στη δουλειά μου, παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, χώρισα. Θα πάω αύριο να δω τα παιδιά μου, είναι φοιτητές. Τα ματιά μου κλαίνε. Η καρδιά μου μαζεύεται σε ένα κουκούλι και δένεται γύρω τριγύρω. Τα μάτια μου έχουν τα κρυσταλλένια τους στολίδια. Μου πάει να κλαίω!

Το τηλέφωνο συνέχισε να χτυπάει. Μπαίνω στο σαλόνι.

-Ποιος είναι παρακαλώ;

-Αμάν βρε Αφροδίτη σε ψάχνω μια ολόκληρη μέρα, τι έπαθες;

Κοιτάω το ψηφιακό ημερολόγιό μου. Έγραφε 1η Μαρτίου.

Πως τα κατάφερα και έχασα πάλι την 29η Φλεβάρη!

Εdgar Degas/La famille Bellelli

Έκτορας Διλιντάς

Ο μικρός παλιάτσος


Σημειώσεις από το ημερολόγιο ενός πρίγκιπα.

Ήταν η ώρα που θα μου σερβίριζαν το πλουσιοπάροχο πρωινό μου, σχεδόν μεσημέρι, – με δυσκολία αποχωριζόμουν εκείνες τις μέρες το αναπαυτικό κρεβάτι μου – και με νωχελική διάθεση καθόμουν στην τακτοποιημένη, πάντα στην πένα, τραπεζαρία. Έπινα ένα φρεσκοστυμμένο χυμό πορτοκάλι, που φυσικά δεν τον είχα στύψει ο ίδιος, όταν μου παρέδωσαν πάνω σε έναν ασημένιο δίσκο ένα μεγάλο γαλάζιο φάκελο. Γεμάτος περιέργεια και με μια κρυφή φιλοδοξία άνοιξα το φάκελο, που μέσα είχε ένα γράμμα, παρφουμαρισμένο με καλλιγραφίες, εμβλήματα και σφραγίδες. Το διάβασα βιαστικά και ανυπόμονα. Ναι! Επιτέλους καλούσαν και μένα στο μεγάλο καρναβάλι ως εκλεκτό προσκεκλημένο. Ενθουσιασμένος χωρίς να χάσω λεπτό, φόρεσα την μάσκα μου και ξεκίνησα για την πόλη που ποτέ δεν κοιμάται.

Όταν έφτασα έξω από την πόλη, μια ολοστρόγγυλη πορσελάνινη σελήνη έστεκε χλωμή από πάνω της, μέσα στο βαθύ μαύρο βελούδο της νύχτας. Για μια στιγμή, σα να μου φάνηκε πως κοιτούσε λυπημένη μέσα στα τείχη της πόλης, απ’ όπου μια κόκκινη καυτή απόχρωση απλωνόταν διάχυτα στον ουράνιο θόλο και πυρπολούσε τα φιλντισένια της μάγουλά.

Καθώς περνούσα, ολότελα έκθαμβος κάτω από τις μεγαλοπρεπείς πύλες, αντίκρισα μια πλημμυρίδα από ανθρώπους μασκαράδες να χορεύουν γύρω από φωτιές που ήταν αναμμένες κατά μήκος των βασιλικών βουλεβάρτων. Άντρες με ημίψηλα καπέλα και τσέπες γεμάτες χρήματα, γυναίκες με φανταχτερά φορέματα και ακριβά κοσμήματα στολισμένες, με κοιτούσαν καλοσυνάτα και μου χαμογελούσαν ευγενικά. Οι φλόγες ψηλές και λυγερές σα σαγηνευτικές τσιγγάνες με μαγνήτιζαν και με καλούσαν κι αυτές στον άγριο χορό τους. Καθώς λοιπόν πλησίαζα υπνωτισμένος αυτή την αυθεντική παραίσθηση, έτοιμος να αφεθώ ολοκληρωτικά στην ορμητική ροή της, σε ένα σκοτεινό σοκάκι πρόσεξα μια παράξενη μορφή που μου τράβηξε την προσοχή. Ήταν ένας μπόγος από κουρέλια, πεσμένος στο έδαφος, και σα κάτι να σάλευε από κάτω.

Απομακρύνθηκα από το χορό και τους ανθρώπους και πήγα να δω τι ακριβώς ήταν αυτό. Πλησίασα δειλά και σκούντησα με το πόδι μου τον σωρό. Μέσα από τα βρώμικα ρούχα εμφανίστηκε ένα καρβουνιασμένο κεφαλάκι με δύο μεγάλα κάστανα για μάτια. Ένα μικρό παιδί σηκώθηκε, πατώντας με προσπάθεια στα αδύνατα και αδύναμα πόδια του. Το κορμάκι του έπλεε μέσα στα φαρδιά και σκισμένα ρούχα, ενώ τα μακριά μανίκια του σέρνονταν μέχρι το έδαφος. Μα ένα αγνό αβίαστο χαμόγελο στόλιζε το όμορφο παιδικό του πρόσωπο. « Ποιος είσαι;» το ρώτησα με αφέλεια. «Δεν με αναγνωρίζεις;» μου απάντησε τότε γελώντας πικραμένα. Σιωπούσα και τον κοίταζα αποσβολωμένος. Η μουσική και η οχλαγωγία της γιορτής βούιζαν μες στο κεφάλι μου σα τελώνια που ήθελαν να με πλανέψουν και να θολώσουν την σκέψη μου. «Φοράς μάσκα!» μου πέταξε ξαφνικά το παιδί. «Με εμποδίζει να διακρίνω τα μάτια σου. Και την ψυχή σου! Γιατί;»

Τότε ένα αίσθημα ξεχασμένο, βαθιά θαμμένο μέσα μου, ανασκίρτησε. Συμπόνια, αγάπη, για αυτό το αθώο παιδί, για όλους αυτούς τους μεθυσμένους μασκαράδες μα και για μένα τον ίδιο, τον αφελή, τον αδύναμο. Ένας αναζωογονητικός άνεμος φύσηξε και σήκωσε ένα σύννεφο από σκόνη και χώμα και ο μικρός παλιάτσος άρχισε να στροβιλίζεται στις αέρινη δίνη του και να χορεύει. Αμέσως, αφυπνισμένος πλέον, τράβηξα την μάσκα από το πρόσωπό μου, γιατί με έκαιγε και εγώ ήθελα τόσο να αισθανθώ το χάδι του μαγεμένου αγέρα. Πετώντας την με μένος στο έδαφος την τσαλαπάτησα με δάκρυα στα μάτια.

Την μάσκα έβγαλα, στο χώμα την πέταξα μα όταν γύρισα,

μονάχα το πλήθος της πόλης μπροστά μου αντίκρισα.

   Το παιδί είχε χαθεί από προσώπου γης. Το αναζήτησα απεγνωσμένα, με βλέμμα ανήσυχο, μέσα στον σαματά της πόλης αλλά εις μάτην. Οι καρναβαλιστές απτόητοι συνέχιζαν το σάλο γλεντοκόπημά τους, τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Άρχισα να τρέχω ανάμεσα τους και να τους ρωτώ μήπως είχαν δει το παιδί, μα σα μη με άκουγαν. Μόνο γελούσαν ξεδιάντροπα και με τραβούσαν να μπω στον αχαλίνωτο χορό τους. Παραπατώντας κατέληξα πεσμένος σε μια βρωμερή γωνιά του δρόμου. Δίπλα ανοιγόταν σαν αχανές στόμα έτοιμο να με καταπιεί το δρομάκι που βρισκόταν προηγουμένως το παιδί. Αποφάσισα να προχωρήσω προς τα μέσα.

Περπάτησα πολύ, χάθηκα στα στενά…

   Ο θόρυβος της γιορτής, μέσα στον αχανές λαβύρινθο, έφτανε εξασθενημένος πλέον στα αυτιά μου, σαν απόηχος και μακρινός αντίλαλος. Από τα φαγωμένα τοιχώματα μισογκρεμισμένων σπιτιών, άνθρωποι ρακένδυτοι ξεκολλούσαν και έπεφταν χάμω στα λασπωμένα και σπασμένα πεζοδρόμια. Τους προσπερνούσα σαστισμένος, με τρόμο στην καρδιά, ακούγοντας τον αλκοολούχο βρόγχο τους να με ακολουθεί επίμονα. Κυνηγημένος, τελικά κατέληξα, σε ένα ασφυξιογόνο αδιέξοδο. Πίσω μου οι μεθυσμένες σκιές ολοένα και πλησίαζαν. Μια πόρτα εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου, από το πουθενά, και άνοιξε αργόσυρτα. Κοίταξα μέσα βιαστικά, οδηγούσε κάτω στον υπόγειο.

Άρχισα να κατεβαίνω γρήγορα τα μωσαικά σκαλιά, που μου φάνταζαν αμέτρητα, όπως ήταν και οι γεμάτες αγωνία σκέψεις που έκανα για το εξαφανισμένο παιδί. Το τέλος της κατάβασης, με βρήκε στην είσοδο ενός ευρύχωρου θολωτού δωματίου με χαμηλό φωτισμό από κεριά που σιγόκαιγαν. Η πολυτελής σάλα ήταν γεμάτη με κόσμο, παρέες από μασκαράδες, που κάθονταν μπροστά σε ψηλούς πάγκους και τραπέζια, πίνοντας αφρίζοντα ποτά και καπνίζοντας αρωματικά σιγαρέτα. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, σχεδόν αποπνικτική. Περιηγήθηκα επιφυλακτικά ανάμεσα στους θαμώνες κοιτώντας τους ερευνητικά. Αντίκρισα τα βλοσυρά βλέμματα τους να με καρφώνουν επίμονα, γεμάτα έπαρση και αλαζονεία. Είχα βγάλει πλέον την μάσκα μου.

Μια λυπητερή μουσική έφτασε τότε στα αυτιά μου από το βάθος του χώρου. Ακολουθώντας τις νότες με ασταθές βηματισμό, βρέθηκα μπροστά σε μια μαύρη κυκλική εξέδρα, όπου πάνω της ήταν ένα μεγάλο μαύρο πιάνο με ουρά. Γερμένος πάνω από τα ασπρόμαυρα πλήκτρα του πιάνου, ένας μουσικός-εκτελεστής συνεπαρμένος από την απεραντοσύνη της μοναξιά του, εμφυσούσε στο όργανο την θλίψη της ψυχής του. Στο ωχρό πρόσωπό του, διαγραφόντουσαν βαθιές ρυτίδες, ένοχες ρωγμές σκαλισμένες από τον χρόνο. Το σώμα του αδύνατο, σα σκιάχτρου, συσπώνταν σπασμωδικά σα να το διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα, σε κάθε έντονο χτύπημα των ατίθασων χεριών του και σε κάθε δεξιοτεχνική κίνηση των λιπόσαρκων δαχτύλων του στα πλήκτρα. Και καθώς χτύπαγε το μακρύ του ποδάρι κρατώντας τον ρυθμό, ακουγόταν ο ήχος από την σιδερένια αλυσίδα που κροτάλιζε και τους έδενε μαζί – μουσικό και όργανο -.

Η μορφή του με τάραξε, φαινόταν πολύ άρρωστος . Θέλησα να τον πλησιάσω, να του μιλήσω, να τον βοηθήσω, όπως βοήθησε και μένα εκείνο το μυστήριο παιδί. Όμως σαν πλησίασα λίγο ακόμα είδα μέσα στα βαθουλωμένα μάτια του μια απόκοσμη, ζοφερή λάμψη και ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα σκασμένα του χείλη, σα κοροϊδία. Τότε ξαφνικά εμφανίστηκαν μπροστά μου δύο θηριώδεις τύποι και με απομάκρυναν βίαια από την εξέδρα. Όλοι οι παρευρισκόμενοι όμως, κομψευόμενοι λιμοκοντόροι και φιλάρεσκες κοκέτες έκαναν σαν να μην συνέβη τίποτα, αδιαφορώντας πλήρως συνέχιζαν τις ανούσιες, ελαφριές κουβέντες τους.

Ένιωσα ταπεινωμένος και καταφρονεμένος σε τέτοιο βαθμό που ήθελα να φορέσω την μάσκα πάλι, να κρύψω το πρόσωπό μου και την ντροπή μου. Όμως την έσχατη εκείνη στιγμή της απόγνωσης, τον διέκρινα καθαρά κάτω από ένα τραπέζι, να κρύβεται και να μου χαμογελά πονηρά, σα μικρός κατεργαράκος, πίσω από λινά παντελόνια, καλοσχηματισμένες γάμπες και μοντέρνα υποδήματα. Έπαιζε μαζί τους! Μου έκανε νόημα με το δάχτυλο στο στόμα, να κάνω ησυχία. Και εγώ σώπασα. Μέσα μου ένιωθα πως η σιγουριά και η εμπιστοσύνη με έσπρωχναν με μάτια κλειστά στην αγκαλιά αυτού του παιδιού, αυτού του μικρού παλιάτσου. Ήρθε μπουσουλώντας κοντά μου και πάντα με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο στόμα του μου είπε. «Ξέρεις… Κινδυνεύουμε!»

Έπειτα ο μικρός παλιάτσος αφού μου χάρισε ένα φιλί στο μέτωπο, που με γέμισε ευτυχία σηκώθηκε και έκανε μια όλο σκέρτσο υπόκλιση, βγάζοντας στο κοινό το αφράτο καπέλο του. Στη συνέχεια με πομπώδεις κινήσεις, σχεδόν κωμικές, υπό την στριφνή πάντα μελωδία του πιανίστα, άρχισε να περνάει ανάμεσα από τα τραπέζια, κάνοντας αστείες γκριμάτσες και άπρεπες χειρονομίες στους φανερά ενοχλημένους κύριους και στις κατάβαθα θιγμένες κυρίες. Δημιουργήθηκε έτσι κάποια αναστάτωση από έξαλλες φωνές και αιφνιδιασμένες τσιρίδες, που ο μουσικός-αυτόχειρας για μια στιγμή έκανε να σηκώσει τα μάτια του από το πιάνο. Αντίκρισε ένα παιδί που πάλευε να χορέψει με την μουσική του μέσα σ’ ένα πλήθος από εξαγριωμένους μασκαράδες. Η εικόνα αυτή φάνηκε να τον συγκινεί βαθιά, ίσως γιατί κάποιος τον άκουγε επιτέλους πραγματικά και δεν τον αντιμετώπιζε απλά ως ένα μουσικό χαλί για να πατά επιδεικτικά πάνω του. Αντιθέτως παρακινημένος από την φύση της μουσικής τους παλιάτσος, μάλλον προσπαθούσε να εκφράσει αυτό το οργισμένο παράπονο που κατέτρωγε και τον ίδιο. Τουλάχιστον έτσι φάνηκε σε μένα, τον φτωχό.

Μια στιγμιαία παύση ακολούθησε, ο πιανίστας στο διάστημα αυτό πήρε την απόφαση να συνοδεύσει τον μικρό επαναστάτη καταλλήλως. Ένα γρήγορο δυναμικό ανέβασμα στις κλίμακες, προ-οικονόμησε και τη συνέχεια. Ο παλιάτσος τότε έστρεψε το κεφάλι προς το μέρος του και οι ματιές τους διασταυρωθήκανε. Το παιδί του χαμογέλασε. Μια ζωντανή, ζωηρή μελωδία ξεπετάχτηκε ευθύς μέσα από την ανακουφισμένη ψυχή του πιανίστα που έσπαγε τις αλυσίδες που τον κρατάγανε δέσμιο, καθώς τα δάχτυλα του χόρευαν ελεύθερα πάνω στα πλήκτρα όπως και ο μικρός αρλεκίνος, χοροπηδούσε ανάλαφρα από τραπέζι σε τραπέζι, ρίχνοντας κάτω ποτήρια και τασάκια, που σπάζανε με ενθουσιώδη κρότο.

Κρεσέντο δύο ελεύθερων ψυχών

Μέχρι το μεγάλο φινάλε!

   Ξαφνικά όμως η μουσική διεκόπη αποτόμως. Οι δύο νταβραντισμένοι παλικαράδες είχαν ανέβει πάνω στη σκηνή και αφού περικύκλωσαν τον μουσικό-δραπέτη, τον πήραν σηκωτό και τον κατέβασαν από το ικρίωμα, υπό τα γιουχαΐσματα του όχλου. Στην θέση του έβαλαν τον επόμενο μουσικό-κατάδικο, που συνέχισε να παίζει στο ίδιο λυπητερό μοτίβο με προηγουμένως.

Σάστισα και αιφνιδιάστηκα από την απρόσμενη τροπή των γεγονότων. Θέλησα άμεσα να διαμαρτυρηθώ και να δράσω! Προσπάθησα να αντιταχθώ φανερά στην αδικία που συνέβενε μπρος στα μάτια μου, να αντισταθώ σθεναρά σε αυτή την καταφανή βαναυσότητα. Μα η υπόκωφη φωνή μου σκεπάστηκε ολοκληρωτικά από το πνιγερό πέπλο της οχλαγωγίας. Εξάλλου ήμουν ολομόναχος, ο μικρός παλιάτσος είχε γίνει για άλλη μια φορά άφαντος.

Δοκίμασα ξανά αυτό το γνώριμο αίσθημα της ματαιότητας, της ποταπότητας, της ανυπόφορης ανημποριάς μου. Συλλογιζόμουν πως εγώ, σε αντίθεση με τον μικρό μου ήρωα δεν είχα το θάρρος να χορέψω ελεύθερος, δεν είχα το κουράγιο να ορθώσω το ανάστημα μου και να απαρνηθώ όλον αυτόν τον πλαστό συρφετό από υλικά αγαθά και διασκεδάσεις. Ναι, μπορεί να είχα βγάλει την μάσκα από το πρόσωπό μου, μα δεν είχα αποβάλει τον φόβο από την καρδιά μου.

Ένα απρόσμενο σκούντημα στον ώμο με επανάφερε αίφνης πίσω στην πραγματικότητα. Ύστερα ακολούθησε άλλη μια γερή σπρωξιά, έπειτα άλλη μια, όλες από σκυθρωπούς μασκαράδες που με προσπερνούσαν σα να μην με πρόσεχαν και κατευθύνονταν όλοι μαζί προς την έξοδο της λέσχης. Στριμωχνόντουσαν σαν κοπάδι από πρόβατα στα σκαλιά και πατώντας ο ένας πάνω στον άλλο προσπαθούσαν να αδειάσουν την τεράστια αίθουσα. Στο τέλος απέμεινα μοναχός μες στην απόλυτη σιωπή. Μην έχοντας τι άλλο να κάνω, παρακινημένος από περιέργεια μα και από τον φόβο της απομόνωσης τους ακολούθησα. Άλλωστε μέσα μου η ελπίδα πως μπορεί κάπου να τον ξανασυναντήσω δεν είχε χαθεί ακόμα.

Μα με το που πάτησα το πόδι μου έξω, δεν πρόλαβα καλά καλά να αναπνεύσω φρέσκο αέρα και παρασύρθηκα από το ορμητικό ποτάμι των μασκαράδων, που είχε κατακλίσει όλους τους δρόμους της πόλης. Με μάτια κενά και χείλη ασάλευτα, κραδένοντας αναμμένα δαδιά, παρήλαυναν σαν υπνωτισμένοι προς την κεντρική πλατεία της πόλης. Οι μάσκες τους φάνταζαν τρομαχτικές και ζωώδεις, υπό το φως των απειλητικών φλογών και των σκοτεινών σκιών που σχηματίζονταν πάνω τους.

Το κύμα της πύρινης παρέλασης με ξέβρασε στην μεγάλη σημαιοστολισμένη πλατεία. Σερπαντίνες, κομφετί από χάρτινα χρήματα παντού σκορπισμένα στο έδαφος, μαρμάρινα σιντριβάνια που ανέβλυζαν χρυσό και ασήμι χτισμένα σε κάθε άκρη και στο κέντρο της πλατείας να καίει μια τεράστια φωτιά, την οποία έτρεφαν ασταμάτητα, οι αμέτρητοι μασκαράδες που κατέφθαναν ο ένας μετά τον άλλον. Και πάνω από τις φλογισμένες άκρες της φωτιάς, καθισμένος στον ψηλό, χρυσό του θρόνο, έστεκε ο Βασιλιάς Καρνάβαλος. Κοιτούσε με έξαψη και κορεσμένη αναίδεια το άβουλο πλήθος που συνέρρεε γύρω του και ικανοποιημένος, γελούσε αδίσταχτα κουνώντας τα νήματα με τα οποία έδενε μα και τον έδεναν. Γιγαντιαίος, με την κορώνα του γελωτοποιού στο κεφάλι και με ένα χρυσό σκήπτρο στο δεξί του χέρι διέταζε και όριζε τους υπηκόους του. Στο άλλο χέρι κρατούσε μια χρυσοποίκιλτη κανάτα ποτίζοντας με το χρυσόπυρο υγρό της, που κυλούσε άφθονα σαν ερυθρός καταρράχτης, μια τις φλόγες του και μια τους υποτακτικούς του.

Στην πλατεία πια είχε δημιουργηθεί το αδιαχώρητο από την κοσμοσυρροή σε βαθμό να μην μπορεί να πέσει ούτε καρφίτσα. Βρήκα τον εαυτό μου τσαλαπατημένο και σωριασμένο σε μια γωνία, πλήρως ανυποψίαστο για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Αφού κατέβαλα μέγιστη προσπάθεια για να σηκωθώ στα πόδια μου, άρχισα να ισιώνω και να ξεσκονίζω μηχανικά τα ρούχα μου, όταν άκουσα την επιβλητική φωνή του Μέγα Καρνάβαλου να προστάζει! “Φέρτε τον αποστάτη!” Στην πρότασή του αυτή δημιουργήθηκε ένα απερίγραπτό πανδαιμόνιο από αλαλάζουσες στριγκλιές ενώ ένα ισχυρό ρίγος διέτρεξε όλο μου το κορμί. Πάνω σε μια ταραγμένη θάλασσα από αδηφάγα και γαμψά χέρια είδα τον θαρραλέο μικρό παλιάτσο να επιπλέει γαλήνιος με μάτια κλειστά. Τον οδήγησαν δεμένο, μπροστά στον Βασιλεία Καρνάβαλο που έσκυψε τόσο πολύ πάνω στον θρόνο του για να τον κοιτάξει από κοντά με μισό μάτι, που κάλυψε την μισή πλατεία με την σκιά του. Έπειτα γέλασε υστερικά και κακιωμένα γεμίζοντας με τα σάλια του το όμορφο πρόσωπο του μικρού παιδιού. “Μικρέ, πάντα εύθυμε παλιάτσε! Όπως διακρίνω δεν έχασες ακόμα το χαμόγελό σου… παρόλο που θα έπρεπε, εφόσον επιβαρύνεσαι με τις παρακάτω κατηγορίες” και του προέτεινε σαν αιχμή δόρατος τον μακρύ του δείχτη.

Μέσα μου είμαι καθαρός

Δεν έχω λόγο να μην χαμογελάω

Ξέρετε ποιος είμαι

   Ο Δικαστής-Κανίβαλος θέλοντας να αμβλύνει το μαρτύριο του παιδιού, πριν συνεχίσει με την απαγγελία του κατηγορητηρίου ακούμπησε αναπαυτικά πίσω στον θρόνο για να απολαύσει με το αδηφάγο βλέμμα του, τη δυσχερή θέση του θύματός του. Τα ρουθούνια του πάλλονταν λυσσασμένα, θέλοντας να οσφριστούν τον επερχόμενο φόβο του μικρού παλιάτσου και η πλατιά παχιά γλώσσα του ακόνιζε, τα λεπτά αιχμηρά του χείλη σα προειδοποίηση. Επιδεικνύοντας τα μυτερά του δόντια συνέχισε.

“Προσβολή δημοσίας αιδούς, διατάραξη της εύρυθμης κοινής λειτουργίας της πόλεως και των πολιτών της, αντίσταση στις αρχές και διάδοση παράνομων και επικίνδυνων ιδεών. Έχεις να εκφράσεις μήπως κάποια αντίρρηση, κανέναν αντίλογο; Χμμ, όπως το περίμενα πάντα αυτό το καταδεχτικό, ευπροσήγορο χαμόγελο.” Άναψε από την οργή του ο Καρνάβαλος.

Ένα παιδί χαμογελάει στα άστρα

και ξέρει πως μια μέρα θα μεγαλώσουν κι αυτά

και θα γίνουν παιδιά

    “Δηλαδή τι; Εσένα σου κακοφαίνεται που είμαστε όλοι εδώ ευτυχισμένοι και γλεντοκοπάμε τη ζωή μας δίχως τελειωμό και δίχως όριο! Πως; Ζω σε μια ψευδαίσθηση; Μα σε ποιον δεν αρέσουν οι ψευδαισθήσεις. Έτσι ο κόσμος παραμορφώνεται. Η αντίληψη του ανθρώπου παραμορφώνεται. Η αλήθεια εξάλλου, θα ξέρεις ποτέ δεν ήταν ξεκάθαρη. Άλλωστε οι ψευδαισθήσεις μπορούν να είναι πιο γλυκιές από την σκληρή πραγματικότητα.

Το ξέρω, για αυτό και σέβομαι την επιλογή σου

Αλλά μην μου ζητάς να γίνω το ίδιο με σένα

  Νομίζεις πως έχουμε ανάγκη το περιττό ενδιαφέρον σου και την σαχλή αγάπη σου; Εσύ μπορείς να πιστεύεις πως με την αγάπη μπορείς να έχεις ότι χρειάζεσαι. Ανόητε, με την αγάπη δεν μπορείς να αγοράσεις τίποτα, δεν έχει καμιά αξία! Χαχαχα! Δεν μπορείς να φας χωρίς λεφτά! Δεν μπορείς να πιείς χωρίς λεφτά!!!

 Ναι, μα δεν ζεις, χωρίς αγάπη…

   Τι; Λες πως είσαι ελεύθερος χωρίς αυτά; Με αηδιάζεις με την χαμερπή σου εμφάνιση και παρουσία. Βλέπεις η αγάπη σου δεν μπορεί να σου πάρει ρούχα, ούτε να σε ταΐσει , ούτε θα σε σώσει από τις φλόγες την ύστατη στιγμή… βέβαια εσύ υποστηρίζεις πως θέλεις να πεθάνεις ελεύθερος…Ας είναι λοιπόν! Ας καείς ελεύθερος!” και αντήχησε σε όλη την πλατεία το παρανοϊκό του γέλιο.

Ελευθερία τι σημαίνει;

Να είσαι ο εαυτός σου;

Γνωρίζεις τον εαυτό σου;

Σεβασμός για τον συνάνθρωπό σου;

Να ξέρεις; Να μαθαίνεις; Να ρωτάς;

Να πιστεύεις…;

Στην αγάπη, στην ένωση, στο άπειρο….

Να πράττεις σύμφωνα με τα πιστεύω σου;

Να πεθαίνεις για τα πιστεύω σου;

Τι είναι τελικά ελευθερία;

   Δεμένο πισθάγκωνα σε ένα μακρύ ξύλινο κοντάρι, έριξαν τον παλιάτσο στις μαινόμενες φλόγες. Οι μασκαράδες πάψαν τότε να κραυγάζουν, θέλοντας να ακούσουν τους σπαρακτικούς λυγμούς και τα γοερά κλάματα του παιδιού που θα καιγότανε στο ξαναμμένο καμίνι, αλλά προς έκπληξήν τους και μεγαλύτερη έκπληξη του Μεγάλου Καρνάβαλου ο μικρός παλιάτσος δεν πονούσε καθόλου, μόνο ήταν εκεί ζωσμένος στις φλόγες καθώς τα ρούχα του κι αυτός γινόντουσαν παρανάλωμα. Μας κοιτούσε όλους με ένα χαμόγελο γεμάτο αγάπη, σα να μας είχε είδη μας συγχωρήσει, ενώ οι φλόγες κάλυπταν το καλοκάγαθο πρόσωπο του, που μας αποχαιρετούσε για μια τελευταία φορά.

Τώρα καταλαβαίνετε, μπορείτε να βγάλετε τις μάσκες, μεγαλώσατε

   Ένα δάκρυ κύλισε από το κάστανο – μάτι, στο απαλό μάγουλο, και έπειτα εξατμίστηκε μαζί με την ψυχή του αθώου παιδιού και πέταξαν ψηλά στον ουρανό, από που μπορούσαν να δούνε το λευκό μετάξι της αυγής να ξεκινά να βάφει τον μακρινό ορίζοντα.

‘Όλοι τότε με μια κίνηση κατέβασαν τι μάσκες τους. Για πρώτη φορά κοιτούσαν τον κόσμο γύρω τους χωρίς φόβο στην καρδιά. Για πρώτη φορά τον κοιτούσαν στα μάτια, κοιτούσαν βαθιά στην ψυχή, κοιτούσαν μέσα τους, κοιτούσαν σαν παιδιά.

Μακρά σιωπή ακολούθησε και έπειτα από λίγο άρχισε να βρέχει, στην αρχή απαλά και ύστερα δυνατότερα. Η βροχή έσβησε τις φωτιές αφήνοντας να φανούν τα ασημοφωτισμένα από την σελήνη σύννεφα. Έπειτα σταμάτησε η βροχή και αποχώρισαν και τα σύννεφα για να κάνουν την εμφάνιση τους τα λαμπρά αστέρια, σα χιλιάδες εκατομμύρια αστραφτερά σημάδια στον ουρανό, που μας υπενθυμίζουνε την απεραντοσύνη του κόσμου που ζούμε. Όλοι σηκώσαμε τα μάτια μας στον καθαρό ουρανό και σιωπηλά ενώσαμε τα χέρια. Οι φωνές και οι διαταγές του βασίλειά καρνάβαλου δεν ακουγόντουσαν πια, που αστείο, μα σα να γκρεμίστηκε από μόνος του.

Αθανασία Κουταλά

Μια Κυριακή

Εκείνο το βράδυ, το τελευταίο στο σπίτι του, ο Ανδρέας ξύπνησε από ένα περίεργο όνειρο. Άκουσε, λέει, την Ελένη να του φωνάζει να πάει κοντά της. Κατευθυνόταν προς τη φωνή της, όμως ο δρόμος μάκραινε, σκοτείνιαζε και κλαδιά δέντρων τού έπλεκαν ατομικές παγίδες και τον καθυστερούσαν. Είδε μια σκάλα να κρέμεται από τον ουρανό. Άρχισε να την ανεβαίνει, μα τα μαύρα σύννεφα έπεφταν προς τα πάνω του, έμπαιναν στα ρουθούνια του, τον έπνιγαν. Άνοιξε τα μάτια του και εισέπνευσε τον κρύο αέρα. Ήθελε να σηκωθεί, να πιει λίγο νερό να συνέλθει, αλλά το σώμα του δεν υπάκουγε. Ήταν ακίνητο, ακουμπισμένο ανάσκελα και η ανάσα του ίσα που έβγαινε. Δεν κατάλαβε πόση ώρα έμεινε έτσι, αλλά η όρασή του προσαρμόστηκε στο σκοτάδι, διέκρινε τα έπιπλα και τις σκιές τους και τον ξαναπήρε ο ύπνος με τα μάτια ανοιχτά.
Περπάτησε με το βλέμμα καρφωμένο στις μύτες των παπουτσιών του, φύσηξε το γκρίζο τσουλούφι που έμπαινε στα μάτια του και τράβηξε το πόμολο της γυάλινης πόρτας προς το μέρος του. Έριξε με φόρα την παλάμη του δύο φορές στο κουδουνάκι που ήταν στο πάσο της γραμματείας και πριν έρθει κανείς, άφησε τον φάκελο που κρατούσε.
«Καλημέρα, κύριε», είπε η Λίζα Κ., όπως αναγραφόταν το όνομά της στην καρτέλα του πέτο της και χαμογέλασε τόσο πλατιά, που με δυσκολία διακρίνονταν τα μάτια της.
Ο Ανδρέας έβγαλε για λίγο την τραγιάσκα και μία σύσπαση εμφανίστηκε στο πρόσωπό του δίπλα από την άκρη των χειλιών.
«Τι θα θέλατε;». Κοίταξε τον ίδιο, τον χώρο τριγύρω και ξεκόλλησε την ταινία από τον φάκελο. «Ήρθατε μόνος; Πώς λέγεστε;».
Με μία κίνηση του χεριού, σαν να την κρατούσε ήδη μες στην τσέπη, άφησε την ταυτότητά του στο οπτικό της πεδίο.
«Μάλιστα! Δεν μιλάτε. Ίσως χρειαζόμαστε κι άλλα έγγραφα. Μια λεπτομερή κατάσταση της υγείας σας, λίστα των φαρμάκων που παίρνετε ή να μας ενημέρωνε κάποιος οικείος σας. Έχετε παιδιά;».
Ο Ανδρέας σήκωσε τους ώμους.
Έβαλε το χέρι της στο δικό του και τον οδήγησε στον μεγάλο χώρο δεξιά. Ήταν ένα χέρι στρουμπουλό, που γλιστρούσε και μύριζε καλλυντική κρέμα. Ήταν το χέρι της μάνας του. Του έδειξε το ρολόι του τοίχου και του είπε να είναι πίσω πριν το μεσημεριανό γεύμα. Μα εκείνος χάθηκε στους δρόμους της πόλης, πίσω από κτίρια που ήταν πανομοιότυπα. Περπατούσε συνεχώς στις ίδιες λίθινες πλάκες που είχαν ρουφήξει τους φίλους του και συναντούσε μονάχα ανθρώπους που τον περιγελούσαν. Έκρυψε με τα χέρια τα μάτια του.
«Μη στεναχωριέστε, κύριε Ανδρέα, ελάτε μαζί μου, καθίστε στο σαλόνι μας για λίγο. Βάλτε όποιο κανάλι θέλετε», είπε η Λίζα κι ακούμπησε στο χέρι του το τηλεκοντρόλ. «Τέτοια ώρα όλοι ξεκουράζονται». Γύρισε την πλάτη κι άρχισε να μιλά μέσα από τα δόντια της, ενώ κατευθυνόταν πάλι προς τη γραμματεία. «Τους φέρνουν εδώ και τους παρατάνε έξω από την πόρτα! Τα ζώα! Θα μου πεις και όταν τους φέρνουν οι ίδιοι σαν πάρκινγκ δεν το βλέπουν; Κάνε παιδιά να δεις καλό, σου λέει μετά. Μόνο για να μας τρων τη σύνταξη είναι. Πού να τον βάλω τώρα εγώ; Πού ξέρω τι έχει; Θα τον βάλω προσωρινά στον τέταρτο. Κοτσονάτος μού φάνηκε. Κι όταν γυρίσει η προϊσταμένη, ας πάρει εκείνη την ευθύνη».
Η γυάλινη πόρτα του ανελκυστήρα τού παρείχε μία μικρή ξενάγηση στους διαδρόμους των τριών ορόφων που έπεφταν βαθμιαία, ενώ ο βόμβος στα αυτιά του εντεινόταν. «Εδώ είμαστε κυρ – Ανδρέα, στον όροφο που σφύζει από ζωή. Κι αυτό είναι το κρεβάτι σας, μπορείτε να βάλετε τα πράγματά σας δίπλα, στην ντουλάπα. Το απέναντι κρεβάτι άδειασε πρόσφατα. Ο κύριος Απόστολος, Θεός σ’χωρέσ’ τον. Μην το έχετε έγνοια πάντως. Δεν πεθάναν και πολλοί εδώ μέσα. Σε σύγκριση με δωμάτια του πρώτου, δηλαδή… Βολευτείτε και κατεβείτε στις πέντε για το τσαγάκι σας», είπε η Λίζα και αποχώρησε, κλείνοντας πίσω της την πόρτα αθόρυβα.
Ο Ανδρέας έριξε μια ματιά στον χώρο και ξεκρέμασε τον σταυρό που ήταν τοποθετημένος πάνω από το κρεβάτι του. Τον έβαλε στο συρτάρι του κομοδίνου του. Σταυροί σε διάφορα μεγέθη και υλικά στροβιλίστηκαν στο μυαλό του κι εκείνος κούρνιασε στη γωνία, τους έβλεπε και τα μάτια του πετάριζαν στους ρυθμούς τους. Σταυροί – κοσμήματα σε λαιμούς μωρών που κλαίνε, σταυροί πέτρινοι σε χώμα αφράτο. Ένας ασημένιος σταυρός με μπλε χάντρα κρεμόταν στον καθρέφτη του καινούργιου του αυτοκινήτου. Έπιανε με σιγουριά το τιμόνι και βιαζόταν να μοιραστεί την πρώτη βόλτα με την Ελένη. Πατούσε το γκάζι κι ένιωθε στα μαλλιά του την ταχύτητα να αναπτύσσεται. Τα δέντρα έτρεχαν με την όπισθεν κι εξαφανίζονταν, τα σπίτια ορμούσαν στο κενό και χάνονταν στο παρελθόν. Ο χρόνος έτρεχε μαζί του, έτρεχε περισσότερο, κολλημένος στο ρολόι χειρός που του είχε κάνει δώρο ο πατέρας του. Ο Ανδρέας έκλεισε τα μάτια. Άκουγε από το ρολόι του σαλονιού στο ισόγειο τους δείκτες να περιστρέφονται και όταν πήγε πέντε, κατέβηκε για το τσάι.
Κάθισε μόνος του, ήπιε το τσάι πριν κρυώσει και βγήκε στον κήπο. Ένιωσε να εξατμίζεται, ζεστός μέσα στο κρύο. Άγγιξε το χιόνι και χάιδεψε τα άνθη της αμυγδαλιάς. Είδε χορτάρια να φυτρώνουν στις ρωγμές του πεζοδρομίου. Ο ήλιος ρόδισε τα μάγουλά του και ξεκουράστηκε στον ίσκιο της μουριάς. Κράτησε ένα γεράνι, ώσπου να μαραθεί κι έκανε θόρυβο πατώντας τα ξερά φύλλα του πλάτανου. Επανέλαβε τη βόλτα του πολλές φορές περπάτησε στο ίδιο μονοπάτι, στη σκιά που κάθε φορά έφτιαχνε το κτίριο, μέχρι που έλιωσαν οι σόλες των παπουτσιών του.
Η Κυριακή ήταν για αυτόν μια μέρα που τού προκαλούσε ένα σφίξιμο στο στομάχι πάντα. Η μέρα που δεν είχε πρόγραμμα, που έπρεπε να γεμίσει ο ίδιος τις ώρες της, που επιβαλλόταν να περάσει χρόνο με τα παιδιά και τη σύζυγό του, να ξεκουραστεί. Μα εκείνος το μόνο που έκανε ήταν να σκέφτεται τη δουλειά, τους αριθμούς σαν γυναίκες που τον προσεγγίζουν με σκοπό να τις κατακτήσει. Βούλιαζε στον καναπέ και περίμενε το πρωί της Δευτέρας. Να ξυπνήσει από τη μυρωδιά του καφέ στις 6:30, να αδιαφορήσει για τα νέα του Σαββατοκύριακου των συναδέλφων, να ανασκουμπωθεί και να καθίσει στο γραφείο του. Και τώρα η αναμονή όριζε τις Κυριακές, αν και πλέον τις αποζητούσε. Ήθελε να ακούσει την πρωινή ησυχία, όταν οι υπόλοιποι βρίσκονταν στο εκκλησάκι του γηροκομείου για τη λειτουργία και ήλπιζε πως κάποιος θα τον επισκέπτονταν στις 11:00. Όλοι δέχονταν επισκέψεις τις Κυριακές από παλιούς φίλους, συζύγους, παιδιά, εγγόνια. Ο Ανδρέας φορούσε το καλό του σακάκι, καθόταν πάντα στην καρέκλα του πρώτου από την είσοδο τραπεζιού και βίωνεεξήντα λεπτά εστιάζοντας στις αλλαγές που έκανε το ψηφιακό του ρολόι τέσσερα σχήματα, αποτελούμενα από επτά γραμμές το καθένα, που φωτίζονται ή σκοτεινιάζουν: Σβήνουν τέσσερις γραμμές και το μηδέν γίνεται ένα, 11:00, 11:01… Σβήνει μία γραμμή, ανάβουν τέσσερις, χάνεται μία γραμμή, εμφανίζονται δύο, σκοτεινιάζει μία γραμμή, φωτίζει μία άλλη, 11:59, 12:00. Έλεγχε αν το ρολόι του ήταν συντονισμένο με το ρολόι τοίχου και αποχωρούσε προσέχοντας το βήμα του, σε ένα δάπεδο που τα παπούτσια του έπαψαν να ασκούν τριβή.
Ο πρώτος είναι ο όροφος που σφύζει από ζωή το διπλανό κρεβάτι αδειάζει και καταλαμβάνεται γρήγορα, οι ιστορίες τόσων ανθρώπων με δράσεις, κορυφώσεις, λύσεις και τέλη κλειστά και άκαμπτα ποτίζουν τους τοίχους. Εκατοντάδες ψυχές πλανώνται, ψάχνουν την αγαλλίαση στη σιγή του δωματίου του Ανδρέα, μα συναντούν τελώνια και παλεύουν στην άυλη διάσταση. Ύστερα φεύγουν και μένει μόνο η φωτογραφία πίσω από τον σταυρό σε μία κορνίζα κρύα. Φωτογραφία που δείχνει τη σάρκα, το περίβλημα, τη στιγμή του χαμόγελου.
Πριν να μείνει από την ύλη του Ανδρέα μόνο το αρνητικό της τυπωμένο σε χαρτί που αντέχει στον χρόνο, πολλοί ιστοί της είχαν νεκρώσει. Στάμπες από αίμα απλώνονταν στο σεντόνι στην περιοχή του ισχίου και των πτερνών, χάνονταν, εμφανίζονταν ξανά. Τα χιλιόμετρα που είχε διανύσει ο Ανδρέας στον κήπο, τα γεύματα στο εστιατόριο, η απόλαυση της χορωδίας, ανήκαν στο παρελθόν και πλέον η ζωή του οργανωνόταν στο δωμάτιο 12 και περιστρεφόταν γύρω από το φαγητό. Μικρές αλλαγές στη διατροφή και στο τμήμα του κήπου που φαινόταν από την τραβηγμένη κουρτίνα, τον έκαναν να ξεχωρίζει τις εποχές – νηστίσιμα γεύματα και πράσινα φύλλα κυριαρχούσαν το Πάσχα, χορταστικό τραπέζι και γυμνό δέντρο τα Χριστούγεννα. Κατά τα άλλα, το μοτίβο «πρωινό – ιατρική επίσκεψη – δεκατιανό – αλλαγή – μεσημεριανό – ύπνος – αλλαγή – τσάι – αλλαγή – ύπνος» επαναλαμβανόταν πιστά. Ο Ανδρέας βούλιαζε το κορμί του στο νοσοκομειακό κρεβάτι και περίμενε να ξημερώσει μια Δευτέρα.
Μια Δευτέρα είδε κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού ύπνου ένα όνειρο. Στη μέση του δωματίου του στο γηροκομείο ήταν τοποθετημένο ένα άγαλμα με έντονα ζυγωματικά, φρύδια που προεξείχαν και στη θέση των ματιών του είχε ρολόγια. Ρολόγια διάφανα, από αυτά που βλέπεις τα γρανάζια να κινούνται. Στον χώρο δεν υπήρχαν άλλα αντικείμενα και κάθε λίγο έμπαιναν από την πόρτα μικροσκοπικοί άνθρωποι με σβησμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Περπατούσαν με σίγουρο βήμα και κάθονταν κυκλικά γύρω από το ανδρείκελο, σαν να τους έσερνε μαγνήτης. Ο Ανδρέας είδε και τον εαυτό του να μπαίνει. Τον αναγνώρισε από τις φθαρμένες σόλες. Μπήκε σε ένα αυτοκίνητο που εμφανίστηκε μπροστά του κι άρχισε να οδηγεί. Όμως οι τροχοί ξεκίνησαν να γλιστρούν γιατί πατούσε σε πάγο. Κοίταξε τότε στα ρολόγια του αγάλματος τα εξαρτήματα να περιστρέφονται με φόρα και να τον κοιτούν απειλητικά. Έπρεπε να πατήσει κι άλλο γκάζι. Οι τροχοί ξεμπλόκαραν, αλλά οδηγούσε στο ρελαντί, ευθεία προς το άγαλμα και το κοιτούσε κατάματα. Τότε είδε τον γιο του στη θέση του αγάλματος, με το δικό του ρολόι στο χέρι. Να φοράει τα ίδια ρούχα, όπως εκείνη τη μέρα, να τον κοιτά με τον ίδιο τρόπο, να λέει τα ίδια λόγια:
«Στην αρχή έδωσες τόπο στην οργή. Έπειτα έδωσες τόπο στη χαρά. Κι αφού ξέχασες όλα τα συναισθήματα, ξέχασες και τις λέξεις. Όχι, πατέρα, δεν είναι γεροντική άνοια. Εσύ το έκανες, σε έβλεπα να το κάνεις, να μας το κάνεις. Πάντα ήθελες να είσαι μόνος. Πάντα ήθελες να είσαι ξένος. Τα κατάφερες».
Ο Ανδρέας άνοιξε τα μάτια του και είδε μια φιγούρα ντυμένη στα λευκά και μια στα μαύρα.
«Κύριε Ανδρέα, σκέφτηκα πως θα θέλατε να κοινωνήσετε», ακούστηκε η φωνή της Λίζας και ο Ανδρέας της έπιασε το χέρι. Ένα ένρινο μουρμουρητό βούλωσε τα αυτιά του κι άρχισε να περπατά στο δάσος με βήματα ακανόνιστα, δειλά, σαν να είχε ξένα πόδια. Κάποια στιγμή συνήθισε, ήταν Κυριακή κι έζησε εκεί για πάντα, στη μέση μιας σκάλας.

 Καλλιόπη Μανδρέκα

«Πότε θα πάψουν τα όνειρα και θα αρχίσει η ζωή;», είπε και ανακάθισε στο ραγισμένο από τον ήλιο κρεβάτι του. «Η μέρα σήμερα είναι ηλιόλουστη και τα περιστέρια μας καλούν.» Γύρισε το κεφάλι του και αντίκρυσε την γλυκιά γυναίκα του, που έμοιαζε αποστεωμένη. «Δεν μας αφήνουν να σηκωθούμε» του είπε και γύρισε την πλάτη της με δυσκολία προς το παράθυρο. «Δεν μας αφήνουν κι εμείς δεν κάνουμε ούτε μία μικρή προσπάθεια. Το κρεβάτι δεν μας κρατάει και συνεχώς νιώθουμε πως θα πέσουμε. Ράγισε και μας λέει κάθε πρωί ‘Σήκω’ κι εμείς νομίζουμε, πως χωρίς εμάς θα γκρεμιστεί.» Η γυναίκα μονολογούσε και τα λόγια της μετά από λίγο, έγιναν ψίθυρος και ο άντρας σηκώθηκε να βρέξει ένα πανί να την δροσίσει. «Πονάει το κεφάλι μου», του είπε «και κάποιος συνεχώς κλαίει μέσα στα αφτιά μου. Σηκώθηκες; Γιατί; Μείνε κοντά μου. Σε θέλω δίπλα μου.»

Ο άντρας ακούμπησε το πανί στο μέτωπό της και την χάιδεψε τρυφερά. «Σήκω. Είναι ώρα να φάμε.», της είπε. «Όχι. Δεν μας επιτρέπουν να φάμε. Κάποιος στέκεται απ’ έξω και παραφυλά, μήπως ανοίξουμε το στόμα μας, λίγο παραπάνω απ’ το επιτρεπτό. Θα μας χτυπήσουν! Κρύψε το φαΐ. Μείνε κοντά μου.» Εκείνος σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς της πόρτα, να την ανοίξει. «Δεν είναι αλήθεια. Κοίτα.» Ο κρύος αέρας πάγωσε το σπίτι. «Βλέπεις; Δεν είναι κανείς έξω». Η γυναίκα κουκουλώθηκε και άρχισε να κλαίει. «Δεν μπορώ το κρύο. Τα κόκαλά μου διαμαρτύρονται και δεν μπορώ να ανασάνω. Κλείσε την πόρτα.» Ο άντρας ακολούθησε την εντολή της και έτρεξε στο πατάρι να φέρει ό,τι ζεστό είχε πακετάρει για το μεγάλο ταξίδι. Την κουκούλωσε με τις δύο μαύρες κάπες και με τη βαριά μάλλινη κουβέρτα. «Δεν υπήρχε κανένας λόγος να πακετάρουμε όλα μας τα πράγματα. Δεν θα μας αφήσουν να βγούμε. Τα σύνορα είναι κλειστά. Πού είναι τα γάντια μου. Θέλω τον σκούφο μου. Πήγαινε να μου τα φέρεις. Τρέμω. Δεν μπορώ να κουνήσω τα δάχτυλά μου.» Χωρίς καμία καθυστέρηση ανέβηκε στο πατάρι να της προσφέρει ό,τι είχε ανάγκη. «Μην αργείς», φώναξε από κάτω εκείνη. «Κρυώνω. Γιατί δεν καταλαβαίνεις πόσο υποφέρω;»

Εκείνος έμεινε πολύ ώρα πάνω, κάνοντας πως ψάχνει. Δεν ήθελε να κατέβει. Μόνο στο πατάρι ένιωθε ελεύθερος. Ήταν στενά, δεν χωρούσε όρθιος, αλλά ένιωθε ήρεμος. «Ότι έχουμε εδώ μέσα είναι κουρέλια», ψιθύρισε «Θα έπρεπε να τα κάψουμε όλα.» Η γυναίκα του, σαν να άκουσε, τον διέκοψε φωνάζοντας από κάτω. «Μην αργείς. Έλα να ανάψεις το τζάκι. Σε λίγο θα μας το απαγορέψουνε. Πήγαινε να φέρεις ξύλα. Αργείς, γιατί θες να με εκδικηθείς. Δεν ξέρω αν έχουν μείνει ακόμα δέντρα στο δάσος. Τα καίνε όλα. Δεν μας λυπούνται. Θέλουν να μας εξοντώσουν.» Ο άντρας δεν την άκουγε, αλλά ήξερε πολύ καλά τι έλεγε. Έκατσε πάνω στις αποθηκευμένες κούτες και σιγομουρμούρισε ένα τραγούδι για ένα πουλί, που κοιμόταν σε ένα κουτί. Παρατήρησε τις λευκές νιφάδες, που χτυπούσαν στο παράθυρο, άνοιξε την χάρτινη κούτα και μπήκε μέσα για να προστατευτεί απ’ το κρύο. Τον πήρε ο ύπνος ανάμεσα στα λευκά φορέματα της γυναίκας του και ονειρεύτηκε ότι κάποιος ήρθε να παραλάβει το δέμα και το μετέφερε σε κάποια άλλη γη, που ήταν Άνοιξη.

«Πού είναι τα γάντια μου; Κρυώνω! Θες να με ταλαιπωρείς, επειδή σε έχω ανάγκη.» Ξύπνησε με κομμένη την ανάσα και κατέβηκε τρέχοντας, να της φορέσει τα πλεκτά γάντια και τον σκούφο. «Τώρα είμαι καλύτερα», του είπε ανακουφισμένη. «Απλώς πεινάω.» «Έχω έτοιμη τη σούπα» την καθησύχασε, μα εκείνη αδιαφόρησε και κοίταξε το χιόνι, που είχε αρχίσει να καλύπτει το παράθυρο. «Όλο ξεχνάς. Δεν θυμάσαι τίποτα. Αν δεν φέρεις ξύλα, θα πεθάνουμε απ’ το κρύο. Πρέπει να προσέχουμε. Είμαστε μόνοι μας εδώ. Πρέπει να προστατευτούμε. Κανείς δεν θα μας σώσει. Γιατί δεν μ’ ακούς; Πήγαινε να φέρεις ξύλα. Θα παγώσει το σπίτι.»

Βγήκε έξω, χωρίς την κάπα του, να ψάξει, αλλά δεν βρήκε πουθενά. Όλα ήταν θαμμένα κάτω από το πυκνό χιόνι και δεν ήξερε τι θα έλεγε στην γυναίκα του. Μπήκε στο σπίτι και διστακτικά, έσκισε όλα τα χάρτινα κουτιά και με ένα σπίρτο τα άναψε στο τζάκι. Πήγε να πλύνει τα χέρια του, μα παρατήρησε ότι το νερό τελείωνε. Οι σωλήνες υπέθεσε, όπου να ΄ναι θα παγώσουν απ’ το κρύο και έτρεμε στην ιδέα ότι από στιγμή σε στιγμή η γυναίκα του θα διψάσει. «Νερό! Θέλω λίγο νερό. Διψάω. Σήμερα δεν ήπια ούτε μία στάλα. Πώς θα ζήσω, χωρίς νερό; Σε λίγο, είμαι σίγουρη, θα μας το απαγορεύσουν κι αυτό.» Κατάφερε να γεμίσει ένα ποτήρι, ανοίγοντας όλες τις βρύσες του σπιτιού. «Ορίστε. Πιες. Μην αφήσεις ούτε γουλιά. Θέλω να ξεδιψάσεις.» Έμεινε σιωπηλός, κοιτάζοντας την, διψασμένος, να κατασπαράζει την τελευταία γουλιά.

Το μεγάλο ταξίδι αναβλήθηκε για άλλη μια φορά. Η γυναίκα κρύωνε πολύ. Κάθε μέρα έλεγε να περιμένουν την επόμενη, μήπως ζεστάνει ο καιρός. Ο καιρός δεν ζέσταινε και επιπλέον, είχε αυτή την αίσθηση ότι όλα απαγορεύονται από κάποιους άγνωστους, τους οποίους δεν ονόμαζε ποτέ. Αυτοί θα τους σταματούσαν, αν ξεκινούσαν, θα τους απαγόρευαν να ξεκινήσουν ή θα τους απαγόρευαν να φτάσουν.

-Έφυγες ή είσαι ακόμα εδώ, ρώτησε στη μέση της νύχτας και τον έκανε να πεταχτεί από την πολυθρόνα, που λαγοκοιμόταν. Ήμουν σίγουρη ότι θα είσαι ακόμα εδώ. Ποτέ δεν φεύγεις. Νομίζεις ότι φταίω, επειδή κρυώνω. Εγώ ήμουν η μόνη, που το ήθελε πραγματικά.

-Σκάσε. Βούλωσέ το.

-Δεν θες να το ακούς, αλλά έτσι είναι.

-Αν συνεχίσεις, αύριο δεν θα φας τίποτα.

-Λύσε με, τουλάχιστον, να πάω στο μπάνιο.

Ο άντρας την ξεσκέπασε και φάνηκαν δύο μικρά, αδύνατα ποδαράκια, πληγιασμένα, από ένα χοντρό τραχύ σκοινί. Ξέσφιξε τους σφιχτοδεμένους κόμπους και η γυναίκα σηκώθηκε με δυσκολία. Έπεσε στο πάτωμα και άρχισε να κλαίει. «Δεν μας αφήνουν να περπατήσουμε κι εγώ θέλω να φύγω.» Ο άντρας πρώτη φορά παρατήρησε τα όμορφα μαλλιά της, που ξέπλεκα ακουμπούσαν τους λεπτούς ώμους της. Ήταν τόσο αδύνατη, που με βία διαγράφονταν τα χείλη της, που όμως από το κλάμα ήταν λίγο αναψοκοκκινισμένα. «Φύγε, της είπε, άνοιξε την πόρτα και φύγε. Είσαι ελεύθερη.»

Εκείνη, σαν να έφυγε ένα βάρος, που κουβαλούσε αιώνες, σηκώθηκε και άνοιξε την ξύλινη πόρτα. Άπλετο φως χύθηκε μέσα στο σπίτι και έξω ο κήπος ήταν ανθισμένος. Ο καιρός ήταν καλός και εκείνη όρμησε στην αγκαλιά της φύσης, που περίμενε χρόνια. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω. Έτρεξε να φύγει μακριά. Ο άντρας την παρακολουθούσε και δεν έκανε καμία κίνηση να την σταματήσει. Δεν ήξερε γιατί την έλυσε. Την κοιτούσε και αναρωτιόταν αν θα είχε νόημα η ζωή του πλέον, χωρίς να την φροντίζει. Δεν ήξερε γιατί την έλυσε. Την κοιτούσε ακίνητος στην πολυθρόνα να τρέχει μέσα στον κήπο. Πόσο γρήγορα έλιωσαν τα χιόνια, σκέφτηκε. Σηκώθηκε, έκλεισε την πόρτα απαλά και ανέβηκε στην σοφίτα, ήρεμος.

Edgar Degas/Flowers Woman Vase, 1865

Μαίρη Γ Πράσατζη

Ελένη

Μπήκαν τελευταίοι στο καράβι. Δυό γλάροι, που τσιμπολογούσαν ένα κομμάτι ψωμί στην προβλήτα, πέταξαν τρομαγμένοι προς τη θάλασσα τη στιγμή που ανέβασε στροφές η μηχανή και η προπέλα ανακάτωσε τα σπλάχνα του βυθού. Το πλήρωμα έλυσε τους κάβους και σήκωσε την μπουκαπόρτα.

«Αμόλα όλα!» φώναξε δυνατά ο καβοδέτης.

«Σήκωσε πάνω!»

Ο Γιώργος κρατούσε τον μεγάλο σάκο και την μικρή, που παίδευε ένα μισοφαγωμένο παγωτό, σχηματίζοντας μικρές, ακατάστατες πινελιές από σοκολάτα και φράουλα πάνω στο λευκό της φόρεμα.

Η Ελένη τους κοιτούσε, περιμένοντας αναποφάσιστη αν θα προχωρήσει. Την ώρα που χτύπησε το κινητό της, εγκατέλειψε με ανακούφιση τις δύο μεγάλες τσάντες πάνω στη σιδερένια σκάλα, αφήνοντας έναν υπόκωφο γδούπο μπροστά σε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια.

«Με συγχωρείτε…» του είπε αμήχανα.

Δοκίμαζε να τις σηκώσει ξανά, όταν γλίστρησε η τσάντα, ξεβράζοντας σαν μεγάλο στόμα τα μυστικά της: κινητό, ένα πακέτο χαρτομάντηλα, κραγιόν, αναπτήρα, ένα πακέτο τσιγάρα -μάλμπορο μαλακό- την ίδια μάρκα είκοσι χρόνια τώρα.

Τον είδε σηκώνοντας το κεφάλι.

«Συγγνώμη» επανέλαβε αποσβολωμένη.

Είχαν γκριζάρει τα σκούρα του μαλλιά στους κροτάφους, είκοσι χρόνια μετά. Το βλέμμα του αδιάφορο, ξένο. Έσκυψε και της μάζεψε τα πράγματα. Ένα πακέτο μάλμπορο μαλακό, του ψιθύρισε ένα δικό τους μυστικό. Άγγιξε ανεπαίσθητα τα δάχτυλά της.

Τα κρωξίματα των γλάρων άρχισαν να δυναμώνουν ξαφνικά, σαν βουητό μέσα στο μυαλό της. Τα φουγάρα άφηναν μαύρο καπνό, ανακατεμένο με οσμή βόθρου από το λιμάνι. Κι είχε μια μυρωδιά από μνήμες και γεύση αλμύρας γύρω από τους κάβους, που τις ταξίδευε πέρα στη θάλασσα ο αέρας.-

  Edgar Degas/Τhe ballet class

Αμαλία Τσιμπλή

Τίτλοι εφημερίδων 21/2/2001

Ο κυκλώνας «Ωκεανίς» έσπειρε καταστροφές.
Νέα μεγάλη ανακάλυψη: ένας αστεροειδής περνά ξυστά από την Γη σε δυο μέρες! Τι ανακάλυψαν οι επιστήμονες.
Αεροπορική τραγωδία, 380 νεκροί.
Ροζ Σκάνδαλο με τον υφυπουργό του Υπουργείου Εμπορίου.

Ασανσέρ

Μπήκαν και οι δυο αμίλητοι στο ασανσέρ. Η πόρτα έκλεισε και το ασανσέρ με ένα σιγανό μουρμουρητό ξεκίνησε. Ξαφνικά μεταξύ δεύτερου και τρίτου ορόφου, σταμάτησε με έναν γδούπο και απλώθηκε σκοτάδι για μερικά δευτερόλεπτα.
-Ωχ! Όχι! Βγήκε η φωνή του ενός τρεμουλιαστά. Γύρισε ο άλλος και τον κοίταξε με προσοχή. Ο πρώτος άρχισε να ζαλίζεται, κάθισε στο πάτωμα κρατώντας το κεφάλι του ανάμεσα στα γόνατα του. Ο δεύτερος συνέχιζε να παρατηρεί τον πρώτο, κάτι του θυμίζει αλλά δεν ξέρει τι. Κι όμως είναι σίγουρος κάπου τον ξαναδεί . Παίρνει το θάρρος να τον ρωτήσει άλλωστε αυτό ίσως του αποσπάσει την προσοχή.
– Συγνώμη, μου είστε πολύ οικείος σας ξέρω από κάπου; Σήκωσε το κεφάλι του αργά μέσα από τα γόνατα και κοίταξε απορημένος τον συνομιλητή του.
-Εγώ πάντως δεν σας ξέρω, αποκρίθηκε λίγο αδιάφορα.
-Εγώ όμως είμαι σίγουρος πως σας έχω ξαναδεί, έχω φωτογραφική μνήμη. Επέμενε με σοβαρότητα
– Διαβάζετε μήπως επιστημονικά περιοδικά;
– Ναι! Εκεί έχω δει την φωτογραφία σας. Είστε ο δόκτωρ ‘Ολμπανι που εντόπισε τον αστεροειδή που θα περάσει από κοντινή απόσταση από μας. Τα θερμά μου συγχαρητήρια για την ανακάλυψη σας! Έτεινε το χέρι του προς εκείνον.
– Το όνομα μου είναι Οσινάνι, χαίρω πολύ.
Ο δόκτωρ ‘Ολμπανι νιώθοντας καλύτερα από την κουβέντα τους, σηκώθηκε όρθιος.
-Έχετε κινητό μαζί σας;
– Όχι, δυστυχώς το ξέχασα στο σπίτι μου. Απάντησε ο κύριος Οσινάνι.
– Τι σύμπτωση, ούτε εγώ το άφησα στο αυτοκίνητο.
– Πάτησα ήδη το κόκκινο κουμπί της έκτακτης ανάγκης. Τον καθησύχασε ο κύριος Οσινάνι.
– Ξέρετε, δεν μου αρέσουν καθόλου τα ασανσέρ. Ομολόγησε κάπως ντροπαλά ο δόκτωρ ‘Ολμπανι.
– Εμένα τα αεροπλάνα! Την τελευταία φορά που ταξίδεψα με αεροπλάνο, έπεσε γιατί παρασύρθηκε από τον κυκλώνα «Ωκεανίς».
Ο δόκτωρ ‘Ολμπανι τον κοίταξε αμήχανος..
-Πραγματικά είχατε άγγελο για να σωθείτε από τέτοιο δυστύχημα.
– Ποιος σας είπε ότι σώθηκα;