Συνεχίζουμε και στον μήνα Φερουάριο 2022 τη δημοσίευση 7+1 διηγημάτων με ποικίλη θεματική, έκταση και τεχνοτροπία από πεζογράφους που έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη χρονολογικά παρουσία στο πεδίο της αφήγησης. Στόχος μας παραμένει να αποτυπώνεται όλη η ποικιλομορφία της πεζογραφικής μας έκφρασης, όλες οι γενιές, κάθε δημιουργός που αφήνει με το προσωπικό του ύφος μία πολύτιμη ψηφίδα στο παλίμψηστο της ελληνικής λογοτεχνίας. Συνεχίζουμε λοιπόν με διηγήματα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, μεγαλύτερων σε ηλικία συγγραφέων και νεωτέρων, με συχνότερη -ή και όχι- εκδοτική παρουσία διαμορφώνοντας το ιδιαίτερο, δικό μας, διηγηματικό Δίκτυο. Συμμετέχουν αλφαβητικά οι: Μπούλη Ανδρεάδου, Ελισάβετ Χ. Γρηγοριάδου, Αριστούλα Δάλλη, Βαγγέλης Μανουβέλος, Μαίρη Γ. Πράσατζη, Λεωνίδας Τούρλας, Θοδωρής Ι. Τσάκωνας, Ηλίας Χαραλαμπόπουλος. Καλή ανάγνωση!
Άννα Αφεντουλίδου
Μπούλη Ανδρεάδου
ΑΝΟΙΚΕΙΟΝ
Η Αγγέλα με τα πολλά ονόματα, Αγγελική, Αγγελίνα ή Αγγελοπαρμένη, η πιο όμορφη από τις παντρεμένες και από τις ανύπαντρες και ας κούτσαινε λίγο με το πιο κοντό, αριστερό της ποδαράκι. Την είχε τραβήξει με δύναμη η μαμή για να την ξεριζώσει από την κοιλιά της μάνας της. Της μάνας που δεν γνώρισε ποτέ, γιατί το ίδιο βράδυ, η λεχώνα πέθανε. Η Αγγέλα μεγάλωνε τώρα μέσα στην αγκαλιά του πατέρα της. Δεν την άφηνε σε κανένα. Φοβόταν μη τη χάσει. Την κουκούλωνε μέσα στην κουβερτούλα της και κάθε πρωί ξεκινούσαν μαζί για τη δουλειά. Της είχε φτιάξει μια κούνια με τα ξύλα που περίσσευαν από τα φέρετρα. Φροντιστής θανάτου, συστηνόταν ο Έρικ, όταν τον ρωτούσαν τι δουλειά κάνει. Και πράγματι φρόντιζε τα πάντα για μια ωραία κηδεία. Κατάμαυρο και γυαλιστερό το άλογο που έσερνε την καρότσα, μαύρη και αυτή με χρυσά ξόμπλια. Και τα λουλούδια. Ντυμένος άρχοντας ο πεθαμένος. Δεν ξεχνούσε να βάλει λίγο κοκκινάδι στα μάγουλα των γυναικών και με κεράσια έβαφε τα χείλη τους για να είναι όμορφες. Η Αγγελίνα μεγάλωνε πιο πολύ ανάμεσα σε νεκρούς, παρά σε ζωντανούς. Αυτό όμως που φοβόταν πιο πολύ ήταν τα κεφάλια των νεκρών. Τη νύχτα τα έβλεπε μέσα στο σκοτάδι, να ξεπροβάλλουν ανάμεσα στις σκιές, να κρύβονται μέσα στη ντουλάπα, ή κάτω από το κρεβάτι της. Να κινούνται από μόνα τους χωρίς το σώμα που τα συνόδευε. Για να κρυφτεί έτρεχε στο στάβλο και κούρνιαζε δίπλα στο άλογο. Η ζεστή ανάσα του μετρίαζε λίγο τον παράλογο φόβο της. Ένιωθε παγωμένη. Τόσο που αναρωτιόταν μήπως είχε και η ίδια πεθάνει. Όταν κοιτούσε στον καθρέφτη της έβλεπε μία γυναίκα με κόκκινα μαλλιά, αλλά η Αγγελίνα ήξερε ότι δεν ήταν αυτή. Ήξερε καλά ότι τα μαλλιά της ήταν μαύρα και τα νύχια της κόκκινα και το δέρμα της κάτω από το φόρεμα ήταν γεμάτο από χαρακιές που μάτωναν και τότε έτρεχε πάλι στο άλογο, το καβαλίκευε και ορμούσε μέσα στο δάσος. Ο πατέρας χάθηκε μία Δευτέρα. Έφυγε νωρίς από το σπίτι, αλλά δεν πήγε στη δουλειά. Η Αγγελίνα ξεχύθηκε στους δρόμους ουρλιάζοντας. «Πάπα, πάπα, Έρικ, Έρικ». Έψαχνε αλαφιασμένη να τον βρει, όμως ο Έρικ δεν βρέθηκε ποτέ. Η Αγγελίνα κλειδώθηκε μέσα στο εργαστήρι του πατέρα της, έμεινε κάμποσες μέρες χωρίς να θέλει να μιλήσει ή να δει κανένα. Μόνο το βράδυ όταν κανείς δεν την έβλεπε, έβγαινε για λίγο, ίσα ίσα για να ταΐσει το άλογο. Όμως ο φροντιστής θανάτου έλειπε ενώ οι άνθρωποι συνέχιζαν να έχουν ανάγκη αυτό το επάγγελμα. Ο δήμαρχος και ο παπάς της χτύπησαν την πόρτα. Η Αγγέλα τους άνοιξε. Έλαμπε ολόκληρη και πράγμα παράξενο έμοιαζε ήρεμη και ευτυχισμένη. «Ναι» τους είπε, «θα συνεχίσω την δουλειά του πατέρα. Έχω ήδη μία τελετή. Μου φέραν κάποιον που βρήκαν παγωμένο στα χιόνια και μισοφαγωμένο από τα θηρία».
Η Αγγελίνα έκανε τη πιο λαμπρή κηδεία για τον άνθρωπο χωρίς ταυτότητα. Είχε στολίσει την άμαξα τόσο όμορφα ώστε όλοι είπαν ότι ήταν άξια διάδοχος του πατέρα της. Η Αγγελίνα όταν εκείνη την ημέρα γύρισε σπίτι της, στάθηκε γυμνή εμπρός στον καθρέφτη και κοίταξε τα σημάδια στο κορμί της. Πήρε ένα ψαλίδι και άρχισε να κόβει λουρίδες όλα της τα ρούχα. Αφού τελείωσε με τα φορέματα, έκοψε τις κουρτίνες, τα τραπεζομάντηλα και τέλος τα μαλλιά της. Άνοιξε τη ντουλάπα και έβγαλε από μέσα το νυφικό της μητέρας της και ένα βαρύ χάρτινο κουτί. Άνοιξε το κουτί και έριξε τα κατακόκκινα μαλλιά της πάνω στο αντρικό κεφάλι που υπήρχε μέσα. Έκλεισε το κορμί της μέσα στο νυφικό. Έκλεισε το κουτί. Το στόλισε με μία χρυσή κορδέλα και δύο κάτασπρους ασφοδέλους. Είχαν περισσέψει από το κλειστό φέρετρο του άγνωστου, του τόσο γνωστού όμως για την Αγγέλα.
Ελισάβετ Χ. Γρηγοριάδου
Η σφαγή
Εκείνο το πρωινό φαινόταν ότι θα κάνει πολλή ζέστη, όπως κάθε μέρα την τελευταία εβδομάδα. Βγήκα στην αυλή και κάθισα κάτω από τη μουριά. Ξαφνικά εμφανίστηκαν από το πουθενά δυο άντρες και μία γυναίκα. Φορούσαν σκούρα ρούχα, μπότες, γάντια και μάσκες στο πρόσωπο. Στα χέρια τους κρατούσαν μαχαίρια. Φώναξαν όλους να βγουν έξω και άρχισαν τη σφαγή. Στόχευαν κατευθείαν στο λαιμό. Φαινόταν πως γνώριζαν τη διαδικασία γιατί ενεργούσαν συντονισμένα και με μεγάλη ταχύτητα. Ένα, δυο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, επτά… θύματα. Είχα χάσει τον αριθμό. Το αίμα έτρεχε ποτάμι και πότιζε το ξερό χώμα. Πανικός και κραυγές βοήθειας από παντού.
Είχα πετρώσει από το φόβο μου και μαζεύτηκα στη γωνιά μου προσπαθώντας να καταλάβω όσο γίνεται μικρότερο χώρο. Ήθελα να γίνω αόρατη, κάτι απόλυτα ανόητο από μέρους μου βέβαια. Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα. Δεν ήθελα ν’ αντικρύσω το πρόσωπο του σφαγέα μου. Σκέφτηκα πόσο φιλόξενο ήταν μέχρι τότε το σπίτι μου. Πόσο χαρούμενη ήμουν που είχαμε επιτέλους βρει, οι τρεις αδερφές μου κι εγώ, στέγη και τροφή. Ασφάλεια και ηρεμία. Μου άρεσε να σηκώνομαι νωρίς το πρωί και να κάθομαι έξω στην αυλή. Να απολαμβάνω τις απλές χαρές της ζωής. Την πρωινή δροσιά, το τιτίβισμα των πουλιών, τις μυρωδιές του φαγητού το μεσημέρι, τις χαμηλόφωνες κουβέντες όταν έρχονταν επισκέπτες, τις όμορφες, χαλαρές συζητήσεις μας. Υπήρχαν όμως και κάποιοι που είχαν έρθει από αλλού και γελούσαν με τις απόψεις μου. Δεν υπάρχουν παντού συρματοπλέγματα, μου είπαν. Η ζωή είναι καλύτερη σ’ άλλα μέρη. Δεν είχα ταξιδέψει, δεν είχα γνωρίσει άλλη ζωή από αυτήν που ζούσα μέχρι τώρα. Και κινδύνευα να τη χάσω κι αυτήν χωρίς καν να καταλάβω το λόγο.
Ο θόρυβος έπαψε ξαφνικά και άνοιξα τα μάτια μου. Κατάλαβα πως είχαν όλα τελειώσει και ήμουν ζωντανή. Το ίδιο και οι τρεις αδερφές μου που βρίσκονταν κουρνιασμένες λίγο μακρύτερα, έντρομες κι αυτές.
Οι τρεις εκείνοι άνθρωποι είχαν ήδη στοιβάξει τα πτώματα σε μια γωνία. Πάνω από είκοσι. Στο μεταξύ είχαν ανάψει φωτιά και είχαν τοποθετήσει επάνω ένα μεγάλο καζάνι με νερό. Τι θα έκαναν στη συνέχεια;
Πέθαινα από τη δίψα, αλλά δεν τολμούσα να πλησιάσω στο χώρο όπου μας άφηνε φαγητό και νερό η γυναίκα που μας φρόντιζε. Δυο φορές την ημέρα μας έριχνε σπόρους από καλαμπόκι και κριθάρι. Πού βρισκόταν τώρα; Γιατί δεν μας προστάτεψε; Είχαμε σωθεί εντελώς, οι αδερφές μου κι εγώ, ή η ίδια μοίρα μας περίμενε κι εμάς αργότερα;
§
Αριστούλα Δάλλη
ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ
Με το όνομα Βάινγιαρντ είναι γνωστό το χωριό μας στον πλούσιο κάμπο. Το σπίτι μας στην άκρη του χωριού δεν είναι ορατό, καθώς περιτριγυρίζεται από δένδρα. Σε όλους είμαστε γνωστοί για την άριστη ποιότητα των κρασιών του οινοποιείου μας και την τόσο διαφορετική ζωή από τους συμπολίτες μας. Είμαστε οι δίδυμες κόρες της οικογένειας Φιούζερ. Το όνομα μου είναι Φλώρα και με φωνάζουν ¨μικρή Φλω¨ επειδή γεννήθηκα δεύτερη. Με την Ρόζα μοιάζουμε σαν δύο όμοιες σταγόνες. Δεν πήγαμε στο σχολείο, η μητέρα είχε αναλάβει στο σπίτι την μόρφωση μας. Είναι δασκάλα αλλά ο πατέρας ποτέ δεν την άφησε να δουλέψει σε σχολείο. Κύρια ασχολία της η καλλιέργεια του αμπελώνα και το μεγάλωμα μας. Ο πατέρας δεν συγχωρούσε κανένα λάθος στην γυναίκα και τις κόρες του. Αν παίζαμε και γελούσαμε χωρίς την άδεια του μας έκλεινε στο σκοτεινό υπόγειο με τα ποντίκια. Εμείς όμως είχαμε γίνει φίλοι μαζί τους και παίζαμε το κυνηγητό της γάτας. Όταν έπινε γινόταν πελώριος σαν Κύκλωπας και εμείς κρυβόμασταν μέσα σε άδεια βαρέλια έως ότου πέσει σε βαθύ ύπνο. Τρώγαμε αμίλητοι γιατί το φαγητό έλεγε είναι ιερό. Στο τέλος διάβαζε παραγράφους από την Αγία Γραφή για να μην ξεχνάμε την αγάπη του τιμωρού Θεού. Η μητέρα τυλιγμένη σε μαύρα ρούχα με μελανούς κύκλους στα μάτια κρύβεται στην κουζίνα και το ρόλο της. Όταν πάμε να την αγκαλιάσουμε εκείνη μας σπρώχνει σιωπηλά και συνεχίζει να πλέκει τα όμοια μάλλινα φορέματα και τις δαντέλλες τους. Ολοφάνερη η διαφορετικότητα μας μέσα στα πανομοιότητα δίδυμα σώματα μας. Παράξενη και δύσκολη εγώ, καλή και βολική η Ρόζα. Τριγύριζα στο κτήμα παίζοντας με ότι έβρισκα. Μου άρεσε να σκάβω με τα χέρια μου το χώμα και να θάβω ότι πεθαμένο έβρισκα. Νεκρές πεταλούδες, σκαθάρια, πουλιά. Τα σκέπαζα με φύλλα που έκοβα από τα δένδρα για να είναι δροσερό το χώμα που τα σκέπαζε. Σιγά –σιγά είχε γίνει ένας καταπράσινος τύμβος. Η αδερφή μου ήταν πάντα θυμωμένη μαζί μου γιατί αυτή βοηθούσε τους γονείς ενώ εγώ πάντα σαν ξωτικό ξέφευγα. Νομίζω ότι κανένας δεν νοιάζεται για μένα με αγάπη. Ζήλευα την αδερφή μου γιατί την αγαπούσε ο πατέρας και πήγαινε συχνά τα βράδια στο δωμάτιο της. Η εκδίκηση μου ήταν να βάζω νεκρά πουλιά στο κρεβάτι της και να τρομάζει. Τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα στο δωμάτιο μου έπαιρνα αγκαλιά τον πάνινο παλιάτσο μου και κοιμόμουν μόνη, αφού η μητέρα κοιμόταν βαθειά από την κούραση της μέρας. Στο χωριό όλοι θεωρούσαν ότι είναι χαμένο το μυαλό μου. Στα όνειρα μου έσκυβα μέσα στο κρανίο μου να δω που έχει χαθεί, αλλά έβρισκα μόνο μία ρωγμή. Νόμιζα ότι θα ξεπεταχθεί κάτι από μέσα. Ίσως μία σαλαμάνδρα, ίσως περαστικά μαυροπούλια ή ένα δένδρο κουμαριάς φορτωμένο ώριμα πορτοκαλιά μπαλάκια. Μία μέρα ένα απρόσμενο γεγονός τάραξε την οικογένεια μας. Ποτέ δεν δόθηκε εξήγηση για τον ξαφνικό θάνατο της αδερφής μου. Ήταν μόλις δεκατεσσάρων χρονών. Την βρήκαν βουτηγμένη στο αίμα. Είχε χαρακώσει τους καρπούς των χεριών με το μαχαίρι που μπόλιαζε τα αμπέλια ο πατέρας. Ο τάφος της ήταν κοντά στο νεκροταφείο των δικών μου νεκρών φίλων. Πολλές φορές σκέφτομαι με ενοχές αν φταίει η ζήλεια μου για τον θάνατο της, μπορεί και η αβάσταχτη αγάπη του πατέρα. Τώρα ο πατέρας με προσέχει περισσότερο και θέλει να έρχεται στο δωμάτιο μου για να μου δείξει την αγάπη του. Αλλά εγώ δεν αντέχω την μυρωδιά των ρούχων του που μυρίζουν αλκοόλ, ούτε και τα σκληρά κούρβουλα, σαν ξερό αμπέλι, χέρια του. Τα βράδια κλειδώνω την πόρτα και κρύβομαι στη ντουλάπα. Από το φόβο μου νομίζω ότι διαλύεται το κρανίο μου. Όταν καταφέρει να ανοίξει την κλειδωμένη πόρτα, πηδάω από το παράθυρο στον κήπο. Φοράω το ολόιδιο φόρεμα με τον πλεχτό γιακά που φορούσαμε στις γιορτές οι δίδυμες. Αφήνω το σώμα μου να βουλιάζει στα λαγούμια των δικών μου νεκρών και κρύβομαι στο πράσινο τύμβο. Κανένας δεν μπορεί να αναγνωρίσει ποια από τις δύο δίδυμες είναι μέσα στο σκοτάδι. Την άλλη μέρα, μέσα στον αμπελώνα, όλοι βλέπουν ένα σκιάχτρο με κουρελιασμένο πλεκτό φόρεμα και σχισμένο στη μέση το αχυρένιο κρανίο του.
Βαγγέλης Μανουβέλος
Αυτός –ή –ό
Το Ηλιόνα και το Παντρίτ ετοιμάζονται να φύγουν για διακοπές. Ο καιρός είναι υπέροχος, αλλά ο καιρός είναι πάντα υπέροχος για αυτά τα δύο. Αισθάνονται ότι βρίσκονται πάντα μέσα του, αδιαχώριστα απ’ αυτόν. Ο καιρός υπάρχει για αυτά κι αυτά υπάρχουν για τον καιρό. Μπορεί να πει κανείς ότι αποτελούν ένα σύνολο. Μπορεί όμως και να μην το πει, ιδίως εάν σκεφτεί ότι ο καιρός είναι αρσενικός κι αυτά ουδέτερα.
Το Ηλιόνα αισθάνεται πολύ χαρούμενο και πλησιάζει με ερωτική διάθεση το Παντρίτ, εκείνο όμως φαίνεται να μην ανταποκρίνεται. Το Ηλιόνα προσπαθεί να του τραβήξει το ενδιαφέρον προσποιούμενο ότι συνομιλεί με διάσημους αστέρες του παλιού Χόλυγουντ. Είναι ένα παιχνίδι που παίζουν συχνά, όμως το Ηλιόνα δεν μπορεί να καταλάβει γιατί το Παντρίτ δεν θέλει να παίξει.
Η πιο αγαπημένη ταινία του Ηλιόνα είναι η Διπλή Ταυτότητα του Μπίλυ Γουάιλντερ, οπότε ζητάει από το Παντρίτ να αλλάξουν λίγο τους κανόνες του παιχνιδιού και να παίξουν σκηνές της ταινίας. Το Παντρίτ του λέει ότι πρέπει να ξεκολλήσει με την κωλοταινία, μια βλακεία είναι και με βλακείες δεν μπορεί να ασχολείται. Λέει ψέματα όμως και το Ηλιόνα το ξέρει.
Στην ταινία ο ασφαλιστής Γουόλτερ Νεφ, που παίζει ο Φρεντ ΜακΜάρεϊ, βοηθάει τη Φύλις Ντίντριχσον, που παίζει η Μπάρμπαρα Στάνγουικ, να σκοτώσει τον άντρα της και να πάρει διπλή αποζημίωση από την ασφάλεια ζωής. Το Παντρίτ λέει στο Ηλιόνα ότι είναι η απόλυτη σαχλαμάρα, αλλά θα δεχτεί να παίξει μαζί του αρκεί το ίδιο να κάνει τη Φύλις. Αυτό όμως είναι κάτι που δεν μπορεί να δεχτεί το Ηλιόνα, αφού η Διπλή Ταυτότητα είναι η αγαπημένη του ταινία, ακριβώς επειδή υπάρχει η Φύλις, κι είναι τουλάχιστον άθλιο εκ μέρους του Παντρίτ να κάνει τέτοια σκηνή ενώ ετοιμάζονται να πάνε διακοπές. Ηλιόνα και Παντρίτ λογομαχούν έντονα για το ποιο θα πάρει τον αντρικό και ποιο τον γυναικείο ρόλο. Δεν έρχονται στα χέρια, αν κι αυτό είναι κάτι που έχει συμβεί πολλές φορές. Τελικά το Ηλιόνα κάνει τον Γουόλτερ.
Το Παντρίτ λέει στο Ηλιόνα ότι του ήρθε περίοδος κι αισθάνεται αδιάθετο. Δεν θέλει να συνεχίσει να παίζει σκηνές από τη χειρότερη ταινία όλων των εποχών και δεν έχει καμία διάθεση να πάει διακοπές. Έξαλλο το Ηλιόνα του θυμίζει ότι το σώμα δεν έχει καμία σημασία, και ότι δεν μπορεί να φέρνει ως δικαιολογίες μικροπράγματα. Θα έπρεπε να συνεχίσει να παίρνει τη φαρμακευτική αγωγή για τη μείωση ή και γιατί όχι την εξάλειψη της απώλειας αίματος και να σταματήσει να μυξοκλαίγεται. Το Παντρίτ καθυστερεί λίγο να καταλάβει τι εννοεί με την απώλεια αίματος.
Ξαναμπαίνοντας στον ρόλο, το Ηλιόνα συνεχίζει να παίζει τον Γουόλτερ κι επιτίθεται στη Φύλις απαιτώντας να συνεχίσει τη φαρμακευτική της αγωγή. Έξαλλο το Παντρίτ του λέει ότι παίζει διαλόγους που δεν υπάρχουν στην ταινία και σε ότι καμία περίπτωση ο Γουόλτερ θα είχε τα κότσια να πει κάτι τέτοιο στη Φύλις. Το κατηγορεί ότι μπλέκει τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα κι ότι νομίζει πως μπορεί να κάνει τον Θεό.
Σχεδόν κάθε φορά που παίζουν αυτό το παιχνίδι φτάνουν σε αυτή τη στιχομυθία. Απλά αλλάζοντας τους ρόλους. Πότε είναι το Παντρίτ που κατηγορεί το Ηλιόνα ότι παίζει τον Θεό, και πότε το ανάποδο. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως, το άλλο παίζει στη συνέχεια το θιγμένο, το πρόσωπό του γίνεται κατακόκκινο και κάθεται στην άκρη του δωματίου κοιτώντας τον τοίχο. Όπου κι αν βρίσκονται, στην άκρη οποιουδήποτε δωματίου, κοιτώντας οποιονδήποτε τοίχο.
Πιστό στον ρόλο του, το Παντρίτ παίρνει το φάρμακο που μειώνει ή και εξαφανίζει ακόμη την περίοδο, παρόλο που την τελευταία φορά που το πήρε, εμφάνισε πολλές παρενέργειες. Συνεχίζουν για λίγο, χωρίς καρδιά, να παίζουν τον Γουόλτερ Νεφ και την Φύλις Ντίντριχσον, αλλάζοντας αυτή τη φορά διανομή. Ήταν κάτι που έκανε το Ηλιόνα για να φανεί υποχωρητικό και να δώσει λίγα ψίχουλα νίκης στο Παντρίτ. Όμως παραδέχεται κρυφά στον εαυτό του ότι ξαφνικά αισθάνεται πολύ άβολα να παίζει τον ρόλο της Φύλις. Κοιτάει το Παντρίτ και βλέπει στα μάτια του ότι έχει διαβάσει τη σκέψη του.
Ο καυτός ήλιος όμως δεν έχει καιρό για τις κόντρες τους, κι έτσι οι δύο τους ξεκινούν για διακοπές. Με δυσθυμία μπορεί, αλλά και με μια μικρή λαχτάρα κι αγωνία που γεννάει το ταξίδι. Αυτές είναι σκέψεις του Ηλιόνα. Το Παντρίτ κοιτάζει έξω από το παράθυρο κι έχει αλλάξει τη θέση του «οποιουδήποτε τοίχου, σε οποιοδήποτε δωμάτιο», με το συγκεκριμένο τζάμι, στο συγκεκριμένο Opel Corsa.
Φτάνοντας στο ξενοδοχείο συναντούν το Σεβάλιο, που έχει έρθει σε επαγγελματικό ταξίδι. Τουλάχιστον έτσι τους είπε. Το Σεβάλιο είναι παλιό γνωστό και των δύο από τους αγώνες της non – binary κοινότητας, και αρκετά απόλυτο στις θέσεις του. Δυτική μωροφιλοδοξία και καπιταλιστικό βίτσιο για αναπαραγωγή οικονομικών μονάδων η διάκριση σε άντρα και γυναίκα. Απολίτιστες κοινωνίες το έχουν υπερβεί προ αιώνων. Το Ηλιόνα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια από πάνω του, ενώ το Παντρίτ δεν θέλει ούτε να το ξέρει.
Το Ηλιόνα χαϊδεύοντας την πλάτη και τα χέρια του Σεβάλιο, το προσεγγίζει ερωτικά. Δεν θα ήταν άλλωστε η πρώτη φορά. Ούτε η δεύτερη, ούτε η τρίτη. Όμως ο κρυφός πόθος του Σεβάλιο είναι το Παντρίτ, και στην πρόταση του Ηλιόνα να έρθει πιο μετά από το δωμάτιό τους, θα λάμψει το πρόσωπό του, τα μάτια του θα βγάλουν σπίθες και το Παντρίτ θα έβαζε στοίχημα ότι του ψιλοσηκώθηκε.
Δίνουν ραντεβού στις εννέα και στις εννέα ακριβώς το Σεβάλιο χτυπάει την πόρτα του δωματίου τους. Απτόητο ξεκινάει πάλι να αγορεύει περί δικαίων κι αδίκων μέχρι που το Ηλιόνα θα το πιάσει από το λαιμό και θα χώσει τη γλώσσα στο στόμα του. Το Σεβάλιο κάνει νόημα στο Παντρίτ να έρθει κοντά τους, όμως εκείνο κατευθύνεται προς την άλλη πλευρά και άσπρο σαν πανί ξεκινά να ξερνάει γεμίζοντας τη μοκέτα με πηχτό μαύρο αίμα.
Το Ηλιόνα τρέχει προς το Παντρίτ, όμως εκείνο εκτός εαυτού τσιρίζει ότι δεν θέλει να είναι ουδέτερο και ότι θέλει να του αναγνωρίσουν την γυναικεία του υπόσταση καθώς το σώμα τελικά έχει σημασία. Θα σταματήσει τα σκατοφάρμακα γιατί θέλει το αίμα του να βγαίνει από τη φυσική του έξοδο. Το Σεβάλιο του λέει ότι καταλαβαίνει την ταραχή του κι ότι είναι προτιμότερο να φύγει. Το Ηλιόνα συμφωνεί μαζί του και του λέει πως θα το συνοδεύσει στο δωμάτιό του.
Κλείνουν την πόρτα του δωματίου κι αφήνουν το Παντρίτ μόνο του. Από το μυαλό του Παντρίτ περνάει μια διαφορετική εξέλιξη της βραδιάς. Ανένδοτα τα άλλα δύο, ότι το σώμα δεν έχει καμία σημασία, και ότι όλοι είναι ουδέτερα, του φιμώνουν το στόμα για να σταματήσει να ξερνάει. Σε λίγα λεπτά το Παντρίτ πεθαίνει από ασφυξία.
Να μια ωραία ανατροπή σκέφτεται το Παντρίτ. Ίσως να ταιριάζει περισσότερο στο δικό του ρόλο. Ίσως το Ηλιόνα να μπορούσε να διεκδικήσει αποζημίωση όπως η Φύλις. Ίσως το Σεβάλιο να μην πηδιόταν απόψε με το Ηλιόνα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, το Παντρίτ ήταν σίγουρο ότι ταιριάζει με τον καιρό.
Charlotte Salomon
Μαίρη Γ. Πράσατζη
Αθήνα – Θεσσαλονίκη
Οι άδειοι δρόμοι καταπίνουν τα χιλιόμετρα πεινασμένα.
«Προσοχή κινούμενο ζώο, ύψος Σχηματαρίου».Η φωτεινή ένδειξη αιχμαλωτίζει κατευθείαν το βλέμμα του Γεράσιμου. Τον διαπερνά μια γνωστή μυρωδιά κολώνιας από το πίσω κάθισμα.
«Φοράτε όλοι τις μάσκες σας, παρακαλώ, σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού» ακούει τον οδηγό του λεωφορείου. Κάποιος βήχει. Τον κοιτάζουν με καχυποψία οι διπλανοί του.
«Μήπως έχει κόβιντ;» αναρωτιούνται. Κάτι λέει στο τηλέφωνο ο οδηγός. Μυρίζει αντισηπτικό. Οι περισσότεροι ασχολούνται με τα κινητά τους.
Τελευταία στιγμή, πριν ξεκινήσει για τον Κηφισό, ο Γεράσιμος θυμήθηκε να τοπάρει μαζί του από την καμπίνα. Έβαλε το μπουκάλι με το νερό μέσα στο σακίδιο κι ένα πακέτο μπισκότα. Έφυγε τόσο βιαστικά από το νησί, μετά το τηλεφώνημα! Ίσα που έριξε μερικά ρούχα μέσα στο σάκο. Ευτυχώς πρόλαβε το λεωφορείο, που έφευγε εκείνη την ώρα. Δεν είχε καιρό για χάσιμο. Οι γιατροί ήταν ξεκάθαροι, όταν μίλησαν για κρίσιμη κατάσταση στην Αλέκα.
«Γεράσιμε δεν είναι καλά ο πατέρας» του είπε στο χθεσινό της τηλεφώνημα, «τον έφερα σήμερα στα επείγοντα και τώρα γίνεται εισαγωγή. Έχει κόβιντ».
Παρά την ταραχή της, η αδερφή του έδειχνε ψύχραιμη.
«Οδηγώ στη βροχή – Μειώνω ταχύτητα – Αυξάνω αποστάσεις» τους ενημερώνει μια νέα ένδειξη.
Έχει ερημιά στους δρόμους. Το πιο πολύ συναντούν κανένα περιπολικό, που ελέγχει για παραβάτες. Έφτασαν στα διόδια. Η βροχή δυνάμωσε. Ο οδηγός άνοιξε τους υαλοκαθαριστήρες. Ακούγεται το σύρσιμο από τις ρόδες πάνω στον βρεγμένο δρόμο. Τώρα το γκρίζο απλώθηκε παντού, δύσκολα διακρίνονται από μακριά τα βουνά και οι εικόνες τρέχουν από το παράθυρο. Ακούγεται η βροχή πάνω στα τζάμια, το βουητό της μηχανής, τα καψουροτράγουδα που επιμένουν.
«Κυκλοφορία πολιτών μόνο με άδεια». Δηλώνουν οι υποδείξεις με φωτεινά γράμματα. Ξετρύπωσε από το πουθενά ο ήλιος. Το τοπίο αλλάζει και η μουσική ξεπετάγεται πιο χαρούμενη, μέσα από το βουητό της μηχανής. Τώρα δίπλα τους η θάλασσα, ένα γκρίζο που διακόπτεται από το σκούρο του ουρανού και σχηματίζει ένα πρόσωπο, που τον κοιτάει μʼ ένα μεγάλο μάτι. Τώρα η βροχή σχηματίζει αυλάκια και δύο τόξα πάνω στο παρμπρίζ, που στην αρχή γίνεται ανάγλυφο και ύστερα με μια κίνηση καθαρίζει, και πάλι από την αρχή.
Ακούγεται ο οδηγός, που μιλάει στο τηλέφωνο.
«Δύσκολα» λέει, «είναι καλά ο…, έχεις ακούσει για τον άλλον…, τι γίνεται; Ναι… Ναι… Μάλιστα… Δεν πρόλαβε να αποχαιρετήσει τον πατέρα του, μου είπε. Ναι, του είπε “γειά” έξω από το νοσοκομείο και σε τρεις μέρες τον κήδεψαν. Ναι ρε Γιώργο. Ναι, θα τα πούμε».
Σταμάτησε να βρέχει. Έγινε σκληρό το τοπίο. Ίσως η βροχή, που τα σκεπάζει όλα, ήταν μια λύση.
«Είκοσι λεπτά στάση» ανακοινώνει ο οδηγός έξω από τη Λαμία.
Στάση πρώτη
Μια ησυχία στενάχωρη απλώνεται από τη μια άκρη της αλάνας, μπροστά από το εστιατόριο, μέχρι το βενζινάδικο από την άλλη πλευρά.
«Έχουμε ακόμα δρόμο για Θεσσαλονίκη» απάντησε κλείνοντας το κινητό ο Γεράσιμος. Ήταν η Αλέκα, η αδερφή του, που τον ενημέρωσε, ταραγμένη, για την επιδείνωση της υγείας του πατέρα τους.
Σταμάτησε η βροχή. Τρία μικρά κουτάβια τριγυρνάνε νηστικά και φοβισμένα στον περίβολο. Κάποιος τους ρίχνει μικρές μπουκιές τοστ κι αυτά διστακτικά πλησιάζουν. Βγαίνουν οι μάσκες για μια ανάσα. Κρατάνε τις αποστάσεις ο ένας από τον άλλον. Κάποιοι κατευθύνονται στις τουαλέτες. Άλλοι να πάρουν καφέ στο χέρι. Ο αέρας έφερε στον Γεράσιμο τη γνώριμη μυρωδιά της κολώνιας, που είχε γίνει σχεδόν ένα με την όσφρησή του, καθώς τον προσπέρασε βιαστικά στο άνοιγμα της πόρτας και κατευθύνθηκε στο μπαρ του εστιατορίου.
«Γειά σας, έναν καφέ θα ήθελα».
Η υπάλληλος εκείνη τη στιγμή, πίσω από τον πάγκο, πρόσθετε αφρόγαλα σε έναν καπουτσίνο για τον προηγούμενο πελάτη:
«Τρία ευρώ παρακαλώ, περάστε δίπλα».
Η κοπέλα στάθηκε μπροστά της περιμένοντας. Είχε χωμένα τα χέρια της μέσα στο μάλλινο μπεζ παλτό. Βγαίνοντας από το λεωφορείο το φόρεσε βιαστικά, πάνω από το χοντρό λευκό πουλόβερ και το τζιν παντελόνι με τα ξεβάματα. Είχε βγάλει αέρα και τα μαύρα της μαλλιά, που κατέβαιναν στους ώμους της, τώρα είχαν μπερδευτεί μισά έξω και μισά μέσα από τον γιακά. Μύριζε ψημένο καφέ και λαδωμένη τυρόπιτα.
«Νες με γάλα, μέτριο παρακαλώ» συμπλήρωσε. Έβγαλε από τη τσέπη της τα ψιλά, που κουδούνιζαν σε κάθε λίκνισμα του ρούχου, και μια πάνινη θήκη με καπνό για να στρίψει ένα τσιγάρο.
Ο Γεράσιμος, που περίμενε τη σειρά του σχεδόν δίπλα της, την παρατηρούσε αδιάφορα. Τα χέρια της, που ακουμπούσαν στην άκρη του πάγκου, χτυπούσαν ελαφρά με τα δάχτυλα, προκαλώντας έναν ανεπαίσθητο ήχο σαν να έπαιζε μέσα της χαμηλόφωνα μια μελωδία.
Την στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνό της ακούμπησε τον καπνό πάνω στον πάγκο κι έχωσε το χέρι μέσα στην τσέπη, ενώ έπιανε με το άλλο τον καφέ. Κοίταξε το τηλέφωνο, χωρίς να απαντήσει στην κλήση. Το έχωσε στην τσέπη της ξανά, αναστατωμένη.
Πλήρωσε τον καφέ και κατευθύνθηκε σε ένα τραπέζι έξω στον περιφραγμένο χώρο, που χώριζε ένα διάφανο παραπέτασμα για να κόβει τον αέρα. Ο Γεράσιμος την πλησίασε και ακούμπησε τη θήκη με τον καπνό δίπλα στον καφέ της.
«Να υποθέσω πως, χωρίς αυτά δεν λέει και πολλά ο καφές».
Γύρισε και τον κοίταξε. Τη στιγμή που του χαμογέλασε σχηματίστηκαν δύο λακκάκια στα μάγουλά της, που ρόδισαν κατευθείαν, επειδή ένιωσε αμήχανα κι αυτό την έκανε να ντραπεί ακόμα περισσότερο. Παρατήρησε τα μάτια του.
«Μπλε ή πράσινα;» αναρωτήθηκε.
«Τι αφηρημένη…» μονολόγησε, «ευχαριστώ πολύ!»
Εκείνος είχε βγάλει τη μάσκα του από πριν για να καπνίσει, όπως και εκείνη, διατηρώντας, ωστόσο, τις αποστάσεις.
«Γεράσιμος» της απευθύνθηκε.
«Χάρηκα, Κάτια» του απάντησε πίνοντας μια μεγάλη γουλιά καφέ. Φαινόταν συμπαθητικός, γύρω στα πενήντα, αν έκρινε από τους γκρίζους κροτάφους του. Κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα είχε αντίρρηση να τον γνωρίσει καλύτερα.
«Αθήνα – Σέρρες – Δράμα αναχωρεί» ακούστηκε από μέσα.
«Μάλλον φεύγουμε» του είπε και πήρε στα χέρια της τη θήκη με τον καπνό.
Στο ραδιόφωνο παίζουν χαμηλόφωνα διαφημίσεις. Το ρυθμικό ταρακούνημα στο λεωφορείο ξαναρχίζει. Σταματάνε στα διόδια. Δυο μαυροπούλια διασχίζουν τον ουρανό πετώντας χαμηλά είναι που θα βρέξει πάλι. Ο οδηγός θυμήθηκε το ραδιόφωνο. Ψάχνει σταθμούς. Η ένταση στο εικοσιπέντε. Παίζει με τους σταθμούς. Και ακούγονται δυο λόγια απροσδιόριστα απʼ το τραγούδι κι ύστερα πάλι παράσιτα. Βάζει ξανά αντισηπτικό στα χέρια του. Θέλει να διορθώσει τη μάσκα στο πρόσωπό του, που τον ενοχλεί.
Μπροστά, πάλι δρόμος κι ελιές μέχρι τη θάλασσα -ένα μεγάλο πράσινο, που γίνεται θάλασσα μετά και μπλε βουνά, και ουρανός με γαλάζια και λευκά σύννεφα.
Ο οδηγός βγάζει τη μάσκα που και που, για να ρουφήξει λίγο από τον καφέ, που πήρε στο χέρι πριν από τη στάση -τον βλέπει στον καθρέφτη. Από τις πίσω θέσεις ακούγονται παιδικές κουβέντες. Μια νταλίκα τους προσπερνά. Ο δρόμος στενεύει με κώνους, που ακολουθούν για κάποια χιλιόμετρα, κι ύστερα πάλι ανοίγει και προσπερνάνε τη νταλίκα.
Η θάλασσα κόβει την ανάσα, έτσι όπως πετάγεται ξαφνικά σε μια στροφή -πράσινη και τα βουνά μπλε, και πάνω ο ουρανός. Χίλια χρώματα πάνω στα φύλλα. Μικρά σπιτάκια ξετρυπώνουν και αιφνιδιάζουν το βλέμμα, ώσπου τα ψηλά δέντρα κρύβουν τον ορίζοντα. Άδειος ο δρόμος στα διόδια, περνάνε. Πιο κάτω ένα περιπολικό.
«Κοντεύουμε στη Λάρισα» ακούει τον οδηγό.
«Εσύ έκανες το τεστ;» συνεχίζει.
«… Α … εντάξει… ναι… μάλιστα» Ύστερα η φωνή γίνεται μουρμουρητό, που μπερδεύεται με τα ρυθμικά σκαμπανεβάσματα του λεωφορείου, κι ύστερα τίποτα.
Στάση δεύτερη
Τα κορίτσια των μεταναστών παίζουν κρυφτό, κλείνουν τα μάτια και μετράνε:
«Ουαάχιντ, ιθνάαν,θαλάαθα» γελάνε ανυποψίαστα και τρέχουν στην αλάνα, έξω από το εστιατόριο στη Λάρισα, που σταμάτησαν για «στάση είκοσι λεπτών». Περιμένουν σε απόσταση. Διάσπαρτοι. Φοράνε μάσκες παντού -τις βγάζουν για λίγο στα κλεφτά, για μια ανάσα, ένα τσιγάρο ή μια γουλιά καφέ.
Η Κάτια μιλάει ασταμάτητα στο τηλέφωνο -πότε έντονα, πότε ψιθυριστά. Ανάβει τα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο, χωρίς να τα τελειώνει.
Ο Γεράσιμος στέκεται κοντά στη σκάλα και την παρατηρεί. Την βλέπει να πηγαινοέρχεται μπροστά απʼ τις αραδιασμένες γλάστρες με τους κάκτους, μέχρι που εκείνη μπαίνει στο κτίριο βιαστικά. Μια φωνή ανακοινώνει την αναχώρηση του λεωφορείου.
Πριν ξεκινήσει, ο οδηγός κάνει τον έλεγχο. Αρχίζει το μέτρημα από μπροστά, φτάνει μέχρι πίσω και ξαναγυρίζει.
«Συγγνώμη…» του απευθύνεται ο Γεράσιμος, «λείπει η κοπέλα που καθόταν πίσω μου».
«Αποφάσισε να επιστρέψει στην Αθήνα» του εξηγεί, «έφυγε πριν λίγο με της Θεσσαλονίκης».
«Είμαστε έξω από την Κατερίνη» ακούει τον οδηγό.
Παρατηρεί τους μεγάλους δρόμους με τις φυλλωσιές εκατέρωθεν, πιο κάτω η θάλασσα -η Σκοτίνα και η θάλασσα. Ένα ξεχασμένο τραγούδι αγκομαχάει ακόμα στο ραδιόφωνο. Τοπία μαγικά, με εικόνες από πεύκα και κιτρινισμένα δέντρα, λογής – λογής, που εναλλάσσονται.
Ο Γεράσιμος κοιτάει χωρίς να σκέφτεται. Την τελευταία φορά που χτύπησε το κινητό, ήταν η Αλέκα με φωνή πνιγμένη από τους λυγμούς.
«Έφυγε Γεράσιμε… έφυγε ο πατέρας».
Κι αυτός μόνο άκουγε με την ψυχή μουδιασμένη. Η Αλέκα εξακολουθούσε να του μιλάει, «σαν τα σκουπίδια Γεράσιμε… σφραγισμένος μέσα στη σακούλα…» ώσπου έσβησε η φωνή της και ξέσπασε σε κλάματα, και τότε έπαψε να ακούει κι έκλαψε μαζί της. Σώπασαν και οι μουσικές και τα παιδιά και η βροχή.
Μπήκαν στη Θεσσαλονίκη. Διασχίζουν τη γέφυρα και ύστερα τα φανάρια. Αναζητά τριγύρω με το βλέμμα -έρημη πόλη. Άρχισε να πέφτει η νύχτα κι όλα μαζί τού φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Ένας ποδηλάτης διασχίζει το δρόμο. Μια γυναίκα προχωράει με τον σκύλο της. Πληθαίνουν τα αυτοκίνητα οικεία εικόνα που κάπως τον παρηγορεί. Ανάβουν σιγά σιγά τα φώτα -κάποιες μαρκίζες με διαφημίσεις.
«Πού πήγαν όλοι; » αναρωτιέται.
Κοιτάζει μέσα απʼ το παράθυρο την εικόνα της μαυροφορεμένης Αλέκας, που τον περιμένει στη στάση -τον ψάχνει με το βλέμμα. Κι όσο πλησιάζει πιο κοντά, το στομάχι του δένεται κόμπος, «τι μας απέμεινε;» αναρωτιέται, «έναν τόπο γυρεύουμε όλοι να κρυφτούμε. Ένα όνειρο να πιαστούμε ξανά για νʼ αντέξουμε» συλλογίζεται, καθώς ετοιμάζεται να κατέβει, πιάνοντας από το διπλανό κάθισμα το σακίδιό του.
Λεωνίδας Τούρλας
Έχει ο Θεός για όλους
Ο χρόνος στο δωμάτιο 712, στον έβδομο όροφο του ογκολογικού νοσοκομείου, κυλάει βασανιστικά αργά. Η Ειρήνη, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, παρακολουθεί από τη μισάνοιχτη πόρτα τις νοσοκόμες και τους επισκέπτες που περνούν με γλυκά και λουλούδια στα χέρια. Ρίχνει κάθε τόσο ματιές στο ρολόι στον τοίχο απέναντι. Στην ησυχία που επικρατεί, ακούει τον ήχο του δείκτη των δευτερολέπτων που κινείται ασταμάτητα.
Τικ – τικ- τικ – τικ – τικ – τικ.
Θυμάται το ρολόι της κουζίνας του σπιτιού τους. Το ρυθμό του πρωινού. Το άγχος να προλάβουν. Τα αγόρια ετοιμάζονται για το σχολείο τους, ενώ εκείνη και ο Κώστας, ο άντρας της, ξέρουν ότι έχουν μπροστά τους άλλη μια κουραστική μέρα στη δουλειά. Χωρίς πολλές κουβέντες. Χρόνος δεν υπάρχει.
Τικ – τικ- τικ – τικ- τικ – τικ.
«Καλησπέρα ! Τι κάνει το κορίτσι μου; » λέει μπαίνοντας στο δωμάτιο ο Κώστας. Τη φιλάει στο μέτωπο. Το πρόσωπό της πενηνταπεντάχρονης γυναίκας είναι ωχρό και έχει σκούρες σακούλες κάτω από τα μάτια. Τα μαύρα, βαμμένα μαλλιά της κάνουν έντονη αντίθεση με τα λευκά μαξιλάρια.
« Αντέχω», λέει χαμηλόφωνα.
Ο άντρας τραβάει μια καρέκλα κοντά στο κρεβάτι της και κάθεται. Της χαϊδεύει τα χέρια και παρατηρεί τις άσχημες μελανιές από τον ορό.
«Δείχνεις καλύτερα…» λέει ψέματα. «Μπόρεσες να κοιμηθείς;»
«Ήμουν λίγο ανήσυχη.»
Συνεχίζει να πονάει, αλλά το κρύβει.
«Κανένα νέο από τα παιδιά;» αλλάζει κουβέντα.
«Ο μικρός τηλεφώνησε το μεσημέρι. Του είπα πως δε βρέθηκε κάτι το ανησυχητικό».
Ο μικρότερος γιος τους, τελειώνει το διδακτορικό στο Λονδίνο. Δεν έχει μάθει όλη την αλήθεια για την πορεία της ασθένειας. Συμφώνησαν πως είναι καλύτερα να μη τον αναστατώσουν πάλι.
«Ο Γιάννης ;»
«Μιλήσαμε χθες. Θα έρθει από τη Ρόδο, για τις διακοπές των Χριστουγέννων, όταν κλείσουν τα σχολεία». Δουλεύει φέτος εκεί ως αναπληρωτής δάσκαλος.
Η γυναίκα βήχει. «Είδες το γιατρό;», ρωτάει.
«Έλειπε. Αύριο ίσως.» Της σφίγγει ανήσυχος το χέρι.
«Μήπως και μάθουμε επιτέλους πόσο θα με κρατήσουν μέσα αυτή τη φορά.»
«Θα μας ενημερώσει τη Δευτέρα. Πρέπει να περιμένουμε τα αποτελέσματα των νέων εξετάσεων.»
Τικ – τικ- τικ – τικ – τικ – τικ.
Ο χρόνος κυλάει αδυσώπητα. Τα παιδιά έχουν γίνει άντρες. Σε λίγους μήνες η οικογένεια θα αποκτήσει το πρώτο εγγόνι. Ο Κώστας είναι πια επιτυχημένος μηχανικός. Κερδίζει αρκετά χρήματα, αλλά δεν έχει ελεύθερο χρόνο να τα ξοδέψει. Κοιτάει το πρόσωπό του στον καθρέφτη που ξυρίζεται. Οι ρυτίδες προδίδουν την ηλικία του και τη φθορά που έρχεται. Γιατί τα ρολόγια να δουλεύουν συνεχώς ;
Τικ – τικ – τικ – τικ- τικ – τικ.
Τα βλέφαρα της γυναίκας είναι κλειστά. Το στόμα της έχει μείνει μισάνοιχτο. Μοιάζει να είναι νεκρή.
«Δεν κουράστηκες;» τον ρωτάει κάποια στιγμή, χωρίς ν΄ ανοίξει τα μάτια της.
«Όχι… καθόλου… Πάντα μου άρεσε να σε κοιτάζω.»
«Δεν είναι ωραίο να με βλέπεις στο νοσοκομείο. Είναι τόσο θλιβερό.»
«Ανοησίες.»
Τικ – τικ – τικ – τικ- τικ – τικ.
Η Ειρήνη προσπαθεί να ταχτοποιήσει το κεφάλι της στα μαξιλάρια. Μια γκριμάτσα πόνου της ξεφεύγει. Ανοίγει τα μάτια.
«Φύγε αγάπη μου, φαίνεσαι κουρασμένος»
«Ναι, δεν κοιμήθηκα χθες βράδυ».
Ο άντρας σηκώνεται και κάνει μερικές κινήσεις για να ξεμουδιάσει τα πόδια του.
«Θα έρθω όμως αύριο το πρωί».
«Δεν χρειάζεται να ΄ρθεις από τα χαράματα. Σάββατο είναι. Κοιμήσου εσύ τουλάχιστον. Λες να φύγω; »
Χαμογελάει σαν παιδί. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ήταν παιδί. Σφίγγει το χέρι του άντρα της αδύναμα.
«Πήγαινε, αγάπη μου», λέει. « Έχει ο Θεός για όλους.»
Ο Κώστας σκύβει και τη φιλάει στο μέτωπο. Ο πυρετός της έχει ανέβει πάλι.
«Θα σε δω αύριο». Την αποχαιρετά και βγαίνει στους θλιμμένους διαδρόμους του νοσοκομείου.
Η γυναίκα στο δωμάτιο 712 έχει τα μάτια κλειστά. Αφήνει τα δάκρυά της να κυλήσουν.
Ο Κώστας κατευθύνεται, σέρνοντας σχεδόν τα πόδια, προς το αυτοκίνητό του στο βυθισμένο στο μισοσκόταδο πάρκινγκ. Ανοίγει την πόρτα. Γυρίζει και κοιτάει το νοσοκομείο… επιβλητικό κτίριο, κατάφωτο, αλλά μυρίζει φόβο.
Μπαίνει και κάθεται στην θέση του οδηγού. Σκύβει, παίρνει από το ντουλαπάκι ένα κινητό τηλέφωνο. Βρίσκει και καλεί μια επαφή.
«Πού είσαι; Περίμενα να μου τηλεφωνήσεις», ακούγεται μια γυναικεία φωνή.
«Στο νοσοκομείο… Τώρα φεύγω.»
«Πώς είναι;»
«Τα ίδια. Ποιος πραγματικά ξέρει;»
«Να σε περιμένω; Καλά περάσαμε χθες».
Ο άνδρας μένει για λίγο αμίλητος. Σκέφτεται το άδειο σπίτι του, την εκκωφαντική σιωπή.
«…..Εντάξει ….Θα έρθω », λέει τελικά.
Βάζει μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου. Αναστενάζει.« Έχει ο Θεός για όλους», μονολογεί.
20 ΔΕΚ 2010
Θοδωρής Ι Τσάκωνας
Μαύρο, σχεδόν φωτεινό
Αιωρείτο σκυφτός κοντά στην κουπαστή της γέφυρας, πάνω από το στένεμα της θάλασσας. Στην άκρη, εκεί που λίγο καιρό πριν στέκονταν αγκαλιασμένοι μαζί. Κοίταζε πότε τα δέντρα στις όχθες και πότε το σκοτεινό τους αντιφέγγισμα πάνω στο νερό. Τις μακρόστενες σκιές τους που με μια αργόσυρτη ακινησία ακολουθούσαν πιστά τη ροή του. Τις παρακολουθούσε χαμένος καθώς το φως κρυβόταν ακόμη περισσότερο πίσω τους. Το φως που λίγες ώρες πριν τον έλουζε ολόκορμο και που αντί να τον λυτρώνει τον τρόμαζε. Κάθε φορά που γύρναγε πίσω του κοιτάζοντας τον εαυτό του μια τεράστια μαύρη σκιά. Να του δείχνει το μέσα, έξω του. Ένας μαύρος εαυτός, διπλάσιος από τον ίδιο. Πεσμένος κατάχαμα, δεμένος στις πατούσες του, να σέρνεται.
Και να που τώρα εκείνη η σκιά λιγόστευε και βάραινε κι άλλο. Μίκραινε σχεδόν τον εγκατέλειπε η εικόνα της, καθώς το φως χαμήλωσε. Τη στιγμή που έσβηνε το ένοιωσε σα μια βίαιη διείσδυση, μια εισβολή μέσα στο σώμα του. Μια μαύρη νύχτα σαρκοφάγο θεριό, που σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ξέσκισε τα σπλάχνα και χίμηξε μέσα του κατασπαράζοντας τα τελευταία απομεινάρια φωτός. Ώσπου όταν σαν να καταλάγιασε, το ένοιωσε χορτάτο να βαραίνει και να κουρνιάζει με μια αναιδή ραθυμία μέσα του.
Περπάτησε τη γέφυρα και έφτασε στην απέναντι άκρη της. Στο φως μιας γυάλινης λάμπας, πεταλούδες της νύχτας χόρευαν τυφλά. Άλλες γύρω της και άλλες ορμούσαν καταπάνω στο φως της.
Σαν κάτι να καλούσε και εκείνον κοντά της, πλησίασε υπάκουα τον φανοστάτη. Ασυναίσθητα σχεδόν τον αγκάλιασε. «Πόσο του έλειπε η αγκαλιά της». Με το βλέμμα στο φως, χωρίς άλλη σκέψη, τύλιξε τα πόδια του στον στύλο όπως έκανε μικρός, σκαρφάλωσε και πλησίασε το πρόσωπό του στη λάμπα.
Το χνώτο της τον ζέσταινε!
Με ένα επιπόλαιο κράτημα αναζήτησε μια πιο σφιχτή αγκαλιά.
Η λάμπα τρεμόπαιξε.
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα καθώς φοβήθηκε για μια στιγμή πως θα σβήσει. Αυτό που αισθανόταν δεν ήθελε να το χάσει.
Δεν έβλεπε, δεν άκουγε δεν ζητούσε τίποτε.
Αισθάνθηκε ένα ρίγος λυτρωτικό να τον διαπερνά, καθώς η λάμπα τρεμόπαιξε σβήνοντας.
Για μια μόλις στιγμή άκουσε ένα βουητό και ένοιωσε την ισχυρή δόνηση της ηλεκτρικής εκκένωσης.
Ολοφώτεινος βούτηξε στο σκοτάδι.
Ηλίας Χαραλαμπόπουλος
Το Κουβερλί
Το δωμάτιο ήταν όπως το περίμενε. Λιτό. Άσπρο μουντό χρώμα στους τοίχους, φτηνές κορνίζες με τουριστικές φωτογραφίες από εξωτικούς παραδείσους. Βαριές κόκκινες κουρτίνες εμπόδιζαν τη θέα σε έναν βρώμικο ακάλυπτο. Συνδυάζονταν άψογα με κόκκινα κουβερλί, στρατιωτικά διπλωμένα επάνω στα δυο ενωμένα κρεβάτια του δωματίου. Δίκλινο δωμάτιο ξενοδοχείου, επαρχιακής πόλης. Τα κρεβάτια δίπλα-δίπλα, ζευγάρι γερόντων από χρόνια ανέραστο. Ποτέ ένα διπλό κρεβάτι, πάντα δυο ενωμένα, εκτός αν ειδικά ζητηθεί από τη ρεσεψιόν.
Θυμήθηκε εκείνον τον ξενοδόχο, πολλά χρόνια πριν, σε ένα νησί. Νέος και ερωτευμένος. Απαιτούσε κατηγορηματικά να του αλλάξουν δωμάτιο, χρειαζόταν ένα με διπλό κρεβάτι. Ο ξενοδόχος, πονηρά, του έκλεισε το μάτι, λέγοντας «Μην κάνετε έτσι. Καλύψτε τη σχισμή με το κουβερλί».
Ευτυχώς, σήμερα δεν είχε να σκεφτεί τέτοια προβλήματα. Θα κοιμόταν μόνος. Ένα βράδυ και θα έφευγε. Είχε περάσει όμως πολύς καιρός από τότε που μπορούσε να κοιμάται μόνος. Ήταν εθισμένος πια, στη ρυθμική ανάσα της γυναίκας του.
Ξεντύθηκε και άπλωσε με προσοχή τα ρούχα του στη μια από τις δύο καρέκλες. Δίπλα το τραπεζάκι, με το σταχτοδοχείο και τα σπίρτα με το όνομα του ξενοδοχείου.
Τράβηξε τις κουβέρτες και ξάπλωσε. Σκεπάστηκε καλά μέχρι το στήθος και έσβησε το φως από το κομοδίνο δίπλα του.
Σταύρωσε τα χέρια του και περίμενε. Ανάσκελα. Στο σκοτάδι. Όμως ο ύπνος δεν ερχόταν, παρόλο που ένιωθε τόσο κουρασμένος. Του έλειπε κάτι, η ανθρώπινη ανάσα δίπλα του. Και περίμενε.
Ξαφνικά στη μέση της νύχτας, αφού απελπίστηκε πια ότιδεν θα κοιμόταν, πετάχτηκε όρθιος, άναψε το φως και τράβηξε από το διπλανό κρεβάτι το κόκκινο κουβερλί. Άρχισε να το διπλώνει. Σαν γλύπτης που απροσδόκητα τον επισκέφτηκε η Μούσα, πάσχιζε να του δώσει μορφή. Το παραγέμισε με σεντόνια, τραβούσε από εδώ, τέντωνε από εκεί. Στο τέλος έμοιαζε σαν κάποιος να κοιμάται. Με τα πόδια λυγισμένα και ενωμένα στο πλάι, τον κορμό ελαφρά σκυφτό προς τα εμπρός και το ένα χέρι τεντωμένο. Είχε ιδρώσει. Το κοίταξε με ευχαρίστηση. Με προσοχή έβαλε το μαξιλάρι κάτω από το κουβερλί, στην άκρη του, εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεται το πρόσωπο. Ξάπλωσε στη μεριά του, προσεχτικά, μήπως και ενοχλήσει˙ έκλεισε το φως. Ανακουφισμένος, ύστερα από λίγο μπόρεσε ν’ αποκοιμηθεί. Κάποιος, ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος, κοιμόταν δίπλα του.
Charlotte Salomon