Το βιβλίο των Τσενγκί είναι ένα από τα έργα του ποιητή Φαζίλ Μπιν Ταχίρ που γεννήθηκε στην Παλαιστίνη το 1757 και πέθανε, τυφλός, φτωχός και εξαθλιωμένος στην Κωνσταντινούπολη το 1810. Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση αποτελούμενη από τέσσερα διαδοχικά μέρη καθένα από τα οποία συντίθεται από τετράστιχες στροφές που υμνούν το κάλλος και τη χάρη των νεαρών αγοριών, των τσενγκί, που χόρευαν προς τέρψη και ευχαρίστηση των σουλτάνων στην Υψηλή Πύλη. Η παράδοση αυτή δημιουργήθηκε το 1600 περίπου και έφτασε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε και θεωρήθηκε ασύμβατη με την πορεία προς την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό στην οποία είχε ήδη αρχίσει να μπαίνει η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όλες οι παραπάνω πληροφορίες παρατίθενται στον πολύ κατατοπιστικό πρόλογο που συνέταξε η ποιήτρια Σοφία Διονυσοπούλου η οποία μετέφρασε το ποίημα από τα οθωμανικά και το παραδίδει στον σύγχρονο αναγνώστη προκειμένου αυτός να μπορέσει να έρθει σε επαφή και να εκτιμήσει όχι μόνο την τέχνη μιας παρελθούσης οριστικά εποχής, αλλά και μια διαφορετική ποιητική παράδοση, αυτήν της Ανατολής, που εγκιβωτίζει και διασώζει στοιχεία της ιστορίας, του πολιτισμού, των ηθών μιας κοινωνίας η οποία, αν και γειτνιάζει με την ελληνική, παραμένει σε κάποιον τουλάχιστον βαθμό, μια άγνωστη χώρα.
Η πρώτη επαφή με το ποίημα φέρνει τον αναγνώστη σε επαφή με ένα απολαυστικό, σπαρταριστό ανάγνωσμα που, με τη δύναμη και τη δυναμική των περιγραφών του, τον κάνει να μεταφερθεί στο οθωμανικό παλάτι και να ζωντανέψει μπροστά του τις μορφές των νεαρών χορευτών που επιδίδονται σε αυτό το θέαμα, το θέατρο του έρωτα και της ζωής το οποίο, κατά τον ποιητή, φαίνεται να φέρει έντονη επάνω του τη σφραγίδα της θεϊκής ευλογίας. Το στοιχείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία και ξεχωριστό ενδιαφέρον στο μέτρο και στο βαθμό που ανάγει και εναποθέτει την αρχή της λογοτεχνικής δημιουργίας, του ύμνου αυτού στην ομορφιά των τσενγκί, σε μια θεϊκή αρχή, σε μια ανώτερη δύναμη, τον Αλλάχ εν προκειμένω, όπως ακριβώς το θέλησε και το προέκρινε η ποίηση στην πρώτη της εκκίνηση, στα Ομηρικά έπη όπου, εν είδει αρχετύπου, η επίκληση στο θεϊκό στοιχείο στέκει στην απαρχή της δημιουργίας. Θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί και να υποθέσει ότι ο ανατολίτης ποιητής επικαλείται τον Θεό για να μπορέσει να ισορροπήσει, να καθαγιάσει και να απενοχοποιήσει το περιεχόμενο και ό, τι αποτελεί την πρώτη ύλη του ποιήματός του, στην πραγματικότητα όμως μάλλον πρόκειται για ένα σχήμα, γνωστό και επαναλαμβανόμενο στην ποίηση των παλαιότερων εποχών, σύμφωνα με το οποίο η αναφορά στο θείο και η εναπόθεση της δημιουργίας κάτω από τη σκέπη του αποτελούσε αναπόσπαστο στάδιο της συγγραφής: Ο βασιλιάς της κτίσης ας είναι δοξασμένος/ Κι όλου του κόσμου ο άρχοντας αυτός ο τιμημένος/ Που τη γητειά του κάλλους, τα πάθη του έρωτα ευλογεί/ Και με σοφία περισσή τα φανερώνει ασμένως. Ξεκινώντας λοιπόν ο ποιητής από αυτή τη βάση και από αυτό το δεδομένο έρχεται ως υμνητής των νεαρών χορευτών για να πλέξει το εγκώμιο τους που είναι και εγκώμιο στον ίδιο τον έρωτα, κυρίως όμως στην κοινωνία που αυτός προϋποθέτει και τεχνουργεί. Γιατί αυτό που περιγράφεται εδώ ουσιαστικά είναι η ευρεία και εκτεταμένη ανθρώπινη συνεύρεση μέσα σε ένα κλίμα οργιαστικό, μέσα σε μια ατμόσφαιρα που εμποτίζεται από την ερωτική αύρα, από τις ερωτικές εκδηλώσεις που διαμορφώνουν μια ευρεία γκάμα που κυμαίνεται και ταλαντεύεται ανάμεσα στον θαυμασμό, στην οπτική επαφή με τα νεαρά αγόρια και το θάμβος που αυτή προκαλεί, και τον πόθο που καταλήγει στην πολιορκία, τη διεκδίκηση και την οριστική υποταγή στη μεγάλη δύναμη του ερωτικού ενστίκτου: Ένας κόσμος ολόκληρος στις ιαχές πνιγμένος/ Γίνηκε ο χαλβάς τουρσί, είν’ τώρα ξινισμένος/ Το πλήθος πια μολύνθηκε σαφώς από το μένος/ Για την αλάνα του έρωτα όπλα έχει ο καθείς.
Το βιβλίο αυτό, που αποτελεί στην πραγματικότητα έναν ύμνο στον έρωτα, παρόλο που αυτός εξατομικεύεται και συλλαμβάνεται σε καθεμιά από τις φυσιογνωμίες των νεαρών αγοριών, μπορεί να διαβαστεί σαν ένα μνημείο λόγου μιας αλλοτινής εποχής, ενός συγκεκριμένου ανθρώπινου ήθους που έχει οριστικά παρέλθει και εξοβελιστεί από τη νεότερη και σύγχρονη ανθρώπινη συνθήκη. Μπορεί όμως και να διαβαστεί υπό το πρίσμα ενός απόλυτα σύγχρονου έργου στο μέτρο και στο βαθμό που φέρνει την ποίηση πολύ πιο κοντά στις έννοιες, τις μεγάλες έννοιες του έρωτα και του Θεού, απομακρύνοντάς την από το καθεστώς της προσωπικής δημιουργίας, της απόλυτα σφραγισμένης και ανεξίτηλα σημαδεμένης από τη προσωπικότητα του δημιουργού σύγχρονης τέχνης. Γιατί αυτό το οποίο, στην πραγματικότητα, εκτιμά κανείς εδώ είναι η υπαγωγή του προσώπου του ποιητή, η υποταγή του θα έλεγε κανείς, στην τέχνη του που είναι ταυτόχρονα η τέχνη της ποίησης και της ίδιας της ζωής και η απομάκρυνσή του από το καθεστώς ή το κράτος της δικής του φυσιογνωμίας, της δικής του καλλιτεχνικής ταυτότητας που παραμένει να υπάρχει σε μια περιοχή από όπου δεν κραυγάζει την παρουσία του. Αντίθετα, αφήνει την τέχνη του να εξέλθει σε πρώτο πλάνο και να καταυγάσει από εκεί την αλήθεια και την ομορφιά της που στηρίζεται και προκύπτει από τον έρωτα προς την ανθρώπινη μορφή όταν αυτή βρίσκεται στην ακμή της, στη νεανική της ηλικία και φάση, έναν έρωτα που είναι ταυτόχρονα σαρκικός, είναι όμως ταυτόχρονα και πλατωνικός υπό την έννοια ότι προσλαμβάνει τον χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά μιας Ιδέας που σαρκώνεται σε διάφορες εκδοχές, σε διάφορες μορφές και μορφοποιήσεις της ανθρώπινης ουσίας και ύπαρξης.
* Φαζίλ Εντερουνί, Το βιβλίο των Τσενγκί. Μικρά άσματα για τις χάρες των νεαρών χορευτών, Μετάφραση από τα οθωμανικά: Σοφία Διονυσοπούλου, Το Ροδακιό, Αθήνα 2021.