Scroll Top

Αναβάσεις στο «Όρος Αιγάλεω» του Σωτήρη Παστάκα – Παρουσίαση από την Αριστέα Τσάντζου

   Ο Ξέρξης, βασιλιάς των Περσών, τοποθέτησε τον θρόνο του στο όρος Αιγάλεω, για να παρακολουθήσει τον βέβαιο θρίαμβο του στόλου του, αλλά τελικά, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, δεν επέβλεψε παρά την προσωπική του ήτταˑ την ήττα των Περσών στην Σαλαμίνα. Ο Σωτήρης Παστάκας με την συλλογή Όρος Αιγάλεω, ανεβαίνει ακόμα πιο ψηλά, στο ρετιρέ μιας οικοδομής στο Αιγάλεω, για να παρατηρήσει και να αναδείξει με την γραφή του, την ήττα μιας σπουδαίας ιστορικής πόλης και συγχρόνως, μέσα από ένα επίμονο πρωταγωνιστικό ποιητικό «εγώ», την ήττα του ανθρώπου μπροστά στο επερχόμενο γήρας και την επικείμενη σκέψη του θανάτου, από την τραγική διαπίστωση μιας «λάθος κτισμένης ζωής»:

Οι στιγμές φεύγουν
σαν οδικές αρτηρίες.
Διακλαδώνονται στον
ιστό της πόλης. Περνάν
διασταυρώσεις και γέφυρες,
σήραγγες και ποτάμια:
τα λάθη μου ακολούθησαν
πολύπλοκες διαδρομές
μια πορεία που μου είναι
αδύνατον να την επαναλάβω.
(π.25).
Ή αλλού:
Τα λάθη μου έκτισαν
μια πόλη ολόκληρη
σαν την Αθήνα.
Από δω ψηλά πικρή παρηγοριά
ν’ αντικρίζω μια Πόλη
που κτίστηκε λάθος
επί σειρά δεκαετιών.
Μια λάθος κτισμένη ζωή.
(π.26).
   Τα 47 ολιγόστιχα ποιήματα της συλλογής, συντάσσονται ως επί το πλείστο, γύρω από μια μοναδική μεταφορά, μια κεντρική ιδέα, που διερευνάται διαλεκτικά στα επόμενα ποιήματα, για να παραμείνει η ίδια ή να αλλάξει. Ο Σ.Παστάκας, ποιητής και ψυχίατρος, κατέχει το χάρισμα να διακρίνει αυτό που έχει σημασία, αυτό που προκαλεί πόνο, θλίψη ή απαισιοδοξία στο άνθρωπο και δεν διστάζει να το αναδείξει σε πρώτο πλάνο, με λέξεις διαυγείς και ξεκάθαρες, με τρόπο στωικό και καυστικό, ενίοτε ειρωνικό ή σαρκαστικό. Κι όμως, στο σύνολο, η γραφή του δεν αποτελεί παρά έναν ύμνο στη ζωή, στη νιότη, ακόμα και στα λάθη της νιότης ή τις προσδοκίες που δεν ανταμείφθηκαν.
   Οπωσδήποτε η ποιητική τέχνη του Σ.Παστάκα έχει την πρόθεση να αποτυπώσει τη φυσιογνωμία της Αθήνας στη συγκεκριμένη τρέχουσα ιστορική περίοδο. Το αστικό τοπίο, δεν αποτελεί όμως μόνο ντεκόρ ή διάκοσμο των ποιημάτων, αλλά γίνεται αφορμή κι εφαλτήριο στη γραφή του. Οι εικόνες και οι μεταφορές που επιλέγει χτίζουν την αλληγορία. Πίσω από τις περιγραφές των «μπαλκονιών αποθήκες» με τις «ξεσκισμένες τέντες. Μάπες, πατσαβούρες» (π.2), πίσω από τα «νίκελ» (π.4), τα «πλαστικά καθίσματα» (π.9) ή τα «φερ φορζέ», αλλά και πίσω από τις μεταφορές μιας ανύπαρκτης, ψευτο-φύσης με «ψωραλέα φυτά» (π7), κρύβεται η περιγραφή – έτσι όπως την κατονομάζει ο ίδιος ποιητής με ένα ξεχωριστό μονόστιχο ποίημα – της «σαρκοβόρας ζωής» (π.19): η ήττα του σύγχρονου ανθρώπου, ο εγκλεισμός του σε ένα κουτί διαμέρισμα, αποξενωμένος, τυποποιημένος στις ίδιες συνήθειες από την καθημερινότητα, την κατάθλιψη, την κοινωνική ταπείνωση, την ντροπή. Ο ποιητής μας περνά από το «φαίνεσθαι» στο «είναι», σε μια υπαρξιακή και φιλοσοφική αναζήτηση, χρησιμοποιώντας τις ίδιες ακριβώς μεταφορές. Θα κατονομάσει τους ανθρώπους περιγράφοντας τον ψυχισμό τους ως «πειθαρχημένες περικοκλάδες, κατασκονισμένα γεράνια» (π.9). Ποιοι είναι οι πραγματικοί «νοικοκυραίοι» (π.2, π.4) που επικαλείται; Ποιοι πραγματικά έχουν τον έλεγχο της ζωής; Της δικής τους, των παιδιών τους; Πολλά τα ερωτήματα που θέτει ο ποιητής ανάμεσα στους στίχους.
   Κι αν η «ασχήμια» αποτελεί σημείο εκκίνησης της συλλογής, εντούτοις, η ποιητική του Σ.Παστάκα στοχεύει να μας υποδείξει την ομορφιά, ή τουλάχιστον, τον δικό του τρόπο να την ατενίζει:
Μ’ αρέσει αυτό που βλέπω
απ’ το μπαλκόνι μου.
Τ’ ασπρόρουχα τα νόβα.
Πίσω από τα κάτοπτρα
να βλέπω κάπου εκεί
στο βάθος την Ακρόπολη
σαν άλλοτε Ωραία.
Θα σας καλέσω
να μοιραστούμε αυτό
που βλέπω, να είστε σίγουροι,
θα σας καλέσω.
Γιατί να βλέπω μόνον εγώ
τόση ομορφιά
από δω ψηλά.
Θα σας καλέσω.
Η θέα ψηλά από τον Σταυρό
είναι εξαίσια.
(π.1)
   Ο Παστάκας είναι αναμφίβολα ο ποιητής των χρωμάτων («Τ’ ασπρόρουχα τα νόβα»), με την έννοια ότι προσδίδει στα χρώματα έναν συμβολικό χαρακτήρα, που παραπέμπει σε μια πνευματική κατάσταση. Όπως και στις συλλογές «Η μάθηση της αναπνοής» και «Παραπάτημα στη χαρά», ομοίως στο «Όρος Αιγάλεω», όλα οδεύουν στο βασίλειο του λευκού. Ο Παράδεισος είναι πνευματική κατάσταση και αποδίδεται στα ποιήματα με ένα δίκτυο έμμονων μεταφορών του αέρα, του λευκού, του διάφανου. «Ούτε ένα συννεφάκι/ δεν κατεβάζει για χάρη μου» (π.3), γράφει ταυτίζοντας εξίσου την έμπνευση με τον παράδεισο (π.14). Η έμπνευση είναι ο παράδεισος της ποίησης, μοιάζει να ψιθυρίζει ο Σ. Παστάκας και δουλειά του ποιητή είναι να αντλήσει την ομορφιά μέσα από την ασχήμια και να την προσφέρει:
Ελάτε, ελάτε όλοι.
Έτσι όπως είσαστε
με τα ρούχα που φοράτε τώρα.
Την παλιά μου υπόσχεση
να συγκατοικήσουμε όλοι μαζί
σε ένα εξαίσιο ρετιρέ
τώρα που έσβησε η Ακρόπολη
θα την τηρήσω. Μην φέρετε τίποτα,
θα σας στρώσω εγώ
τα κόκκινα απ’ τα γεράνια.
(π.22).
   Η ανάβαση στο όρος Αιγάλεω, η ανύψωση στο ρετιρέ του έβδομου ορόφου, είναι πνευματική ανύψωση και προσφέρεται ως ανταμοιβή στον Μαχητή της ζωής, σε εκείνον που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση στην πλήρη ακινησία, σε συνεχή διαμάχη με το «ψεύτικο», σε μια ηδονική απογύμνωση από το περιττό, το μάταιο, το άτεχνο, το φθαρτό, το υλικό. Η αναζήτηση του «εφηβικού αφρού» (π.47), μια πνευματική αναζωογόνηση. Όπως και η «Ακρόπολη», η «άκρη της πόλης», τόπος ποιητικός, γίνεται σημείο ανάβασης στον χρόνο, στο παρελθόν, στην ομορφιά, στην νιότη, στον ερωτισμό αλλά και στην αγνότητα (με την αναφορά στον «Παρθενώνα»). Η ανύψωση στην πνευματικότητα είναι μια λυτρωτική εμπειρία. «Η θέα από τον σταυρό είναι εξαίσια» (π.1), γράφει, ξαφνιάζοντάς μας, ο ποιητής που καταφέρνει να αναγάγει τον «Γολγοθά» που διένυσε μέσα «από δαιδαλώδεις διαδρομές των λαθών» (π.25) σε δημιουργία, που καταφέρνει να οδεύσει από την πόλη στην Ακρόπολη, από την ψευδαίσθηση στην αλήθεια, από την τσιμεντένια βαρύτητα στην ελευθερία του αέρα, από την ασχήμια στην ομορφιά.
   Η «στύση» (π.3) στον Παστάκα, δεν είναι σαρκικό συναίσθημα, σωματική απόλαυση. Είναι «ανύψωση», πνευματική ηδονή κι ευδαιμονίαˑ είναι οίστρος! Και μαζί, σύμβολο της διαλεκτικής του χρόνου, που κυλάει από τη νιότη στο γήρας, με όλες τις ψυχικές διακυμάνσεις από την «δεκοχτούρα» στον «γύπα» (π.6), από την ανθοφορία στον μαρασμό, από την ένδοξη ιστορία στην ηττημένη πραγματικότητα αλλά και αντίστροφα, από το λάθος στην γνώση, από την άσχημη πόλη στον ανοιχτό «αττικό ουρανό».
   Τι είναι λοιπόν η ανάβαση στο όρος Αιγάλεω, η ανύψωση στα «409 μέτρα πάνω /από την επιφάνεια /της θάλασσας» (π.37), η ανύψωση στον έβδομο όροφο, στον αττικό ουρανό, η ανύψωση στο «ρουφ γκάρντεν» (π.36); Η πνευματική διαδικασία που μας επιτρέπει να αποτάξουμε τα λάθη ή τις αμφίβολες προσδοκίες του παρελθόντος ώστε να αντικρύσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό «γυμνό», να ανακαλύψουμε την πραγματική υπόσταση της ύπαρξής μας. Να κατακτήσουμε την μεγαλύτερη διαφάνεια σοφίας, την αποδοχή του πραγματικού μας εαυτού, ξεντυμένο κι ανάλαφρο από κάθε πολιτισμικό ένδυμα που κουβαλά, από δέσμιες αγάπες, από κάθε τι που «βαραίνει» την ψυχή, όπως αναφέρεται στο ποίημα που διέπει κι εξηγεί τη συλλογή, ένα από τα πιο όμορφα ποιήματα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης:
Για να φτάσω εδώ ψηλά
που έφτασα, έπρεπε να πετάξω
το σακάκι μου στον πρώτο
τη σαμσονάιτ από τον δεύτερο
τη γραβάτα μου από τον τρίτο
τις καταθέσεις μου στον τέταρτο
την ταυτότητά μου στον πέμπτο
στον έκτο να ξεπλύνω την αγάπη σου
από πάνω μου, για να μπορέσω
να βρω τον εαυτό μου
στον έβδομο γυμνό.(π.35).