Το νέο και καλαίσθητο εκδοτικά βιβλίο που τιτλοφορείται Άλλα νοήματα και μέσα κόσμοι. Δοκιμές για θέματα λογοτεχνίας, αποτελεί το πέμπτο βιβλίο δοκιμίων του ποιητή και νεοελληνιστή Λεωνίδα Γαλάζη, και περιέχει κυρίως δοκιμές, μελέτες και βιβλιοκρισίες γύρω από θέματα της ευρύτερης νεοελληνικής και της κυπριακής λογοτεχνίας. Όπως σημειώνει, εξάλλου, ο συγγραφέας στο «Πρόλογο», τα κείμενα του ανά χείρας τόμου γράφτηκαν κατά την τριετία 2018-2021 και συνιστούν αναλυτικές φιλολογικές διερευνήσεις, δοκιμές προσέγγισης λογοτεχνικών κειμένων, συνοπτικές κριτικές αναγνώσεις βιβλίων, ενώ συναντούμε, τέλος, αισθητά λιγότερα κείμενα γύρω από την πεζογραφία και το θέατρο. Ο τίτλος δε του βιβλίου συντίθεται ευφυώς από ποιητικά παραθέματα των Γ. Σεφέρη και Κ. Βάρναλη (βλ. την προμετωπίδα του βιβλίου) και υποδεικνύει ότι η νοηματοδότηση των λογοτεχνικών κειμένων είναι μια δυναμική και διηνεκής διαδικασία αποκάλυψης νέων νοημάτων.
Το μεγαλύτερο μέρος, λοιπόν, του ανά χείρας βιβλίου αποτελεί, κατά την άποψή μου, μια πολύ αξιόλογη φιλολογική και κριτική κατάθεση, η οποία επικεντρώνεται αφενός σε μείζονα θέματα και τις διαλογικές σχέσεις στο έργο παλαιότερων ποιητών (π.χ. Γιάννη Ρίτσου, Κωστή Παλαμά, Βασίλη Μιχαηλίδη, Τεύκρου Ανθία) και αφετέρου στο ελάχιστα μελετημένο πεδίο της νεότερης/σύγχρονης ποίησης που παράγεται στην Κύπρο, είτε με συνολικές επισκοπήσεις όπως π.χ. για τη Γενιά της Εισβολής και τη Γενιά του 1990 ή Γενιά της Κατοχής και της Αφθονίας, είτε με βιβλιοκρισίες και βιβλιοπαρουσιάσεις για την τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή.
Στον τομέα της πεζογραφίας ο συγγραφέας επικεντρώνεται στο έργο των Στέφανου Κωνσταντινίδη, Γεώργιου Χαριτωνίδη και άλλων, ενώ προτείνεται μια συνανάγνωση των Αδερφοφάδων του Νίκου Καζαντζάκη με τη Μάντρα του Ανδρέα Ονουφρίου. Τα λιγοστά θεατρολογικά μελετήματα του βιβλίου περιλαμβάνουν προσεγγίσεις στη δραματουργία της Ρήνας Κατσελλή σε συνάρτηση με τον διάλογο ιστορίας και λογοτεχνίας και με την αξιοποίηση της κυπριακής διαλέκτου στη θεατρική γραφή, καθώς και σχολιασμό μιας θεατρικής διασκευής της «Χιώτισσας» του Β. Μιχαηλίδη, του δράματος “Η σκλάβα” του Μιχάλη Μουστερή. Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπόψη συμπεραίνουμε ότι το ενδιαφέρον του Γαλάζη στρέφεται προς ποικίλες γραμματολογικές κατευθύνσεις, γεγονός που καταδεικνύει τη βαθιά του πνευματικότητα και παιδεία και τον καθιστά αδιαμφισβήτητα έναν εύστροφο φιλόλογο, ποιητή και κριτικό με συγκρότηση στον λόγο του.
Κάτι που αντιλαμβάνεται, επίσης, ο αναγνώστης και σε τούτο το βιβλίο δοκιμίων του Γαλάζη είναι το ανιδιοτελές φιλολογικό του ενδιαφέρον, τη συναδελφική του αλληλεγγύη, την πνευματική συγγένεια και την πραγματική έγνοια του ως ποιητή (και φιλολόγου) να αναδείξει αθέατες πτυχές και δημιουργικές συνομιλίες τόσο στο έργο γνωστών λογοτεχνών (πεζογράφων και ποιητών) όσο και αγνοημένων πτυχών του έργου των ομοτέχνων του, αλλά κυρίως να μιλήσει για την ίδια τη δημιουργία και ειδικότερα την ποίηση. Για αυτό και η παρούσα συναγωγή δοκιμιακών και κριτικών κειμένων θα μπορούσε να αποτελέσει και ένα περιεκτικό δοκίμιο για τη λογοτεχνική γραφή ή ένα κατατοπιστικό εγχειρίδιο εξοικείωσης των φιλολόγων ή όσων ενδιαφέρονται για την ποίηση και την πεζογραφία. Ας μην ξεχνάμε, ότι ο συγγραφέας εργάζεται ως επιθεωρητής φιλολογικών μαθημάτων στη Μέση Εκπαίδευση στο Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας της Κύπρου.
Τα κείμενα, λοιπόν, του ανά χείρας τόμου αποτελούν, βέβαια, διεισδυτικές, τις περισσότερες φορές, φιλολογικές εργασίες που εστιάζουν πάνω στο πραγματολογικό υλικό, στη γλώσσα, στη δομή κλπ. των λογοτεχνικών έργων στα οποία αναφέρονται, αλλά ταυτόχρονα και κείμενα λογοτεχνικής κριτικής που επιχειρούν να αναδείξουν την αισθητική χάρη και τη λογοτεχνική ποιότητα. Αν τώρα θελήσουμε να διακρίνουμε περαιτέρω μερικούς από τους θεματικούς και μορφολογικούς άξονες της φιλολογικής προσέγγισης του Γαλάζη, που ως ένα αδιόρατο και άλλοτε πιο ευκρινές νήμα συνδέουν τα κείμενα αυτού του βιβλίου θα σημειώναμε τους ακόλουθους:
α. τη βασική θέση των ρώσων φορμαλιστών περί ανοικείωσης ως συστατικού όρου της ποιητικής έκλαμψης και διάκρισης της λογοτεχνικής γλώσσας από άλλα είδη γλωσσών,
β. τη συνεχή συζήτηση περί ειδών, τρόπων και τεχνικών της ειρωνικής αποστασιοποίησης, και της ανατρεπτικής χρήσης της γλώσσας, καθώς και τη διερεύνηση των τρόπων λειτουργίας της παρωδίας και της σάτιρας,
γ. τις στρατηγικές υπονόμευσης του νοήματος και της υπέρβασης των αντιθέσεων που έλκουν την καταγωγή τους από τα κινήματα του Υπερρεαλισμού και του Εξπρεσιονισμού, καθώς και τη συζήτηση περί της σκοτεινότητας και της πολυσημίας του Μοντερνισμού είτε στην ευρωπαϊκή είτε στην ελληνική του εκδοχή,
δ. τον συνεχή και δυναμικό διάλογο ιστορίας και λογοτεχνίας που άλλοτε εκφράζεται μέσα από τη χρήση του μύθου και με πολύσημη γλώσσα και άλλοτε μέσα από ευθύβολες αναφορές και αντισυμβατικό λεξιλόγιο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το μείζον θέμα της σχέσης του ποιητή με την κοινωνία και της ποιητικής και πολιτικής του ηθικής,
ε. τον δυναμικό δημιουργικό διάλογο λογοτεχνών και έργων. Σχεδόν σε όλα τα κείμενα ο μελετητής εστιάζει στις ποιητικές επιδράσεις ή καλύτερα συνομιλίες και, ευρύτερα, τις εκλεκτικές συγγένειες και τις διακειμενικές συσχετίσεις που εντοπίζονται στο σώμα των κρινόμενων έργων –αναφέρομαι ενδεικτικά στις απηχήσεις του Καβάφη, του Καρυωτάκη και του Μόντη, στις επιρροές του Γ. Σεφέρη, του Οδ. Ελύτη, του Γ. Ρίτσου, των μεταπολεμικών ποιητών και τέλος των ποιητών της Γενιάς του 1970,
στ. και τέλος, τη συναισθηματική διέγερση και την εσώτερη επικοινωνία του κριτικού-μελετητή με το λογοτεχνικό κείμενο και την εναγώνια προσπάθεια ερμηνευτικής καταβύθισης και ανάδειξης του περιεχομένου.
Συνοψίζοντας, οι μελέτες και δοκιμές που συναποτελούν τον τόμο αυτό αποτελούν αναμφισβήτητα μια σημαντική και χρήσιμη προσθήκη τόσο στην προβολή όσο και στη μελέτη της κυπριακής και της ελλαδικής ποίησης. Ο Γαλάζης, χωρίς να αναλίσκεται σε ανώφελες ιδεολογικές και ιδεοληπτικές προσεγγίσεις, απαντάει εκ των πραγμάτων μέσα από την επιστημονικά άρτια φιλολογική και κριτική του προσέγγισή στα ερωτήματα περί ιθαγένειας της κυπριακής λογοτεχνικής παραγωγής. Κι αυτό γιατί στα περισσότερα κείμενα του τόμου δεσπόζει από τη μια η διακειμενική προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων κι από την άλλη η λειτουργική ένταξη της κυπριακής λογοτεχνίας στο ευρύτερο πλαίσιο της νεοελληνικής. Η κυπριακή λογοτεχνική παραγωγή αποτελεί, με άλλα λόγια, για τον ποιητή και μελετητή Λεωνίδα Γαλάζη, ανθισμένο κλαδί της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής με τις ιδιαιτερότητες και τις ιδιομορφίες της ανθρωπογεωγραφίας, του τόπου και της διαλέκτου να λειτουργούν μόνον εμπλουτιστικά και επιβεβαιωτικά. Ίσως είναι καιρός, λοιπόν, να αντιμετωπίζουν με αυτό τον τρόπο την κυπριακή λογοτεχνία και οι τελευταίοι εθελοτυφλούντες;
* Σχόλια πάνω στον τόμο μελετών και βιβλιοκρισιών του Λεωνίδα Γαλάζη Άλλα νοήματα και μέσα κόσμοι. Δοκιμές για θέματα λογοτεχνίας (εκδ. Ίαμβος, Αθήνα 2022).