Οι πόλεις έχουν τη δική τους ζωή. Το ίδιο και τα σπίτια. Οι ένοικοι – – οι μέτοικοι – οι έποικοι φέρνουν μαζί τα χνώτα, την ενέργεια, τα κύτταρά τους, την ιστορία των προηγούμενων τόπων που κατοίκησαν, στις νέες οικείες – χώρες όπου έχουν επιλέξει να συνεχίσουν τον βίο τους. Κάτι παραμένει στους χώρους όταν οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τα σημεία διαμονής, κάτι κληροδοτείται στα επόμενα σώματα που εγκαθίστανται στα σπίτια ή στους τόπους επηρεάζοντας ασυνείδητα τις συμπεριφορές, τις έξεις, τις ροπές. Μέσα σε αυτό το πλέγμα των υπόγειων, αδιόρατων και καταλυτικών σχέσεων πόλης – οικείας – ανθρώπινου σώματος κινείται το πολυδιάστατο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Μανίκα «Το τρίτο λάθος». Το κυνήγι του ονείρου, η ατομική κόλαση, η οικογενειακή καταπίεση, η κοινωνικές επιταγές, η ηθική και η ηθικολογία, η πτώση των αξιών, ο έρωτας, η αγάπη και η μοναξιά, η προδοσία και η ματαίωση, η επιθυμία και η απώλεια, η δύναμη της θέλησης και η αδυναμία της βούλησης είναι τα κυρίαρχα θέματα του βιβλίου, ζητήματα βαρυσήμαντα τα οποία συνομιλούν μεταξύ τους και διαπλέκονται με εξαιρετικό τρόπο στο μυθιστόρημα.
«Το τρίτο λάθος» είναι μια ψιλοβελονιά και η αναγνωστική τέρψη που προσφέρει, είναι τεράστια. Το έργο είναι γραμμένο υπό το κάτοπτρο ενός παντογνώστη αφηγητή με ψυχαναλυτική ματιά και διάθεση. Είναι χαρακτηριστικό ότι, από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, η σκιαγράφηση των χαρακτηριστικών και της ψυχοσύνθεσης των ηρώων είναι τόσο ενδελεχής ώστε έχουμε την αίσθηση ότι κρυφοκοιτάζουμε μέσα στην ψυχή των προσώπων ή μέσα στο σημειωματάριο των ψυχαναλυτών τους. Αυτή η μελετημένη σύσταση των ενοίκων του τρίτου ορόφου της αθηναϊκής πολυκατοικίας που παρακολουθούμε – κατασκοπεύουμε, δημιουργεί άμεσα οικειότητα με τους ήρωες, νιώθουμε έντονα ότι ζούμε μαζί τους και την ίδια ώρα, υποκλέπτουμε μυστικά και ηδονικά τις πλέον προσωπικές πληροφορίες τους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντίθεση που δημιουργεί το γεγονός ότι όσο λεπτομερής είναι η σκιαγράφηση των χαρακτήρων, τόσο αφαιρετική και «ανοιχτή» είναι η περιγραφή των καταστάσεων. Ο αναγνώστης προσθέτει στις συνθήκες που περιγράφονται, τη δική του πινελιά συμμετέχοντας ενεργά στις ιστορίες των ηρώων έτσι ώστε όταν αποκαλύπτεται «Το τρίτο λάθος» (σύμφωνα με τον παιγνιώδη τίτλο του βιβλίου), το τριπλό σφάλμα, μια αλληλουχία αυτοαναίρεσης εφαρμοσμένη σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, ο αναγνώστης συμμετέχει τόσο ενεργά στη μέθεξη ώστε υφίσταται κι εκείνος τις συνέπειες, θετικές ή αρνητικές. Τον σκοπό αυτό υπηρετεί πολύ ορθά και η ανατομία των αντιδράσεων των ηρώων η οποία είναι ενισχυτική, υποβοηθητική, καταλυτική.
Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στον τρόπο γραφής του Κωνσταντίνου Μανίκα. Ο συγγραφέας διαθέτει έναν πολύ ιδιαίτερο, ποιητικό, υπαρξιακό λόγο, αξιοπρόσεχτη χρήση της ελληνικής γλώσσας, αξιοσημείωτη καυστικότητα και ειρωνεία όπου απαιτείται, χιούμορ που ανακουφίζει και σημαντική εμβάθυνση η οποία προβληματίζει, εμπλέκει, κινητοποιεί. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μανίκας δημιουργεί ένα λογοτεχνικό σύμπαν ολοκληρωμένο και ενδιαφέρον.
Εν κατακλείδι, ο κινητήριος μοχλός και η κυρίαρχη δύναμη του εν λόγω βιβλίου συνοψίζονται σε εξαιρετικά εύστοχες διάσπαρτες φράσεις οι οποίες θέτουν ερωτήματα βαθιάς υπαρξιακής και φιλοσοφικής αναζήτησης όπως: «Πόσο διαφέρει η επιζήτηση της αλλαγής από την αναστάτωση της ανατροπής;» ή «Πόσο απέχει η κοιμισμένη χαρά από την ξύπνια λύπη και η επίγεια ευτυχία από τον οριστικό ξεπεσμό;» ή «Πόσο δύσκολο είναι να δεις τη ζωή ως πλανόδιο τσίρκο και τον εαυτό σου ως εκστασιασμένο παιδί;» και «Πόσο δύσκολο είναι να διανύσουμε την μια άκρη της ανυπαρξίας έως την απέναντι όχθη, της συνύπαρξης;», όσο δύσκολο είναι να περάσουμε από την απλή ύπαρξη στη βιωμένη ζωή, θα πω εγώ, ή όπως υπέροχα θα τονίσει ο Μανίκας «όσο απέχει το πρώτο σκαλί για τον παράδεισο», το πόσο αφορά ξεχωριστά, μοναδικά, ευλαβικά, τολμηρά τον καθένα.
* Κωνσταντίνος Μανίκας, «Το τρίτο λάθος» / Εκδόσεις Ιωλκός